Οταν σουρουπώνει στο βουβό τσιμεντάδικο της Χαλκίδας κραυγές αμετανόητων εργατών σκίζουν, λέγεται κάθε τόσο, τον αέρα. Ακούγονται σαν προσκλητήρια σε κάποια μυθική, σχεδόν θεϊκή δύναμη. Για να το σώσει από όσους στον βωμό ιδιοτελών συμφερόντων, αγνοώντας υπεροπτικά το κοινό συμφέρον και για λόγους γοήτρου, έχουν ναρκοθετήσει το μέλλον του.


Μόνο μια λέξη-κάλεσμα σκεπάζει, καθώς βραδιάζει, τις νύχτες μετά την 15η Απριλίου την εκνευριστική σιγή στο εργοστάσιο της ΑΓΕΤ Ηρακλής στο Μικρό Βαθύ της Αυλίδας, το μόνο «απείθαρχο» της τσιμεντένιας γαλλικής αυτοκρατορίας τής Lafarge των 152 εργοστασίων και των 72.000 εργαζομένων ανά τον κόσμο:


Ηρακλήηη…, Ηρακλήηη…


Και ξανά και ξανά!


Στο κλειστό από τις 15 Απριλίου τσιμεντάδικο της Χαλκίδας, που ανήκει στην ΑΓΕΤ-Ηρακλής, την κατά 78,7% πλέον θυγατρική της γαλλικής τσιμεντοβιομηχανίας Lafarge μετά την απόκτηση από την τελευταία τού μεριδίου 26% που κατείχε η Εθνική Τράπεζα, δεν διαφαίνεται ακόμη έδαφος συνεννόησης. Τα δύο αντίπαλα «στρατόπεδα», η εργοδοσία και το σωματείο των περίπου 550 εργαζομένων, στους οποίους δόθηκε ξαφνικά κανονική άδεια μετά αποδοχών, συνεχίζουν να ξιφουλκούν εκ του μακρόθεν, ανταλλάσσοντας δηλητηριώδη σχόλια.


Ορισμένοι κάνουν λόγο για σύγκρουση ανάμεσα σε «Ταλιμπάν» της οικονομικής σκέψης, αν και αμφότεροι οι βασικοί πρωταγωνιστές τού δράματος, οι επικεφαλής της ΑΓΕΤ-Ηρακλής και του σωματείου των εργαζομένων, υποστηρίζουν ότι δεν αρνούνται τον διάλογο.


Η Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Τσιμέντων Ελλάδας και η ΓΣΕΕ, κατά πληροφορίες, ζήτησαν και από τον ΣΕΒ να παρέμβει συμβιβαστικά, ενώ αναμένονται στην Ελλάδα γάλλοι και άλλοι συνδικαλιστές-εκπρόσωποι της πανευρωπαϊκής εργατικής οργάνωσης του κλάδου. Η κυβέρνηση εξάλλου έχει κληθεί να αναλάβει μεσολαβητική πρωτοβουλία για την άρση του διαφαινόμενου αδιεξόδου. Η ΑΓΕΤ-Ηρακλής, εν τω μεταξύ, προχώρησε στην κατάθεση αγωγής εναντίον συνδικαλιστών των εργαζομένων, κάνοντας σαφές ότι επιδιώκει είτε την απόλυση είτε την περιθωριοποίησή τους.


«Αρνούμαστε μονομερείς αποφάσεις»


Ο έτερος πρωταγωνιστής τού δράματος και κατά τη Lafarge υπεύθυνος για όλα είναι ο έλληνας φυσικά πρόεδρος του σωματείου των εργατοϋπαλλήλων της μονάδας της Χαλκίδας κ. Ηλίας Κούκουρας (φωτογραφία). Στο παρασκήνιο παρομοιάζεται από τους επικριτές του περίπου ως εξτρεμιστής μετανάστης των παρισινών προαστίων.


Δεν δέχεσθε – ερωτάται – ότι με πράξεις και παραλείψεις σας, ως προεδρείο του σωματείου, καταστήσατε αναγκαία την παρουσία των ΜΑΤ και εμποδίσατε την αποκατάσταση βλαβών από τρίτους, εξωθώντας τη σύγκρουση στα άκρα;


«Τη «σύγκρουση στα άκρα» εξώθησε η ΑΓΕΤ-Lafarge, όταν αποφάσισε να μην εφαρμόσει τα πρακτικά συμφωνίας μας της 8ης Αυγούστου του 2002 σχετικά με τους όρους χρησιμοποίησης εργολάβων και συμφωνίας μας της 11ης Νοεμβρίου του 2002 σχετικά με τις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού» είναι η απάντησή του. «Με τα ΜΑΤ θέλησε να καταργήσει ακόμη και το δικαίωμά μας να έχουμε δουλειά» προσθέτει.


