Μια επιχειρηματική προσπάθεια που άρχισε σαν ένα χόμπι βαθύπλουτων επιχειρηματιών στις αρχές της δεκαετίας του 1990, την περίοδο της οικονομικής ευφορίας, πέρασε από διάφορα στάδια, έφθασε ακόμη και στο χείλος της καταστροφής, διασώθηκε εν τέλει και σήμερα είναι μία από τις πιο αξιόλογες παραγωγικές τυροκομικές μονάδες. Πρόκειται για την εταιρεία Ηπειρος ΑΕ που δημιουργήθηκε τον Μάρτιο του 1994, έξω από την Φιλιππιάδα του Νομού Πρεβέζης κοντά στο χωριό Αμμότοπος και τα εγκαίνια του εργοστασίου έχουν καταγραφεί στην κοσμική ιστορία της πόλης των Ιωαννίνων. Ολα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του επιχειρηματικού κόσμου είχαν δώσει το «παρών». Οι δρόμοι των Ιωαννίνων είχαν «μποτιλιαριστεί» από τις λιμουζίνες και τα πουλμανάκια που μετέφεραν τους επιφανείς προσκεκλημένους και τη συνοδεία τους. Δύο χρόνια αργότερα όμως «τα φώτα είχαν σβήσει» και τα προβλήματα λίγο έλειψε να «πνίξουν» αυτή τη φιλόδοξη επιχειρηματική προσπάθεια. Ωσπου τελικά κατέληξε στα χέρια ενός χαμηλών τόνων, αλλά σημαντικού επιχειρηματία του ελληνικού λιανεμπορίου, του κ. Π. Παντελιάδη.


Ολα άρχισαν το 1993 όταν μια μικρή ομάδα δυσαρεστημένων στελεχών αποχώρησε από τη γειτονική συνεταιριστική εταιρεία Δωδώνη, έχοντας τα σχέδια για τη δημιουργία μιας ακόμη μεγάλης τυροκομικής μονάδας στην περιοχή της Ηπείρου, που αποτελεί την «καρδιά» μιας από τις σημαντικότερες ζώνες γάλακτος στην Ελλάδα. Οι έλληνες καταναλωτές ακόμη συνεχίζουν να προτιμούν τη «βαρελίσια» φέτα, δηλαδή τη μη τυποποιημένη, τουλάχιστον στη μεγάλη πλειονότητά τους. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η τάση αυτή ήταν ακόμη πιο μεγάλη. Η τυποποιημένη σε μικρές συσκευασίες φέτα είχε «μαζί της» μία μόνο μικρή ομάδα καταναλωτών, αυξανόμενη βεβαίως, αλλά ωστόσο περιορισμένη. Η δημιουργία μιας «glamorous» επένδυσης στην τυροκομία, και μάλιστα ευθυγραμμισμένης στη μειοψηφική τάση της τυποποιημένης φέτας, είχε προφανώς μεγάλο ρίσκο.


Ο άνθρωπος που έγινε κοινωνός του επιχειρηματικού σχεδίου και ανέλαβε να βρει τους κατάλληλους επενδυτές ήταν ο σημερινός πρόεδρος του Χρηματιστηρίου Αθηνών κ. Σπ. Καπράλος. Κατορθώνει και πείθει ορισμένους σημαντικούς επιχειρηματίες – κανένας εκ των οποίων δεν είχε την παραμικρή σχέση με τον κλάδο των τροφίμων – για τη βιωσιμότητα της επένδυσης. Μεταξύ αυτών ήταν ο κ. Σ. Κόκκαλης του ομίλου της Ιντρακόμ, ο δικηγόρος κ. Τρ. Κουταλίδης, ο κατασκευαστής κ. Σπ. Παπαγεωργίου της ΑΕΓΕΚ, ο ίδιος ο κ. Καπράλος, ο πατέρας του και πρώην πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Ι. Καπράλος, ο εφοπλιστής κ. Β. Κωνσταντακόπουλος, η εταιρεία Strand Holdings, η κυρία Αθηνά Λαναρά και ορισμένοι άλλοι μικρομέτοχοι. Ολοι αυτοί κατέθεσαν ως μετοχικό κεφάλαιο 1,95 δισ. δρχ. (περίπου 5.722.670 ευρώ).


