Οι πολυεθνικοί όμιλοι στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων συνεχίζουν να επενδύουν στην ελληνική αγορά. «Αγοράζουν θέσεις» σε ένα τοπίο που «καταστρέφεται» και προτού ακόμη «αναδυθούν» τα γενικά χαρακτηριστικά του νέου. Η πρόσφατη περίπτωση της θυγατρική εταιρείας του αγγλο-ολλανδικού ομίλου Unilever αποτελεί μία ακόμη ένδειξη που αναδεικνύει στο προσκήνιο μια τάση εμφανή πλέον στην ελληνική αγορά.
Πριν από την Ελαΐς – Unilever Hellas προηγήθηκε η Friesland Hellas, λίγο ενωρίτερα η Μινέρβα και πριν από λίγους μήνες έκανε εμφανή την πρόθεσή του και ο γαλλικός γαλακτοκομικός όμιλος –και από τους κορυφαίους στη διεθνή αγορά –Lactalis, χωρίς όμως τελικά να επιτύχει τον στόχο του. Αυτό πάντως που έχει σημασία στην προκειμένη περίπτωση είναι η πρόθεσή του να ενταχθεί σε μια αγορά που μήνα με τον μήνα συρρικνώνεται όλο και περισσότερο. Είναι προφανές ότι οι πολυεθνικοί όμιλοι κάτι «βλέπουν» το οποίο όμως δεν είναι ορατό σε αρκετούς έλληνες επιχειρηματίες.
Είναι χαρακτηριστική η δήλωση που έκανε μιλώντας προς «Το Βήμα» ο πρόεδρος της Ελαΐς – Unilever κ. Σπ. Δεσύλλας «σε κάθε κρίση υπάρχουν και ευκαιρίες και αυτοί που πρώτοι θα τις εντοπίσουν και θα τις εκμεταλλευτούν είναι αυτοί που θα απολαύσουν και τα οφέλη».
Την ίδια στρατηγική, παρεμπιπτόντως, ακολουθούν και ορισμένες μεγάλες ελληνικές λιανεμπορικές επιχειρήσεις –οι περισσότερες των οποίων ανήκουν στον σκληρό πυρήνα της κατανάλωσης.
Στον αντίποδα αυτής της στρατηγικής επιλογής κινείται η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων –είτε οι ιδιοκτήτες τους έχουν ανθηρά οικονομικά είτε όχι. Εχουν επιλέξει μια εξαιρετικά αμυντική στρατηγική, βασική λογική της οποίας είναι η διατήρηση κερδοφόρων χρήσεων όσο αυτό είναι δυνατόν σε αυτή την περίοδο και τούτο επί ζημία των μεριδίων αγοράς που κατέχουν στους διάφορους κλάδους.
Η Unilever είναι ο μεγαλύτερος προμηθευτής των αλυσίδων σουπερμάρκετ στην ελληνική αγορά. Πέρυσι οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 2,4% και ανήλθαν στα 547 εκατ. ευρώ και η παρουσία της στην Ελλάδα πλέον μετρά 50 χρόνια. Μόνο στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων χρόνων επένδυσε 250 εκατ. ευρώ. Η τελευταία της επένδυση, ύψους 11 εκατ. ευρώ, εγκαινιάστηκε την περασμένη εβδομάδα.
Παρόμοια στρατηγική με την Ελαΐς, αλλά σε μικρότερη κλίμακα, λόγω της διαφοράς μεγεθών, ακολουθεί κυρίως από το 2008 και εντεύθεν η Μινέρβα, θυγατρική της ελληνοβρετανικής πολυεθνικής PZ. Η αφετηρία ήταν το 2008 όταν εξαγόρασε από τη Φάγε την τυροκομική μονάδα στην Ηπειρο και η διοίκησή της δεσμεύτηκε ότι ως το 2011 επρόκειτο να επενδύσει 10 εκατ. ευρώ.
Πράγματι, τον επόμενο χρόνο απέκτησε δεύτερη μονάδα βιολογικών τυροκομικών προϊόντων και συνεχίζει να επενδύει, παρά το γεγονός ότι στην τελευταία οικονομική της κρίση τα κέρδη της για τρίτη συνεχή χρονιά υποχώρησαν και περιορίστηκαν στα 635.000 ευρώ από 1,3 εκατ. ευρώ. Οι πωλήσεις της επιχείρησης κινήθηκε σε αντίστροφη πορεία. Οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 5% και υπερέβησαν τα 85 εκατ. ευρώ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγές της απευθύνονται σε 42 χώρες και αντιστοιχούν στο 15% των συνολικών της πωλήσεων. Παράλληλα, συνεχίζεται το πενταετές επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 3,4 εκατ. ευρώ.
Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις επένδυσης πολυεθνικού ομίλου στην ελληνική αγορά είναι της Friesland – Campina Hellas. Ο ολλανδικός συνεταιριστικός όμιλος, μεσούσης της οικονομικής κρίσης, μετέφερε από τη Γερμανία στην Πάτρα την παραγωγή του γάλακτος υψηλής παστερίωσης Νουνού Family. Πρόκειται για τη δεύτερη παραγωγική της επένδυση –η πρώτη ήταν στο ίδιο εργοστάσιο και αφορούσε την παραγωγή γιαούρτης. Η επένδυση στη γραμμή παραγωγής του γάλακτος υψηλής παστερίωσης ανήλθε στα 10 εκατ. ευρώ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