Βερολίνο

Απειλές, αντεγκλήσεις, συγκρούσεις: Αυτή την εικόνα αλληλοσπαραγμού έδιναν οι ευρωπαϊκές πρωτεύουσες λίγες ώρες πριν από την έναρξη της διάσκεψης κορυφής στις 8 και 9 Δεκεμβρίου στις Βρυξέλλες.

Χαρακτηριστικό γι αυτό ήταν οι σημερινές δηλώσεις εκπροσώπου της Άνγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο. «Είμαι πιο απαισιόδοξος, από ότι ήμουν πριν από μια, ή δυο εβδομάδες» είπε. «Ορισμένοι κύκλοι στην Ευρώπη δεν έχουν καταλάβει ακόμη τη σοβαρότητα της κατάστασης. Κι αυτό δυσχεραίνει την εξεύρεση λύσης για το ευρώ».

Οι κύκλοι αυτοί, πρόσθεσε, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και η «γραφειοκρατία των Βρυξελλών» και ιδιαίτερα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ηέρμαν βαν Ρομπάι, έχουν ανοίξει πάλι το «κιβώτιο με τα τεχνάσματα» για να επιτύχουν στη σύνοδο έναν «κίβδηλο συμβιβασμό» που θα αποτρέψει την αναγκαία αλλαγή των Ευρωπαϊκών Συνθηκών.

Παρόλα αυτά, πρόσθεσε, η καγκελάριος είναι αποφασισμένη όσο ποτέ άλλοτε να επιβάλλει τις απόψεις της. Και αυτές συνοψίζονται σε μια φράση: «Περιορισμένη, αλλά ουσιώδης αλλαγή» των Ευρωπαϊκών Συνθηκών που θα αφορούν αποκλειστικά το χώρο της ευρωζώνης.

Τα σημεία-κλειδιά αυτής της αλλαγής, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι δυο: Πρώτον, η κατάθεση ισοσκελισμένων προϋπολογισμών από όλες τις χώρες-μέλη της νομισματικής ένωσης, που θα ελέγχονται και θα «προσαρμόζονται» εν ανάγκη – σε περίπτωση απόκλισης από τους συμφωνηθέντες στόχους – από την Επιτροπή.

«Εάν η Κομισιόν διαπιστώσει παραβίαση του ανώτατου ορίου του 3% στο έλλειμμα του προϋπολογισμού, θα υπάρξουν αυτόματες επιπτώσεις, εκτός και εάν τα μέλη-κράτη αποφασίσουν (σ.σ.:στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) κάτι άλλο με ειδική πλειοψηφία» είπε.

Επιπλέον, πρόσθεσε, το δικαίωμα της Επιτροπής δεν θα περιορίζεται, όπως μέχρι τώρα, σε μια «σύσταση» για τον περιορισμό του ελλείμματος. Μελλοντικά θα υπάρξει μια νομικά υποχρεωτική συμφωνία που θα προβλέπει το πως ένα κράτος-μέλος «θα μπορεί να επιστρέψει από το στάδιο του ελλείμματος σε μια φυσιολογική κατάσταση».

Το δεύτερο σημείο κλειδί, πρόσθεσε, είναι ένα «φρένο στα ελλείμματα» κατά το γερμανικό πρότυπο, η αξιοπιστία του οποίου θα ελέγχεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Το φρένο αυτό, είπε, θα καθορίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, θα εφαρμόζεται σε εθνικό, και θα ελέγχεται με ενισχυμένο τρόπο από ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Η εμπλοκή, και μαζί με αυτήν, η αναβάθμιση των ευρωπαϊκών θεσμών στον έλεγχο, πρόσθεσε, «αποτελεί τον πολιτικό πυρήνα των αλλαγών».

Ο εκπρόσωπος απέκλεισε οποιοδήποτε συμβιβασμό κάτω από αυτό το επίπεδο. «Δεν πρόκειται να αποδεχθούμε την υποκατάσταση της αλλαγής των συνθηκών από οποιαδήποτε από οποιαδήποτε, „δημιουργική“ ερμηνεία των ήδη υπαρχουσών Συνθηκών» είπε.

Ταυτόχρονα απέρριψε κάθε πρόταση για τη χρησιμοποίηση «πλαγίων μέσων» στην επιβολή των γερμανικών στόχων. Τόσο το πρωτόκολλο 12, όσο και το άρθρο 126 της Συνθήκης της Λισαβόνας, τόνισε, δεν μπορούν να στηρίξουν τις αναγκαίες αλλαγές στα γενετικά λάθη του ευρώ. «Τυχόν καταχρηστική ερμηνεία τους θα είναι έωλη και θα περιπλέξει επιπλέον την κατάσταση» είπε.

Το Βερολίνο και το Παρίσι θα κάνουν ότι μπορούν για να έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του χρόνου η συζήτηση των νέων μέτρων («είμαστε έτοιμοι να κάνουμε όσες συναντήσεις είναι αναγκαίες γι αυτό» είπε) έτσι ώστε η επικύρωσή τους από τα εθνικά κοινοβούλια να έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη Μαρτίου του 2012.

