Αφετηρία για την κατάργηση όλων των υπέρ τρίτων εμμέσων φόρων, περίπου 700 τον αριθμό, αποτελεί, κατά την άποψη κύκλων του υπουργείου Οικονομικών, η έκδοση της από 19ης Μαρτίου 2002 απόφασης του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την οποία κρίθηκαν παράνομες κατά το κοινοτικό δίκαιο οι επιβαρύνσεις που εισπράττονται υπέρ του Ταμείου Νομικών επί του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά τη σύσταση, δημοσίευση και τροποποίηση του καταστατικού τους.


Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία επιβάλλουσα πέραν του φόρου εισφοράς άλλες ειδικές επιβαρύνσεις επί του κεφαλαίου των ανωνύμων εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, κατά τη σύστασή τους, κατά τη δημοσίευση και την τροποποίηση του καταστατικού τους και κατά την αύξηση του κεφαλαίου τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που έχει από τα άρθρα 7 και 10 της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Ιουλίου 1964 περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Ιουνίου 1985.


Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες, η κυβέρνηση προτίθεται να συμμορφωθεί με την απόφαση και να καταργήσει τις επιβαρύνσεις αυτές.


Σύμφωνα με την ελληνική νομοθεσία, το Ταμείο Νομικών χρηματοδοτείται μεταξύ άλλων με την καταβολή ποσοστού:


* 1,30% επί της αξίας του αντικειμένου κάθε συμβάσεως που καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο.


* 5 τοις χιλίοις, το οποίο υπολογίζεται επί του ποσού κάθε συνιστωμένης εμπορικής εταιρείας, όπως αυτό προσδιορίζεται από την αρμόδια Οικονομική Εφορία για τη δημοσίευση των καταστατικών των εταιρειών αυτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 42 και 46 του Εμπορικού Νόμου. Στην καταβολή του ίδιου ποσοστού υπόκειται η αύξηση του κεφαλαίου που γίνεται με τροποποίηση του καταστατικού των παραπάνω εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, καθώς και οι πράξεις παράτασης του χρόνου διάρκειας των εταιρειών.


Επιπλέον, με το Βασιλικό Διάταγμα 22/1956 έχει επιβληθεί υπέρ του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων κράτηση σε ποσοστό 1% επί του κεφαλαίου των προσωπικών εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά τη δημοσίευση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών των καταστατικών τους.


Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι παραπάνω επιβαρύνσεις οι οποίες επιβάλλονται υπέρ του Ταμείου Νομικών και του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων οφείλονται λόγω της συμπράξεως των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων, οι οποίοι είναι ασφαλισμένοι στα εν λόγω Ταμεία, κατά την κατάρτιση και την επικύρωση των πράξεων που εμπίπτουν στην οδηγία 69/335. Συνεπώς, κατά την άποψη της ελληνικής κυβέρνησης, τα συλλεγόμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο ποσά δεν αποτελούν ούτε «κοινωνικούς πόρους» ούτε «φόρους» κατά την έννοια της οδηγίας 69/335. Ακόμη υποστηρίχθηκε από την ελληνική πλευρά ότι οι επιβαρύνσεις αυτές έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα και επομένως είναι συμβατές με την πιο πάνω οδηγία.


Οι παραπάνω ισχυρισμοί δεν έγιναν αποδεκτοί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο κατέληξε στην απόφαση ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις δεν συνιστούν τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα υπό την έννοια του άρθρου 12 παρ. 1 στοιχείο Ε’ της οδηγίας 69/335, καθ’ όσον αφενός οι αμοιβές των δικηγόρων που συμπράττουν στην κατάρτιση των επίμαχων πράξεων καθορίζονται με βάση τις συμβάσεις που τους συνδέουν με τους πελάτες τους, αφετέρου από καμία εθνική νομοθετική διάταξη δεν προκύπτει ότι οι εν λόγω επιβαρύνσεις συνιστούν όντως τέλη ανταποδοτικού χαρακτήρα.


Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δέχθηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία, πέραν του φόρου στη συγκέντρωση κεφαλαίων, που αντιστοιχεί προς τον φόρο εισφοράς τον οποίο προβλέπει η οδηγία 69/335, επιβάλλοντας άλλες επιβαρύνσεις επί των ανωνύμων εταιρειών και των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά τη σύστασή τους, κατά τη δημοσίευση ή την τροποποίηση του καταστατικού τους και κατά την αύξηση του κεφαλαίου τους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 7 και 10 της οδηγίας 69/335.


Σύμφωνα με το Δικαστήριο, σε ορισμένες περιπτώσεις οι σχετικές πράξεις επιβαρύνονται συνολικώς κατά ποσοστό 3,8%, το οποίο υπερβαίνει κατά 2,8 εκατοστιαίες μονάδες το ανώτατο όριο που καθορίζεται από την παραπάνω οδηγία. Κατά συνέπειαν, σύμφωνα με το Δικαστήριο, οι επιβαρύνσεις αυτές συνιστούν φόρους που απαγορεύονται από το άρθρο 10 της οδηγίας αυτής.