Στους αυτοκινητοδρόμους, εκτός του ότι πληρώνουμε αυξημένα διόδια και έργα δεν βλέπουμε, υπάρχει επίσης και το εξής παράδοξο: ενώ το Δημόσιο και οι κατασκευαστές τα έχουν βρει και έχει συνταχθεί η σχετική ενδιάμεση συμφωνία, το κείμενο των όρων δεν έχει αποσταλεί ακόμη στις εταιρείες προς υπογραφή.
Ετσι η επανεκκίνηση των μεγάλων έργων παραμένει «παγωμένη». Η καθυστέρηση, σύμφωνα με τις κοινοπραξίες που έχουν αναλάβει τα έργα, αποδίδεται στις διαφορετικές «γραμμές» των υπουργείων Υποδομών και Οικονομικών. Η ασυμφωνία αυτή όμως έχει ως αποτέλεσμα την αδυναμία των εταιρειών να καλέσουν σε διαπραγμάτευση τις δανείστριες τράπεζες προκειμένου να αποκατασταθεί η χρηματοδότηση των έργων, τα οποία κινδυνεύουν με οριστική κατάρρευση.
Πηγές κοντά στην υπόθεση διαπιστώνουν διαφορετικές προτεραιότητες μέσα στην κυβέρνηση, αφού, ενώ οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των εταιρειών και του υπουργείου Υποδομών έχουν ουσιαστικά ολοκληρωθεί, η εμπλοκή του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ) στις συζητήσεις φαίνεται να ανατρέπει την κατάσταση. «Το μεν Υποδομών θέλει και έχει προσπαθήσει εντατικά να επανεκκινήσει τα έργα, το δε Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων ενδιαφέρεται πρωτίστως για την τιτλοποίηση των μελλοντικών εσόδων του Δημοσίου από τα διόδια. Ετσι φτάνουμε στην αντίφαση να συζητάει το Ταμείο για έσοδα έργων που δεν έχουν γίνει» τονίζουν.
Στελέχη των εταιρειών κατηγορούν την κυβέρνηση για αδράνεια, που έχει ως άμεση επίπτωση την απομάκρυνση των δανειστών και τη διάλυση των συμβάσεων. «Οι καρποί μιας διετούς διαπραγμάτευσης τίθενται εν κινδύνω» αναφέρουν και εξηγούν ότι «ο χρόνος τελειώνει, παρ’ όλο που, αν και οι δανειστές παραμένουν ιδιαίτερα επιφυλακτικοί, δεν είναι εχθρικοί απέναντι στα έργα» υπογραμμίζουν.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ως και τον Δεκέμβριο η απόσταση για την τελική λύση στα μεγάλα έργα ήταν πια μηδενική, αφού το Δημόσιο και οι κοινοπραξίες τα είχαν βρει και μάλιστα συντάχθηκε σχετικό προσχέδιο συμφωνίας για τις βασικές μεθόδους στήριξης και ανασυγκρότησης των έργων, οι δε εταιρείες ήταν έτοιμες να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες για να αποκατασταθεί η δανειοδότηση των έργων και να προχωρήσει η επανεκκίνησή τους.
Αντίθετα, όπως υποστηρίζουν, σήμερα επικρατεί πλήρης σύγχυση, αφού το Ταμείο Αποκρατικοποιήσεων φαίνεται να αμφισβητεί το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης μεταξύ του Δημοσίου και των κοινοπραξιών, ενώ οι τράπεζες οδηγούνται σε εγκατάλειψη των έργων διότι κυοφορούνται εναλλακτικές προτάσεις που δεν βρίσκονταν αρχικά στο τραπέζι.
«Αυτή η συμπεριφορά εκ μέρους του Δημοσίου εξαφανίζει κάθε αξιοπιστία του διαλόγου που είχε προηγηθεί, πλήττει την εμπιστοσύνη για την επίλυση των έργων και εκλαμβάνεται πια ως εμπαιγμός».