Ιδού τι απαντά και όταν τον ερωτούν αν θεωρεί τόσο μείζονος σημασίας και αδιαπραγμάτευτη τη διατήρηση συμφωνιών τού παρελθόντος οι οποίες, όπως ισχυρίζεται η εταιρεία, ισοδυναμούν με συνδιοίκηση και καθιστούν ανέφικτη την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. «Δεν αρνηθήκαμε ποτέ τον διάλογο. Αρνούμαστε τον «διάλογο» υπό την προϋπόθεση να δεχτούμε μονομερείς αποφάσεις της εις βάρος των δικαιωμάτων μας. Τα πρακτικά συμφωνίας που παραβιάζει ή δεν εφαρμόζει σε καμία περίπτωση δεν προσκρούουν στο «διευθυντικό δικαίωμά» της και αυτό επιβεβαιώνεται με δύο δικαστικές αποφάσεις, την 142/2005 του Εφετείου Αθήνας και την 52/2007 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας».


Είναι δυνατόν ωστόσο να μη θέτει σε πρώτη μοίρα τη διασφάλιση του μέλλοντος του εργοστασίου με τους όρους εργασίας τουλάχιστον που ισχύουν στα υπόλοιπα εργοστάσια του ομίλου στην Ελλάδα και διεθνώς όπως φέρεται να προτείνει η εταιρεία; «Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αυτούς που ισχύουν στα εργοστάσια της Lafarge ανά τον κόσμο και δεν πιστεύω ότι στον υπόλοιπο όμιλο στην Ελλάδα εφαρμόζονται οι «όροι εργασίας» που σχεδιάζει για εμάς, όπως η κατάργηση συμβάσεων εργασίας, η δημιουργία πολυ-ειδικότητας, οι εσωτερικές μεταθέσεις σε άσχετες ειδικότητες, η εντατικοποίηση με εργασία σε περισσότερες από μία ή δύο ειδικότητες και η παραβίαση του νόμιμου προγράμματος εργασίας» αντιτείνει.


Να πιστεύει άραγε ότι η Lafarge θα τολμούσε να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο, για πάντα ή για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν δεν γίνουν δεκτά αυτά που ζητεί; «Αν μια σοβαρή επιχείρηση, όπως η ΑΓΕΤ-Lafarge, φτάσει στο σημείο να εκβιάσει τους εργαζομένους της να συναινέσουν σε μη νόμιμους «όρους εργασίας», διαφορετικά δεν θα έχουν εργασία, δεν θα είναι πλέον σοβαρή επιχείρηση» υπεκφεύγει.


Ως υπεκφυγή ακούγεται και η απάντησή του όταν ερωτάται πώς εξηγεί το γεγονός ότι με τα άλλα σωματεία του ομίλου η Lafarge «τα έχει βρει» αλλά με αυτό της Χαλκίδας, όχι. «Ο βασικός λόγος» αναφέρει «είναι ότι υπάρχει επιλεκτική επιθετική συμπεριφορά κατά των συμφωνιών του σωματείου μας. Για παράδειγμα, εκτός από τα δύο επίμαχα πρακτικά, υπάρχει σε εξέλιξη από το 2004 δικαστική διαμάχη, η οποία έχει κριθεί πρωτοδίκως υπέρ του σωματείου μας, επειδή η ΑΓΕΤ-Lafarge θεώρησε διευθυντικό της δικαίωμα και προχώρησε μονομερώς σε κατάργηση και άλλης συμφωνίας, η οποία εφαρμοζόταν από το 1984 και προέβλεπε καταβολή αυξήσεων σε ορισμένα επιδόματα. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει με τα υπόλοιπα σωματεία και πιστεύω πως, αν συμβεί, θα αντιδράσουν» καταλήγει.


ΣΑΑΝΤ ΣΕΜΠΑΡ «Καλύτερα κλειστό, αν χρειάζονται ΜΑΤ…»


Ο ένας πρωταγωνιστής τού δράματος και κατά το σωματείο των εργαζομένων βασικός υπεύθυνος όσων διαδραματίζονται είναι ο γάλλος επιτετραμμένος της Lafarge στην Ελλάδα και διευθύνων σύμβουλος της ΑΓΕΤ Ηρακλής κ. Σαάντ Σεμπάρ (φωτογραφία). Ορισμένοι από τους επικριτές του τον κατηγορούν ως «φονταμενταλιστή» της καπιταλιστικής ομογενοποίησης.