Μάνατζερ της επιχειρηματικής προσπάθειας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος ήταν ο νεαρός τότε κ. Σπ. Καπράλος. Εκτός από την προσδοκία της κερδοφορίας, η επένδυση θα είχε ως αποτέλεσμα – και πράγματι συνέβη – να προσφέρει διέξοδο σε χιλιάδες κτηνοτρόφους μιας φτωχής και αδικημένης περιοχής. Το στήσιμο του εργοστασίου ανατέθηκε σε τεχνοκράτες του κλάδου που γνώριζαν τα προβλήματα της παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων και ειδικότερα της φέτας και της λειτουργίας του εργοστασίου. Ολα φαινόταν ότι πήγαιναν κατ’ ευχήν. Η αγορά της φέτας τότε αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα. Οι εισαγωγές φθηνών λευκών τυριών από τη Βουλγαρία, η κυρίαρχη τάση της «βαρελίσιας» επιλογής μεταξύ των καταναλωτών, η υψηλή τιμή προμήθειας της πρώτης ύλης – η Ηπειρος διαθέτει το ακριβότερο γάλα στην ελληνική αγορά, το οποίο βεβαίως είναι υψηλής ποιότητας – ήταν ορισμένα από τα προβλήματα που ο νεαρός μάνατζερ είχε τότε να αντιμετωπίσει.


Πράγματι το εργοστάσιο λειτούργησε επί δύο χρόνια, το 1995 και το 1996, και μάλιστα με πολύ φιλόδοξους στόχους. Κατόρθωσε να παρασκευάσει άριστης ποιότητας φέτα. Βλέποντας την κυριαρχία του «βαρελιού» στην εσωτερική αγορά, ευθύς εξαρχής δόθηκε έμφαση στις εξαγωγές, μόνο που στους ευρωπαίους καταναλωτές ίσως το πιο αποφασιστικό κριτήριο είναι η τιμή του προϊόντος. Επειδή το νέο προϊόν είχε υψηλό κόστος παραγωγής, «βγήκε» στην εξωτερική αγορά και με υψηλή τιμή. Στην εσωτερική αγορά η διανομή του προϊόντος ανατέθηκε στην εταιρεία Οπτιμα ΑΕ, μια εταιρεία που ανήκει στην οικογένεια Παντελιάδη, η οποία διατηρεί ισχυρή θέση στην αγορά των τυροκομικών προϊόντων. Η εταιρεία αναπροσανατολίστηκε στην εσωτερική αγορά και το προϊόν της τοποθετήθηκε σε όλες σχεδόν τις αλυσίδες των σουπερμάρκετ. Δύο χρόνια αργότερα η νέα εταιρεία μετρούσε ζημιές και μάλιστα υψηλές. Η ζημιά το 1996 ήταν περίπου 1,8 δισ. δρχ. (περίπου 5,3 εκατ. ευρώ).


Παράλληλα οι μέτοχοι διαπίστωσαν ότι το γάλα και η φέτα δεν είναι εύκολες αγορές. Ετσι κατέληξαν στην ιδέα ότι η εταιρεία πρέπει να πωληθεί. Μέσω τραπεζών απευθύνθηκαν σε ξένους ομίλους οι οποίοι πράγματι ενδιαφέρθηκαν πολύ. Από την άλλη πλευρά όμως, η σχέση που είχε αναπτυχθεί με την Οπτιμα έμοιαζε με «αρραβώνα», αφού αυτή καθιέρωσε τη φέτα «Ηπειρος» στην ελληνική αγορά και είχαν κάθε λόγο να την αποκτήσουν. Και φυσικά δεν έβλεπαν «με καλό μάτι» την πώλησή της σε μια ξένη εταιρία. Οπως λέγεται χαρακτηριστικά, όταν μια ομάδα γάλλων επιχειρηματιών επισκέφθηκε τον κ. Παντελιάδη θέτοντάς του το ερώτημα αν στην περίπτωση που αγόραζαν οι ίδιοι την εταιρεία θα ήταν διατεθειμένος να διακινεί τη φέτα, ο ίδιος αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ακόμη ορισμένοι θυμούνται τον κ. Π. Νίκα, επικεφαλής τότε της ομώνυμης αλλαντοβιομηχανίας, να επισκέπτεται με ελικόπτερο την περιοχή, δείχνοντας έτσι το έντονο ενδιαφέρον του για την απόκτηση της επιχείρησης.


Ο εκ των μετόχων έμπειρος και πανέξυπνος κ. Κουταλίδης διαπίστωσε ότι πρώτον, δεν συμβαδίζει με τους αρχικούς στόχους των μετόχων να πωληθεί η εταιρεία σε ξένους και δεύτερον, ότι είναι δίκαιο να μεταβιβαστεί σ’ αυτούς που την ανέδειξαν και φυσικά απέδειξαν ότι ξέρουν τη δουλειά, φωτογραφίζοντας την Οπτιμα. Ακολούθησαν δύο συναντήσεις μεταξύ των κκ. Κουταλίδη και Παντελιάδη και η συμφωνία έκλεισε. Η οικογένεια Παντελιάδη απέκτησε το 100% των μετοχών τον Μάιο του 1997.


