Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια προκάλεσε αμηχανία στους πολιτικούς κύκλους της ευρωζώνης, απορία στις διεθνείς αγορές και νέα κύματα ανησυχίας στους πολίτες για το τι άλλο αρνητικό θα επακολουθήσει. Υπάρχει όμως και μια μεγάλη αντίφαση σε αυτή την κίνηση: όταν το περασμένο φθινόπωρο διαπιστώθηκε ότι το πετρέλαιο θα παραμείνει ακριβό και φάνηκαν τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης ύφεσης, οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου (μαζί και η ΕΚΤ) αποφάσισαν μια από τις μεγαλύτερες παρεμβάσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας που είχαν γίνει ποτέ στην ιστορία, ύψους 50 δισ. δολαρίων. Η παρέμβαση εκείνη χαιρετίστηκε ως σωστή κίνηση, αν και δυστυχώς δεν είχε την αποτελεσματικότητα που περίμεναν.


Τώρα και τα δύο ανησυχητικά φαινόμενα του φθινοπώρου όχι μόνο δεν εξασθένησαν, αλλά έχουν ενταθεί ακόμη περισσότερο. Το πετρέλαιο ξέφυγε από τα 145 δολάρια και η ύφεση στην Ευρώπη έρχεται πιο αδυσώπητη από ποτέ. Ηδη οι αγορές διαισθάνονται ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης θα προσγειωθούν στο μηδέν, πιο χαμηλά δηλαδή ακόμη και από την εποχή του πολέμου στο Ιράκ το 2003, τότε που είχε παραλύσει η διεθνής οικονομία. Σε αυτή την περίπτωση όμως οι αποφάσεις της ΕΚΤ θα έπρεπε να είναι στην ίδια κατεύθυνση στήριξης της κατανάλωσης και των επενδύσεων, και μάλιστα σε πολύ πιο έντονο βαθμό από το περασμένο φθινόπωρο.


Η ΕΚΤ φαίνεται να προσκολλήθηκε μόνο στη στόχευση του πληθωρισμού, παραμερίζοντας την ανάγκη τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας που τόσο επιτακτικά χρειάζεται σήμερα η Ευρώπη. Η προτεραιότητα να καταπολεμηθεί ο πληθωρισμός με αύξηση των επιτοκίων είναι σωστή πολιτική για τις οικονομίες της Ινδίας, της Κίνας και της Ρωσίας, που έχουν έντονη ανάπτυξη και πιέζουν ανταγωνιστικά τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Για την Ευρώπη όμως είναι το λάθος μέτρο, τη λάθος στιγμή και, πολύ φοβάμαι, με ασήμαντο αποτέλεσμα ακόμη και για τον πληθωρισμό.


Ο κ. Ν. Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός.