Τον περασμένο Ιούνιο, το Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ενωσης συμφώνησε, ύστερα από δύο δεκαετίες δύσκολων διαπραγματεύσεων, στην εναρμόνιση της φορολογίας καταθέσεων, εξέλιξη που αναμένεται να συμβάλει τα μέγιστα στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. H απόφαση προβλέπει την ανταλλαγή πληροφοριών για τις αποταμιεύσεις των ευρωπαίων πολιτών σε άλλα κράτη-μέλη αλλά και μια σειρά από φορολογικούς παραδείσους, σε μια προσπάθεια να περιορισθεί η διαρροή φορολογήσιμων κεφαλαίων προς το εξωτερικό. H σχετική συμφωνία προβλέπεται να εφαρμοσθεί από τον Ιούλιο του 2005, ωστόσο την ίδια στιγμή οι ηγέτες των ευρωπαϊκών χωρών επιχειρούν να προσελκύσουν ορισμένα από τα κεφάλαια που ήδη βρίσκονται σε λογαριασμούς του εξωτερικού με κίνητρο τη φορολογική αμνηστία.


Σε αντάλλαγμα για τη νομιμοποίηση των επαναπατριζομένων κεφαλαίων, αρκετές κυβερνήσεις της Ευρώπης επιβάλλουν εφάπαξ φορολογία, η οποία είναι βέβαια μικρότερη από τη φορολόγηση στην οποία θα υπόκεινταν αυτά τα κεφάλαια αν είχαν παραμείνει στη χώρα. Το μέτρο είναι αμφιλεγόμενο, καθώς έχει μια ηθική διάσταση που αφορά τόσο τη νομιμοποίηση κεφαλαίων τα οποία πιθανώς προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες όσο και την κοινωνική δικαιοσύνη, καθώς συγχωρεί τους φοροφυγάδες. Ωστόσο, σε μια περίοδο που τα δημοσιονομικά μεγέθη παρουσιάζονται ως ιδιαιτέρως προβληματικά και χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία αναζητούν πρόσθετα έσοδα για τον περιορισμό των δημοσιονομικών τους ελλειμμάτων, η προοπτική κάποιων έκτακτων εσόδων φαντάζει ιδιαίτερα ελκυστική.


Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2001 η αξία των κεφαλαίων της ευρωζώνης που ήταν παράνομα επενδεδυμένα σε φορολογικούς παραδείσους ανέρχονταν σε 759 δισ. δολάρια. Από αυτό το ποσό, τα 320 δισ. δολάρια φαίνεται ότι αναλογούν σε ιταλικά κεφάλαια, 250 δισ. δολάρια σε γερμανικά κεφάλαια, ενώ περίπου 100 δισ. δολάρια υπολογίζεται ότι είναι η αξία τόσο των γαλλικών όσο και των ισπανικών κεφαλαίων.


* H Ιταλία δίνει το παράδειγμα


Απέναντι στην προοπτική επιστροφής ακόμη και μέρους αυτών των ποσών, οι υπουργοί Οικονομικών έχουν ζητήσει από τον ιταλό πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος πρώτος υιοθέτησε κίνητρα για την επιστροφή των κεφαλαίων του εξωτερικού, να παρουσιάσει το παράδειγμα της Ιταλίας στο επόμενο Eco/Fin. Σε μια χώρα όπου η παραοικονομία υπολογίζεται ότι αγγίζει το 23% του ΑΕΠ, με τα εισοδήματα που διαφεύγουν της φορολογίας να εκτιμώνται στα 250 δισ. δολάρια μόνο το 2000, η φορολογική αμνηστία σε συνδυασμό με την επιβολή ενός ιδιαιτέρως χαμηλού εφάπαξ φόρου (μόλις 2,5%) λειτούργησε ως δέλεαρ για την επιστροφή αρκετών κεφαλαίων.


Μόλις την πρώτη εβδομάδα ισχύος του μέτρου εισέρρευσαν στη χώρα κεφάλαια ύψους 18 δισ. ευρώ, ενώ την περασμένη εβδομάδα έγινε γνωστό ότι τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά 6,5% τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2004, αύξηση που αποδίδεται κυρίως στον επαναπατρισμό κεφαλαίων. H ιταλική κυβέρνηση, εξάλλου, έχει ήδη συγκεντρώσει τα 8 δισ. ευρώ στα οποία στόχευε όταν εισήγαγε τα μέτρα για τη φορολογική αμνηστία, και επεκτείνει την αμνηστία στις φορολογικές εκκρεμότητες επιχειρήσεων και ιδιωτών και στο εσωτερικό της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η εταιρεία του κ. Μπερλουσκόνι Mediaset επωφελήθηκε από τις ρυθμίσεις της κυβέρνησης προκειμένου να επιλύσει φορολογικές διαφορές που είχε με το κράτος, ύψους 197 εκατ. ευρώ.