«Αν αυτό δεν γίνει δυνατό με τις 27 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα επιδιώξουμε να γίνει με τις 17 χώρες της ευρωζώνης, συν τις άλλες χώρες, από τις υπόλοιπες 10, που συμφωνούν με τις αλλαγές» είπε. Ο αριθμός των πρόσθετων χωρών, υπολόγισε, είναι 4-5, ή και περισσότερες.

Σε αυτή την περίπτωση, η αλλαγή θα γίνει μέσω μιας συμφωνίας μεταξύ των «θιγόμενων» ήτοι των «17 συν» χωρών, η οποία θα εντάσσεται στο διεθνές δίκαιο και θα είναι ανάλογη με εκείνη για το μόνιμο ταμείο στήριξης ESM.

Μια τέτοια διαδικασία-εξπρές είναι εντελώς ασυνήθιστη, παραδέχθηκε (αν ληφθεί υπόψη, ότι για τη συνομολόγηση των Συνθηκών της Λισαβόνας χρειάστηκαν 10 χρόνια) είναι όμως «ρεαλιστική» – φτάνει οι υπεύθυνοι να καταλάβουν όντως «τη σοβαρότητα της κατάστασης».

Ο ίδιος εκπρόσωπος απέρριψε για μια άλλη φορά την έκδοση ευρωομολόγων, καθώς και πρωτοβουλίες για μια κεντρικά καθοδηγούμενη πολιτική ανάπτυξης. «Θα πρέπει επιτέλους να απελευθερωθούμε από τη ψευδαίσθηση, ότι οι κρατικές επενδύσεις μπορούν να δώσουν νέα ορμή στην οικονομία» είπε. «Αυτό μπορεί να γίνει, μόνο εάν η Επιτροπή και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών διαμορφώσουν υποδομές στην Ευρώπη, που θα ευνοούν τις ιδιωτικές επενδύσεις».

Παράλληλα διέψευσε τις φήμες, ότι το προσωρινό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας EFSF θα διατηρηθεί δίπλα στο μόνιμο ταμείο ESM, τα «εγκαίνια» του οποίου επισπεύδονται (από τα μέσα του 2013 στα μέσα του 2012), έτσι ώστε από τη συνεργία τους να διπλασιαστεί η δύναμη πυρός τους και να προσεγγίσει τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ. «Την ημέρα έναρξης της λειτουργίας του ESM θα καταργηθεί το EFSF» είπε.

Συγχρόνως εκθείασε τα πλεονεκτήματα του ESM έναντι του EFSF. «Έχουν ποιοτικές διαφορές» είπε. Το ESM είναι, πρώτον, οργανισμός διεθνούς δικαίου και όχι ιδιωτικού, όπως το EFSF. Δεύτερον, διαθέτει ίδια κεφάλαια ύψους 80 δισεκατομμυρίων ευρώ – σε αντίθεση με το EFSF, που στηρίζεται μόνο σε εγγυήσεις διάφορων χωρών. Και, τρίτον, είναι οργανωμένο κατά το πρότυπο του ΔΝΤ, κάτι που το κάνει πολύ πιο αποτελεσματικό.

Οι σημερινές δηλώσεις του εκπροσώπου εξέπληξαν όχι τόσο για το περιεχόμενό τους (αυτό ήταν γνωστό ήδη από τη συνάντηση του γάλλου προέδρου Νικολά Σαρκοζί με την κ.Μέρκελ τη Δευτέρα στο Παρίσι) όσο από τη μορφή τους.

Η καγκελάριος δεν είχε διαχωρίσει ποτέ προηγουμένως τους ευρωπαίους εταίρους σε «σοβαρά» και «μη σοβαρά» σκεπτόμενους, όπως και δεν είχε κατηγορήσει ποτέ ευρωπαίους υπεύθυνους, ότι χρησιμοποιούν το «κιβώτιο με τα τρικ» για ιδιοτελείς σκοπούς.

Τώρα στιγματίζει προκαταβολικά τους μη πειθήνιους εταίρους, προφανώς για την περίπτωση αποτυχίας της συνόδου κορυφής στις 8 και 9 Δεκεμβρίου.

«Το Βερολίνο διασπείρει φόβους» έγραψε χαρακτηριστικά η οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt». Μόνο που η διασπορά κατέληξε ήδη σε μπούμερανγκ: Αμέσως μετά τις δηλώσεις του εκπροσώπου, ο δείκτης DAX του χρηματιστηρίου της Φρανκφούρτης έπεσε κατά 1,1%. «Οι αγορές ανησύχησαν επιπλέον, αντί να καθησυχάσουν» συμπέρανε αναλυτής.

Οι απειλές της κ.Μέρκελ δεν πήραν βέβαια συγκεκριμένη μορφή – και ούτε μάλλον θα πάρουν ποτέ τέτοια, σε βαθμό που να θέσουν σε κίνδυνο την Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι όμως ενδεικτικές για το γεγονός, ότι το παιχνίδι χοντραίνει επικίνδυνα. Και ότι ο γαλλογερμανικός οδοστρωτήρας είναι ήδη καθοδόν για να ισοπεδώσει κάθε άλλη διαφορετική γνώμη στην Ευρώπη – χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια, ότι δεν θα μπορούσε να προσκρούσει σύντομα σε ίσως ανυπέρβλητα εμπόδια.