Τα προβλήματα που κληρονομήθηκαν ήταν αρκετά. Επρεπε να καλυφθεί η υπάρχουσα λειτουργική ζημιά, να γίνει αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου για να καλυφθούν οι άμεσες ανάγκες και να επεκταθεί το εργοστάσιο για να καλύπτει τους μεγαλεπήβολους στόχους που έθεσε η νέα ιδιοκτησία. Το κατατεθειμένο κεφάλαιο του 1997 υπό το νέο ιδιοκτησιακό καθεστώς, που έγινε και η πρώτη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, ανήλθε σε 2,5 δισ. δρχ. (περίπου 7.336.757 ευρώ). Το 1997 η ζημιά ήταν 2,3 δισ. δρχ. (περίπου 6.719.161 ευρώ). Την ευθύνη ανέλαβε προσωπικά ο ίδιος ο κ. Παντελιάδης. Από το 1997 μέχρι σήμερα έγιναν αλλεπάλληλες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και δύο επεκτάσεις. Τώρα ολοκληρώνεται η τρίτη επέκταση για ένα αυτόνομο συσκευαστήριο με χώρους παραγωγής, ψυγείων και αποθήκευσης 5.000 τ.μ. Το ύψος της επένδυσης ανέρχεται σε 10 εκατ. ευρώ.


Ερευνα για καρτέλ και στη φέτα


Την παρέμβαση της Επιτροπής Ανταγωνισμού για να διερευνήσει κατά πόσο οι τυροκομικές εταιρείες συνέστησαν καρτέλ εις βάρος των παραγωγών πρόβειου και κατσικίσιου γάλακτος ζήτησε ο υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Α. Κοντός μετά τις καταγγελίες των κτηνοτρόφων της Θεσσαλίας ότι οι εταιρείες συμφώνησαν μεταξύ τους και μείωσαν ταυτόχρονα τις τιμές γάλακτος στα 80 λεπτά το λίτρο από 1,05-1,10 ευρώ που ήταν πέρυσι.


Το ζήτημα αυτό θα απασχολήσει την Επιτροπή, η οποία είναι υποχρεωμένη από τον νόμο να ερευνήσει τις συνθήκες της αγοράς και να εκδώσει πόρισμα για τη διάρθρωση του κλάδου, αλλά και για την πολιτική τιμών που ακολουθείται.


Ιδιαίτερη βαρύτητα στην ποιότητα των προϊόντων




Σήμερα η επιχείρηση, από τη μικρή εργοστασιακή μονάδα των 3.000 τ.μ. σε 35 στρέμματα, έχει μετατραπεί στο εργοστάσιο των 10.000 τ.μ. σε 65 στρέμματα, με όλον τον προβλεπόμενο μηχανολογικό εξοπλισμό, όχι μόνο για την παραγωγή τυροκομικών προϊόντων, αλλά και για την προστασία του περιβάλλοντος (όπως βιολογικός καθαρισμός, συμπυκνωτής τυρογάλακτος, αποτεφρωτής ακατάλληλων κτλ.).


Η ανάπτυξη της εταιρείας τα τελευταία χρόνια είναι εντυπωσιακή. Σήμερα παράγονται πολλά παραδοσιακά ελληνικά τυριά, φέτα, γιδοτύρι, γραβιέρα, κεφαλογραβιέρα, κεφαλοτύρι, μυζήθρα και το περίφημο λιωμένο βούτυρο, όλα με την επωνυμία «Ηπειρος», ενώ στο συσκευαστήριο, που λειτουργεί σε δωδεκάμηνη βάση, συσκευάζονται όχι μόνο τα παραγόμενα προϊόντα, αλλά και πολλά άλλα τυροκομικά που εισάγει και διανέμει η Οπτιμα ΑΕ. Οπως επισημαίνεται, ιδιαίτερη βαρύτητα έχει δοθεί στην ποιότητα των προϊόντων και στην υγιεινή διακίνηση τόσο της πρώτης ύλης, δηλαδή του γάλακτος, όσο και των παραγομένων προϊόντων.


Η εταιρεία διαθέτει ISO ανανεωμένο και HACCP, απασχολεί περίπου 120 άτομα μόνιμο προσωπικό και μαζί με τους εποχιακούς 150 εργαζομένους. Οι πωλήσεις το 2005 ανήλθαν στα περίπου 20 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κάθε χρόνο, ενώ έπειτα από αλλεπάλληλες αυξήσεις το μετοχικό της κεφάλαιο ανέρχεται στα 11.010.000 ευρώ, τα κέρδη της στα 1.125.187 ευρώ και η εναπομείνασα ζημιά προς κάλυψη είναι 4.685.929 ευρώ. Η έμφαση της διοίκησης είναι στην ανάπτυξη νέων προϊόντων· εξάλλου, είναι η πρώτη που παρήγαγε το γιδοτύρι και το γιδοτύρι light, ενώ πρώτη κυκλοφόρησε τη συσκευασμένη φέτα σε άλμη.