Τον Αύγουστο του 2007 πολλοί απόρησαν όταν άκουσαν τη ΝΔ να ζητεί πρόωρες εκλογές με επίκληση τη δυσκολία κατάρτισης του προϋπολογισμού. Κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μία ισχυρή κυβέρνηση (με άνετη υπεροχή 15 εδρών) αδυνατούσε να συντάξει προϋπολογισμό και θα τα κατάφερνε καλύτερα με την εύθραυστη πλειοψηφία των δύο εδρών και ενισχυμένα τα μικρά κόμματα διαμαρτυρίας. Φυσικά τώρα όλοι γνωρίζουν ότι ο κρυφός λόγος των εκλογών ήταν η αποφυγή του σκανδάλου των «δομημένων ομολόγων» και ότι η κατάρτιση του προϋπολογισμού ήταν απλώς άλλη μια επικοινωνιακή φάρσα της ΝΔ.


Ακόμη και έτσι όμως αρκετοί περίμεναν τουλάχιστον μία επίφαση σοβαρότητας στη δημοσιονομική διαχείριση. Επεσαν έξω και πάλι. Ο προϋπολογισμός του 2008 συνέχισε την ασύμμετρη φορολογική αναδιανομή με χαμηλότερους φόρους στα κέρδη, βαρύτερους έμμεσους φόρους στα νοικοκυριά και περιορισμό των δημοσίων επενδύσεων. Οταν η πιστωτική κρίση άρχισε να εξαπλώνεται, έγινε φανερό σε όλους ότι χρειαζόταν μια άλλη δυναμική οικονομική πολιτική, αλλά η ΝΔ ατάραχη συνέχισε να υπνωτίζεται από τον αντίλαλο της φωνής της. Ακόμη και τον περασμένο Μάιο έλεγε ότι «όλα πάνε καλά» με τα έσοδα, ενώ το υπουργείο Ανάπτυξης έβγαζε τις σκουριασμένες σάλπιγγες της Αγορανομίας για να γκρεμίσει τα τείχη της ακρίβειας!


Οπως ήταν αναμενόμενο, τίποτε δεν κατόρθωσαν αλλά, ω του θαύματος, η κυβέρνηση ανακάλυψε τώρα τη διεθνή κρίση και προσπαθεί να δικαιολογήσει τη δυσπραγία της οικονομίας και την κατάρρευση των εσόδων ως εισαγόμενη συνέπεια. Ο,τι αγνόησε να δει εγκαίρως ως απειλή, θέλει εκ των υστέρων να το χρησιμοποιήσει ως οδό επικοινωνιακής διαφυγής. Δεν πρέπει όμως να το επιτρέψουμε για δύο λόγους:


Πρώτον, η κατάρρευση των άμεσων φόρων που ομολόγησε η ίδια η κυβέρνηση πριν από λίγες ημέρες είναι το φυσιολογικό αποτέλεσμα της δικής της πολιτικής με την οποία μείωσε απερίσκεπτα τη φορολογία κερδών στο 25%, επανέφερε τις σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές στις εταιρείες offshore που είχαν καταργηθεί το 2002 και νομοθέτησε περίεργες διευκολύνσεις στον επαναπατρισμό των κεφαλαίων που φυγαδεύτηκαν από τη χώρα για να μη φορολογηθούν.


Δεύτερον, η κατάρρευση των έμμεσων φόρων οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι ξηλώθηκαν εν μια νυκτί οι ελεγκτικοί μηχανισμοί της Εφορίας χωρίς να αντικατασταθούν από καλύτερους όσο και στα «στραβά μάτια» που έκανε η κυβέρνηση στην παρακράτηση του ΦΠΑ από πολλές επιχειρήσεις, ενώ αυτές τον εισέπρατταν κανονικά από τους καταναλωτές. Παρά την αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ κατά 1% σε όλα τα είδη, παρά τη θέσπιση ειδικών φόρων και παρά τη διογκωμένη βάση υπολογισμού του φόρου στα καύσιμα λόγω της καλπάζουσας τιμής του πετρελαίου, οι έμμεσοι φόροι που εισπράττονται έπεσαν ως ποσοστό του ΑΕΠ περίπου κατά μία μονάδα από το επίπεδο του 2003, όταν κανείς από αυτούς τους παράγοντες δεν υπήρχε!


Ακόμη και με τους πιο μέτριους υπολογισμούς οι εσκεμμένες απώλειες στην είσπραξη των φόρων ξεπερνούν τα 4 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο. Ας σκεφθεί κάποιος τι θα μπορούσε να είχε γίνει στην ελληνική οικονομία με αυτά τα χρήματα διαθέσιμα. Πόσες ενισχύσεις θα μπορούσαν να δοθούν στα φτωχά νοικοκυριά για τον δύσκολο χειμώνα. Πόσες οικογένειες θα γλίτωναν το σπίτι τους από τον πλειστηριασμό. Πόσοι δρόμοι θα μπορούσαν να σκάβονται στην περιφέρεια και πόσα νοσοκομεία θα λειτουργούσαν καλύτερα. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η κυβέρνηση αντί πολιτικής καταφεύγει σε επικοινωνιακές φάρσες, όπως άλλωστε έκανε με την πλαστή διόγκωση του ΑΕΠ ή με τη δήθεν «απογραφή» που μας οδήγησε στην κοινοτική επιτήρηση. Είναι όμως η πρώτη φορά που μια φάρσα μας στοιχίζει τόσο πολύ, θα μας οδηγήσει στη δεύτερη επιτήρηση και – αντίθετα από τη δημοφιλή ρήση του Μαρξ – εξελίσσεται σε οικονομική τραγωδία για τον πολίτη.


Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.