Οι δύο τελευταίες γενιές Ελλήνων έχουν ζήσει σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, το οποίο κυριάρχησε στη χώρα μας από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ως την είσοδο της δραχμής στο ευρώ. Η εξοικείωσή μας με το περίφημο «τέρας του πληθωρισμού» είναι τόσο μεγάλη που τελικά μετατρέψαμε το τέρας σε κατοικίδιο και μεγαλώσαμε μαζί του.


Η πρόσφατη δραστική μείωση των αμερικανικών επιτοκίων και η αντίστοιχη πτώση των αποδόσεων των πολυετών ομολόγων σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα υπογραμμίζουν με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο τον φόβο των αγορών ότι οι μεγάλες οικονομίες βρίσκονται πλέον αντιμέτωπες με το «τέρας του αντιπληθωρισμού» (deflation).


Πέραν της ιαπωνικής οικονομίας, η οποία επί τέσσερα χρόνια τώρα χαρακτηρίζεται από ένα έντονο αντιπληθωριστικό καθεστώς, το φάσμα του αντιπληθωρισμού απειλεί πλέον την αμερικανική και τη γερμανική οικονομία.


Η σημαντική πτώση της ζήτησης και τα υψηλά επίπεδα δανεισμού ιδιωτών και επιχειρήσεων είναι φαινόμενα τα οποία οδήγησαν στη Μεγάλη Υφεση και στον αντιπληθωρισμό της δεκαετίας του 1930 και τα οποία παρατηρούνται, συνδυασμένα εκ νέου, στις μέρες μας.


Η δυναμική αντίδραση των αμερικανικών αρχών τόσο στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, με τις συνεχείς μειώσεις επιτοκίων, όσο και στον τομέα της δημοσιονομικής πολιτικής, με τις περικοπές φόρων και την αύξηση των δημοσίων δαπανών, δεν έχει ως σήμερα τουλάχιστον αντιστρέψει οριστικά την υφεσιακή πορεία της αμερικανικής οικονομίας.


Παρά την πρόσφατη άνοδο των χρηματιστηρίων, η οποία μάλλον δείχνει να εξατμίζεται, η μεγάλη κούρσα των τιμών των ομολόγων και η φοβερή νευρικότητα των χρηματιστηριακών αγορών εκφράζουν ακριβώς την αγωνία ότι η παρούσα ύφεση, αν συνεχισθεί και ενταθεί, μπορεί να αποκτήσει αντιπληθωριστικά χαρακτηριστικά.


Στην Ελλάδα προχθές ανακοινώθηκε ότι ο πληθωρισμός του Οκτωβρίου τρέχει με ετήσιο ρυθμό 3,9%, ο οποίος είναι περίπου διπλάσιος αυτού της ευρωζώνης. Για μας τους Ελληνες, που συχνά στο παρελθόν βιώσαμε διψήφιους ρυθμούς πληθωρισμού, αυτό θα μπορούσε να είναι ένα πολύ ευχάριστο νέο.


Υπό μία όμως σαφή προϋπόθεση:


Οτι το, για τα ελληνικά δεδομένα, χαμηλό 3,9% θα ήταν ανάλογο και όχι διπλάσιο αυτού των εταίρων μας και ανταγωνιστών μας στην ευρωζώνη.


Οταν προ τριμήνου περίπου εντοπίστηκε το πληθωριστικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, όλοι έσπευσαν να το αποδώσουν στα κέρματα – υποδιαιρέσεις του ευρώ, τα οποία ο γαλαντόμος Ελλην αντιμετώπισε με περιφρόνηση ανάλογη εκείνης που έδειχνε στα δραχμικά τάλιρα και δεκάρικα. Και επιστρατεύθηκε ο Θανάσης Βέγγος, το καινοφανές αυτό όργανο της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Ο Βέγγος έτρεξε, αλλά μαζί του έτρεξε και ο πληθωρισμός.


Αλλού λοιπόν νομίζω ότι βρίσκεται η ρίζα του κακού. Βάσει προσφάτων στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός της συνολικής πιστωτικής επέκτασης προς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας τρέχει με 20% ενώ τα καταναλωτικά και στεγαστικά δάνεια αυξάνονται με ρυθμούς γύρω στο 45%. Εστω και αν η συνολική δανειακή επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας είναι ακόμη χαμηλή, ο ρυθμός αύξησης των δανείων είναι τέτοιος που δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις.


Και φυσικά το μέσον ελέγχου αυτών των εξελίξεων, δηλαδή το επιτόκιο, έχει πλέον περάσει στα χέρια της ΕΚΤ.


Αυτό όμως είναι το έλασσον. Το μείζον πληθωριστικό αίτιο είναι η χωλαίνουσα παραγωγικότης της ελληνικής οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από τη διογκωμένη παρουσία του κράτους, με συνέπεια τον ατελή ανταγωνισμό και τη δυσκαμψία ως προς τις επιβαλλόμενες διαρθρωτικές και εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις.


Ο κ. Θεοδόσης Μπουντουράκης είναι οικονομολόγος.