Στο Βέλγιο, αντιθέτως, η φορολογική αμνηστία που άρχισε να εφαρμόζεται από τις αρχές του έτους δεν έχει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Λίγοι είναι οι βέλγοι πολίτες που έχουν επιλέξει να αξιοποιήσουν τη δυνατότητα που τους παρέχει η κυβέρνηση για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων τους – παρά μάλιστα τα σχετικά χαμηλά ποσοστά της φορολογίας που θα επιβληθεί στα κεφάλαια που θα επιστρέψουν. Οι σχετικές προβλέψεις επιβάλλουν εφάπαξ φορολόγηση 6% στα επαναπατρισθέντα κεφάλαια που επενδύονται σε αναπτυξιακούς σκοπούς και 9% σε όσα παραμένουν σε προσωπικούς τραπεζικούς λογαριασμούς.


H κυβέρνηση έχει υπολογίζει ότι θα εισπράξει έσοδα 850 εκατ. ευρώ, ωστόσο μέχρι στιγμής αυτά ανέρχονται σε μόλις μερικές δεκάδες εκατομμύρια. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι οι Βέλγοι θα έχουν τη δυνατότητα να πετύχουν τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων τους και μετά τη λήξη της σχετικής προθεσμίας η οποία λήγει στα τέλη του έτους, αρκεί ως τότε να έχουν δηλώσει το ύψος των αποταμιεύσεων που διατηρούν στο εξωτερικό. Ετσι, ο υπουργός Οικονομικών της χώρας Ντιντιέ Ρέιντερς είναι αισιόδοξος ότι ως το τέλος του χρόνου, οπότε λήγει η σχετική προθεσμία, θα έχουν αυξηθεί οι πολίτες που θα κάνουν χρήση των ευεργετικών διατάξεων του μέτρου. Σύμφωνα με τις τραπεζικές αρχές του Βελγίου, οι πολίτες της χώρας διατηρούν κεφάλαια αξίας 159 δισ. ευρώ σε λογαριασμούς στο εξωτερικό – και δη στο Λουξεμβούργο.


* Το Παρίσι το σκέφτεται


Στη Γαλλία, η κυβέρνηση της χώρας επίσης εξετάζει το ενδεχόμενο να εισαγάγει το μέτρο της φορολογικής αμνηστίας από το επόμενο έτος. H σχετική πρόβλεψη θα γίνει στον προϋπολογισμό του 2005 και αναμένεται ότι θα αφορά την εφάπαξ φορολόγηση, της τάξεως του 10%-20%, των κεφαλαίων που θα επαναπατρισθούν. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, συζητείται η επιβολή χαμηλότερης φορολογίας, πλησιέστερα στο 2,5% που εφάρμοσε η ιταλική κυβέρνηση, ενώ οι σχετικές αποφάσεις δεν αναμένονται παρά τον Σεπτέμβριο.


Φιλοδοξία της κυβέρνησης είναι η επιστροφή κεφαλαίων ύψους 1 δισ. ευρώ, στόχος σχετικά μετριοπαθής αν αναλογισθεί κανείς ότι το 2001 η αξία των γαλλικών αποταμιεύσεων που είχαν βρει καταφύγιο στο εξωτερικό υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 105 δισ. δολάρια. Παράλληλα με αυτή την πρωτοβουλία, εξάλλου, η Γαλλία αναμένεται να λάβει μέτρα και για την επιστροφή γαλλικών επιχειρήσεων που έχουν μεταφέρει τις επιχειρήσεις τους στο εξωτερικό, επίσης προσφέροντας φορολογικά κίνητρα.


Αντίθετα με την Ιταλία, ωστόσο, η γερμανική κυβέρνηση επέβαλε πολύ υψηλότερη εφάπαξ φορολόγηση για την επιστροφή των κεφαλαίων, της τάξεως του 25%. Ακόμη και αυτό το ποσοστό όμως είναι χαμηλότερο από ποσοστά της τάξεως του 60% που έπρεπε μέχρι πρότινος να πληρώσουν οι Γερμανοί αν επιθυμούσαν τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων τους. Σύμφωνα με αναλυτές, τα κεφάλαια που διαφεύγουν τη γερμανική φορολογία ανέρχονται σε 300 δισ. ευρώ, καθώς ακόμη και στη νομοταγή Γερμανία η παραοικονομία υπολογίζεται ότι ανέρχεται στο 15% του ΑΕΠ, ποσοστό που το 2000 αναλογούσε σε 268 δισ. δολάρια.


Υστερα από αρκετές καθυστερήσεις, το σχέδιο του γερμανού καγκελαρίου Γκέρχαρντ Σρέντερ άρχισε να εφαρμόζεται στις αρχές του έτους και αναμένεται να παραμείνει σε λειτουργία ως τον Μάρτιο του 2005. Κατά το 2005, ωστόσο, η σχετική φορολόγηση θα αυξηθεί από το 25% στο 35%. Αν και οι αρχικές προβλέψεις της κυβέρνησης υπολόγιζαν ότι θα επιστρέψουν κεφάλαια ύψους 20 δισ. ευρώ, έτσι ώστε να προσθέσουν στο κυβερνητικό ταμείο 5 δισ. ευρώ, ο επαναπατρισμός των κεφαλαίων είναι χαμηλότερος των εκτιμήσεων.