«Αν πρόκειται το εργοστάσιο να χρειάζεται τα ΜΑΤ για να λειτουργήσει, καλύτερα να είναι κλειστό…» υποστηρίζει. «Πώς με τα οκτώ σωματεία των εργαζομένων στον όμιλο οι σχέσεις μας εξελίσσονται ομαλά και με το ένατο είναι αδύνατον να συμφωνήσουμε;» είναι το ρητορικό ερώτημα που θέτει. Η λειτουργία της μονάδας θα γίνει, αν και όποτε γίνει, «σύμφωνα με τις παγκόσμιες προδιαγραφές για την ασφάλεια, την ποιότητα και την αποδοτικότητα» που έχει θεσπίσει η Lafarge. Ωστόσο προτιμά να αφήνει δύο φορές αναπάντητο το ερώτημα κατά πόσον η ανακοίνωση από τα τέλη του 2006 προγράμματος εθελουσίας εξόδου μέρους του προσωπικού τού ομίλου και η πρόβλεψη του ισολογισμού του περί δαπάνης τουλάχιστον 15 εκατ. ευρώ για αποζημιώσεις προσωπικού εντός του 2007 σχετίζονται ή όχι με το μέλλον των θέσεων εργασίας και του προσωπικού τής μονάδας της Χαλκίδας. Για την επανάληψη του διαλόγου με το σωματείο των «Γαλατών» της Χαλκίδας θέτει «προαπαιτούμενα».


Δεν παραλείπει να επισημαίνει, σαν να μην ήταν αναμενόμενο, πως το κόστος παραγωγής τού τσιμέντου στα περίχωρα του Καΐρου είναι το 1/3 αυτού της Χαλκίδας.


Τι θα ήθελε άραγε να γίνει ώστε η εταιρεία να ανακαλέσει την απόφασή της να θέσει σε κανονική άδεια μετά αποδοχών το προσωπικό τού εργοστασίου και να το επαναλειτουργήσει άμεσα; «Δεν θέλουμε μια τεχνητή και προσωρινή επίλυση του ζητήματος, αλλά εγγυήσεις ότι δεν θα επαναληφθούν απαράδεκτα φαινόμενα του παρελθόντος» είναι η θέση του, καθώς δεν γνωρίζει, όπως αναφέρει, αν υπάρχουν προϋποθέσεις για μια ουσιαστική και όχι τυπική επανέναρξη του διαλόγου με το σωματείο των εργαζομένων. Οπως υποστηρίζει, οι κλίβανοι του εργοστασίου «σταμάτησαν με ευθύνη του σωματείου 14 φορές από τον περασμένο Νοέμβριο ως πρόσφατα, όταν κανονικά πρέπει να σταματούν δύο φορές μόνο τον χρόνο για συντήρηση».


Ιδού τι απαντά επίσης όταν ερωτάται αν θεωρεί τη μονάδα αντιοικονομική: «Είναι η λιγότερο ανταγωνιστική ολόκληρου του ομίλου στην Ευρώπη». Ο δείκτης αξιοπιστίας της, με άριστα το εκατό, δεν ξεπερνά, αναφέρει, το ογδόντα.


Αποκλείει έστω το ενδεχόμενο οριστικού λουκέτου; Οχι. «Είναι ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, ακόμη και το κλείσιμο του εργοστασίου, παρ’ ότι δεν είναι στις προθέσεις μας» επιμένει.


Δεν κάνατε – ερωτάται – και εσείς λάθη, δεν νομίζετε ότι με πράξεις και παραλείψεις σας, ως μάνατζμεντ, εξωθήσατε και εσείς τη σύγκρουση στα άκρα; «Βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα, αυτό έχει σημασία, και όχι ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη» κατεβάζει απότομα τους τόνους. Προκάτοχοί του άλλωστε το 2002 είχαν υπογράψει με το σωματείο συμφωνίες τις οποίες ο ίδιος θεωρεί πλέον ασύμβατες με την άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος. Θεωρεί όμως ότι οι εργαζόμενοι της μονάδας «είναι όμηροι ενός προεδρείου του σωματείου που θέλει να παίξει παιχνίδια εξουσίας».