Στις κοινοπραξίες μιλούν πλέον ανοιχτά για τον κίνδυνο καταγγελίας των έργων. Οπως εξηγούν, «σύμφωνα με τις συμβάσεις παραχώρησης, μπορούν να επικαλεστούν ανωτέρα βία – η οποία στην περίπτωσή τους έχει να κάνει με τη χρηματοδοτική ασφυξία της ελληνικής οικονομίας και τη συνεπαγόμενη ραγδαία μείωση της κυκλοφορίας – και να φύγουν από τα έργα, φορτώνοντας μάλιστα τον λογαριασμό στον φορολογούμενο».
Για να ξεπεραστεί το αδιέξοδο, οι εταιρείες προτείνουν να δοθεί εντολή στον γενικό γραμματέα Συγχρηματοδοτούμενων Εργων κ. Σ. Λαμπρόπουλο να τους αποστείλει άμεσα το σχέδιο συμφωνίας και να προσκληθούν οι δανειστές για την έναρξη επίσημων διαπραγματεύσεων.
Το υπουργείο Υποδομών και οι κοινοπραξίες έχουν συμφωνήσει να διευκολυνθούν οι παραχωρήσεις ταμειακά από ποσοστό των διοδίων που αναλογεί στο κράτος προκειμένου να καταστεί ευκολότερη η χρηματοδότηση των έργων με πόρους που θα επιστραφούν στο Δημόσιο στο μέλλον. Η «συνταγή» προβλέπει ότι τα χρήματα από τα διόδια θα εξυπηρετούν πρωτίστως τις δανειακές ανάγκες των έργων, τη λειτουργία και τη συντήρηση και οριακά τη μη απώλεια των κεφαλαίων των παραχωρησιούχων. Σημειωτέον ότι αντίστοιχο πρόβλημα στην Ισπανία λύθηκε με άτοκη δανειοδότηση από το κράτος.
Πρόκειται για ένα σενάριο «lose-lose», δηλαδή αμοιβαίων υποχωρήσεων με ζημιές για όλες τις πλευρές, το οποίο όμως θα κρατήσει τα έργα ζωντανά, αφού το Δημόσιο θα εγγυηθεί το «χάσμα» μεταξύ των υφιστάμενων κυκλοφοριακών ροών και των χαμηλότερων εκτιμήσεων κυκλοφορίας (και άρα εσόδων) που υπάρχουν στις συμβάσεις. Μάλιστα, το πλαίσιο της διαπραγμάτευσης πήρε το «πράσινο φως» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αντίθετα, πηγές του υπουργείου Οικονομικών σημειώνουν ότι επί 16 μήνες υπήρξε μηδενική πρόοδος στις συζητήσεις και ομολογούν ότι το οικονομικό «μείγμα» των συμβάσεων αναπόφευκτα θα αλλάξει προκειμένου να σωθούν τα έργα και να διασφαλιστεί η τιτλοποίηση των εσόδων του Δημοσίου από τα διόδια.
«Η οικονομική ισορροπία των έργων θα επηρεαστεί. Το Δημόσιο αρχικά υπολόγιζε 25 δισ. ευρώ από τα διόδια, σήμερα όμως δεν ξέρουμε πόσα θα είναι αυτά τα χρήματα. Για να σωθούν οι συμβάσεις το Δημόσιο θα πάρει λιγότερα. Οι παραχωρησιούχοι έχουν αξιώσεις και ακόμη δεν έχουμε φτάσει στο τελικό σημείο συμφωνίας, αφού ζητούν εγγυήσεις για την απόδοση των κεφαλαίων τους. Το Δημόσιο όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί κέρδος» σημειώνουν.
Εν τω μεταξύ κύκλοι του υπουργείου Υποδομών σημειώνουν ότι θα ήταν καλύτερο να υπήρχε ένα ενιαίο κέντρο για τη διαπραγμάτευση που θα έπρεπε να είναι το ίδιο το υπουργείο και διαπιστώνουν ότι η εμπλοκή του Ταμείου Αποκρατικοποιήσεων στις συζητήσεις αποπροσανατολίζει από τον στόχο της επανέναρξης των έργων αφού εκ των πραγμάτων έχει διαφορετικές προτεραιότητες.

«Αγκάθι» η δημιουργία ανεξάρτητης αρχής
Προβληματισμό έχει δημιουργήσει στις εταιρείες το ενδεχόμενο σύστασης ανεξάρτητης ρυθμιστικής αρχής αυτοκινητοδρόμων, στόχος που εκπορεύεται – χωρίς να αναφέρεται ρητά – από το νέο μνημόνιο, ενώ ενόχληση έχει προκληθεί και στο υπουργείο Υποδομών.
Κύκλοι των κοινοπραξιών δηλώνουν την έκπληξή τους και υπογραμμίζουν ότι οι συμβάσεις παραχώρησης έγιναν κατόπιν διαγωνισμού και θεσμοθετήθηκαν με νόμο, γεγονός το οποίο συνεπάγεται ότι οποιαδήποτε ρυθμιστική παρέμβαση θα προσέκρουε στο κοινοτικό κεκτημένο. Αλλωστε, όπως εξηγούν, και άλλες χώρες «τρέχουν» δεκάδες παραχωρήσεις χωρίς να έχουν συστήσει ανεξάρτητη αρχή και εκτιμούν ότι η εμπλοκή της θα μπορούσε να οδηγήσει σε εκτροπή από το πλαίσιο της συμφωνίας και να χαλάσει τη «συνταγή».
Αντίθετα, πηγές του υπουργείου Οικονομικών σημειώνουν ότι η δημιουργία μιας τέτοιας αρχής προβλέφθηκε από την τρόικα για τον έλεγχο μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών αγορών.

Στο «μικροσκόπιο» της ΕΕ το σχέδιο
Θετική εξέλιξη της πρότασης για μόχλευση πόρων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων
Θετικά εξελίσσεται στα ευρωπαϊκά όργανα η ελληνική πρόταση για μόχλευση πόρων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), μέσω εγγυοδοσίας κονδυλίων από το ΕΣΠΑ. Το σχέδιο, το οποίο επεξεργάστηκαν οι γενικοί γραμματείς δημοσίων και συγχρηματοδοτούμενων δημοσίων έργων κκ. Γιάννης Οικονομίδης και Σέργιος Λαμπρόπουλος πέρασε με επιτυχία από το «μικροσκόπιο» των κοινοτικών υπηρεσιών, ενώ υιοθετήθηκε και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία ευελπιστεί ότι συντόμως θα εγκριθούν από την Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου οι απαιτούμενες αλλαγές του κανονισμού χρηματοδότησης, προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την εφαρμογή του.
Το συγκεκριμένο πλαίσιο διαπραγμάτευσης του υπουργείου Υποδομών, έκτασης 160 σελίδων, πέρασε με επιτυχία από πέντε γενικές διευθύνσεις της ΕΕ, στα ερωτήματα των οποίων οι δύο γενικοί γραμματείς απάντησαν εγγράφως, καθώς και με δύο παρουσιάσεις στις Βρυξέλλες, ενώ σημαντική υποστήριξη παρείχε η ειδική γραμματέας ΕΣΠΑ κυρία Γεωργία Ζεμπελιάδου. Επίσης, ουσιώδης είναι η συνεισφορά του επικεφαλής της Ομάδας Δράσης για την Ελλάδα κ. Χορστ Ράιχενμπαχ, ο οποίος υποστήριξε την πρωτοβουλία, ενώ αποτελεσματική ήταν και η κινητοποίηση των ελλήνων ευρωβουλευτών.
Η κεντρική ιδέα του σχεδίου είναι η δημιουργία ενός Μηχανισμού Επιμερισμού Χρηματοοικονομικού Κινδύνου (Risk Sharing Instrument), μέσα από τη δέσμευση 1,6 δισ. ευρώ από το ΕΣΠΑ για την εγγυοδοσία της ΕΤΕπ, η οποία με τη σειρά της θα δανειοδοτήσει με μεγαλύτερα ποσά τις παραχωρήσεις ή ακόμη και θα εξαγοράσει τα μερίδια των τραπεζών που θέλουν να φύγουν από τα έργα.
Το θετικό κλίμα διαπίστωσε και η νέα υπουργός Ανάπτυξης κυρία Αννα Διαμαντοπούλου στις συναντήσεις της με τον επίτροπο Περιφερειακής Πολιτικής κ. Γιοχάνες Χαν και τον κ. Ράιχενμπαχ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