Μέτρα πολιτικής, μη ανατρεπτικά των κατεστημένων δομών, των διαρθρωτικών και θεσμικών χαρακτηριστικών του γενικού πλαισίου της οικονομίας, συγκεντρώνουν, συνήθως, συμμαχίες σε πολιτικό και συνδικαλιστικό επίπεδο, εξασφαλίζοντας την αναγκαία συναίνεση για την αναίμακτη εφαρμογή των. Πολλάκις, μάλιστα, για να υποστηριχθεί το βάσιμο της ήπιας οικονομικής πολιτικής, δηλαδή της βαθμιαίας προκλήσεως των αλλαγών που απαιτούν οι ανάγκες της οικονομίας, γίνεται επίκληση του ρητορικο-φιλοσοφικού αποφθέγματος «η φύση δεν κάνει άλματα».


Θα ήταν κανείς ανερμάτιστος να αντιταχθεί στην αρχή της συναινέσεως ως διαδικασίας που βοηθεί σε βραχυπροθέσμως επίπονες αλλαγές. Ωστόσο, υπάρχουν αλλαγές, κρίσιμες για την ανάπτυξη, για τις οποίες ούτε ενδείκνυται η ήπια πολιτική, διότι η βαθμιαία προσαρμογή θα συντηρεί το αντιαναπτυξιακό κλίμα και θα αποτρέπει την εισροή επιχειρηματικών κεφαλαίων και την ανάληψη επενδυτικών κινδύνων από την εγχώρια επιχειρηματική τάξη, αλλ’ ούτε είναι εφικτή στο απαιτούμενο επίπεδο. Τα πλεονεκτήματα π.χ. της απελευθερώσεως της αγοράς εργασίας δεν είναι ευχερώς κατανοητά από τη μεγάλη πλειονότητα των μισθωτών, ενώ από πλευράς εκπροσώπων των μισθωτών αντιμετωπίζονται ως καταπάτηση των ιερών και οσίων της εργατικής τάξεως. Τα πλεονεκτήματα, αντιθέτως, από την ιδιωτικοποίηση δημοσίων επιχειρήσεων αφορούν στην οικονομία εν συνόλω, διότι βελτιώνουν την αποτελεσματικότητα αυτών, ενώ τα συμφέροντα των εις αυτές απασχολουμένων πλήττονται. Το διατί, όποιος ενδιαφέρεται θα το διαπιστώσει συγκρίνοντας τις αμοιβές των μισθωτών των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών στη χώρα μας με τις αμοιβές αντιστοίχων επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, ίσως δε και με τις αμοιβές ομοειδών δημοσίων επιχειρήσεων χωρών με πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.


H εμπειρία διδάσκει ότι όσες χώρες τόλμησαν και έθεσαν «τον δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων» επέτυχαν και διατηρούν επί μακράν σχετικώς περίοδο υψηλούς ρυθμούς αναπτύξεως και χαμηλά επίπεδα ανεργίας.


Ασφαλώς, η νέα κυβέρνηση είχε την ατυχία να ευρεθεί ενώπιον υφεσιακής τάσεως της οικονομίας και δημοσιονομικών ελλειμμάτων και χρέους που είναι υποχρεωμένη συμβατικώς, αλλά και κατ’ ουσίαν, να αντιμετωπίσει. Εχει δε να αντιμετωπίσει και την απογοήτευση των πολιτών για τη χρονική αναβολή ικανοποιήσεως των προσδοκιών που είχαν διαμορφώσει με βάση το οικονομικό πρόγραμμα. H κατάσταση είναι, πράγματι, δύσκολη. Είναι δε απολύτως κατανοητή, ανεξαρτήτως βραχυπροθέσμων επιπτώσεων, η λήψη πρόσφορων μέτρων για τη δημοσιονομική εξυγίανση, που μοιραίως οδηγεί την ικανοποίηση των προσδοκιών σε ευθετότερο χρόνο. Εν τούτοις, οι διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, που είναι κατ’ εξοχήν αναπτυξιακές και μακροπροθέσμου αποδόσεως, δεν υπάρχει κανένας λόγος για να αναβληθούν, δηλαδή να ματαιωθούν, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Οι αλλαγές αυτές δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος. Εχουν κατά κύριο λόγο βραχυπρόθεσμο πολιτικό κόστος, το οποίο μέχρι τη λήξη της θητείας της κυβερνήσεως θα έχει μεταμορφωθεί σε πολιτική ωφέλεια.


Περιοριστική δημοσιονομική πολιτική ­ αναγκαία και αναπόφευκτη ­ σε συνδυασμό με υφεσιακή τάση στην οικονομία και διαφαινόμενη μείωση του ρόλου της νομισματικής πολιτικής ως διασταλτικού μέτρου της οικονομικής δραστηριότητος, συνιστούν επικίνδυνο μείγμα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε η εθνικολογιστική πρακτική. H αναζήτηση τρόπων μειώσεως των ελλειμμάτων επιβάλλεται και μπορεί να συνδυαστεί με σχεδόν αδάπανη πολιτική εμφυσήσεως αναπτυξιακής της οικονομίας. Ολοκληρωμένες διαρθρωτικές αλλαγές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις, αξιοποίηση των δυνατοτήτων του τουριστικού τομέα, αναδιάρθρωση των δαπανών του προϋπολογισμού επενδύσεων, φιλική αντιμετώπιση των αιτημάτων της ποντοπόρου ναυτιλίας και καταλλήλως διαρθρωμένη δημοσιονομική πολιτική έχουν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν κλίμα κατάλληλο για την ανάπτυξη επιχειρηματικών πρωτοβουλιών. Με τις παρούσες δομές αυτό είναι αδύνατο, όσο δε ταχύτερα συνειδητοποιηθεί τούτο τόσο το καλύτερο για την οικονομία και την κυβέρνηση.


H αδυναμία αυξήσεως ή ακόμη και συγκρατήσεως των δημοσίων επενδύσεων στο σημερινό των επίπεδο και η πτωτική κυκλική τάση στις ιδιωτικές οικοδομές οριοθετούν περιοχή πολύ χαμηλού ρυθμού αναπτύξεως ή και στασιμότητας, αν δεν αξιοποιηθούν στον επιβαλλόμενο βαθμό οι δυναμικοί κλάδοι παραγωγής.


Ο κ. Παναγιώτης Γ. Παυλόπουλος είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών, τέως υποδιοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος.