Πάντοτε θεωρούσα ότι είναι πολύ σημαντικό να παρακολουθείς και να μελετάς τις ανακοινώσεις των τρίτων για την οικονομία μιας χώρας γιατί είναι κατ’ αρχήν αμερόληπτες και αντικειμενικές. Διά τούτο λοιπόν και πριν από πέντε μήνες, και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 2000, όταν διάβασα την έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (IMF) για τη χώρα μας ειλικρινά είχα στενοχωρηθεί υπερβολικά. Ηταν η πρώτη φορά που κυριολεκτικά «μας στόλιζε». Σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης «η πρόκληση για την οικονομική πολιτική της χώρας είναι να πετύχει να εκμεταλλευθεί στο έπακρο τα οφέλη της νομισματικής ενοποίησης. Και για να το πετύχει θα πρέπει να προχωρήσει σε σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές».


Δυστυχώς, όμως, πληροφορούσε η έκθεση, «οι συντελεστές της αγοράς, δηλαδή εργαζόμενοι, εργοδότες και κυβέρνηση, δεν φαίνεται να πιστεύουν στην αναγκαιότητα μιας κρίσιμης μάζας διαρθρωτικών παρεμβάσεων». Και συνέχιζε η έκθεση χωρίς να λαμβάνει υπόψη της την ανωτερότητα της ελληνικής φυλής: «Σε αντίθεση με τους άλλους εταίρους της, στην Ελλάδα φαίνεται ότι υπάρχει μια διάχυτη έλλειψη εμπιστοσύνης και μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αλλά και έναντι της ικανότητας του μηχανισμού της αγοράς να επιλύει προς όφελος της κοινωνίας τα προβλήματα στις συναλλαγές».


Κατά το IMF η Ελλάδα ήταν πριν από πέντε μήνες μια κοινωνία που τα πάντα τα περιμένει από το κράτος με νομοθετικές ρυθμίσεις και παρεμβάσεις. Και σύμφωνα με την ίδια έκθεση, αν αυτό συνεχιστεί, τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική ανάπτυξή μας.


Δεν γνωρίζω αν κάποιος άλλος επικοινώνησε με τους συντάκτες της έκθεσης παραθέτοντάς τους στοιχεία που ανέτρεπαν τη συγκεκριμένη επιχειρηματολογία. Κατά τη γνώμη μου όμως ήταν η πρώτη φορά που έλεγαν τα πράγματα όπως είναι. Πολύ λίγοι εμπιστεύονται τον μηχανισμό της αγοράς και γενικά οι περισσότεροι προσπαθούν να αποφύγουν τις επιπτώσεις του ανταγωνισμού όταν τους επηρεάζει. Εχουμε λοιπόν σοβαρό πρόβλημα να εμπιστευθούμε τους κοινωνικούς μας εταίρους και ο διάλογος γίνεται πάντοτε υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διακοπής του καθώς δεν δεχόμαστε ότι μέσα από την αμοιβαία εμπιστοσύνη θα οδηγηθούμε σε καλύτερο συνολικά αποτέλεσμα. Σε κάθε μας πρόβλημα ζητάμε νομοθετικές ρυθμίσεις που να μας ευνοούν και δεν μας απασχολεί η όποια στρέβλωση μπορεί να προκύψει σε άλλους.


Ευτυχώς όλα αυτά τα κοινωνικά μας προβλήματα ξεπεράστηκαν. Σύμφωνα με τη νέα έκθεση, η οποία δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα, οι εισηγητές «χαιρετίζουν την πρόσφατη πρόοδο στην απελευθέρωση των αγορών», με ιδιαίτερη έμφαση στην αγορά εργασίας και στις τηλεπικοινωνίες. Θα μπορούσαμε μάλιστα να προσθέσουμε ότι, αν οι εξελίξεις συνεχιστούν με τους ίδιους ρυθμούς, σύντομα η χώρα θα έχει αποδεσμευθεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος δίδοντας εμπιστοσύνη στις αγορές. Δεν γνωρίζω τίποτε. Ισως και να ζω σε άλλη χώρα και να μη λαμβάνω τα ίδια μηνύματα που λαμβάνουν οι ενημερωμένοι συνάδελφοι των διεθνών οργανισμών. Αλλά τουλάχιστον αυτό που γνωρίζω είναι ότι: τα προβληματικά απομεινάρια τύπου ΟΑ, Ναυπηγεία, ΕΘΗΛ κ.ά. ακόμη χρηματοδοτούνται από το Δημόσιο. Η αγορά ενέργειας απελευθερώθηκε στα χαρτιά. Τα κλειστά επαγγέλματα τα μελετήσαμε και είδαμε ότι δεν χρειάζεται να τα πειράξουμε. Το ασφαλιστικό και αυτό το μελετήσαμε αλλά έχουμε άλλες απόψεις από αυτές που προτείνουν οι ειδικοί. Το μεγάλο διαρθρωτικό πρόβλημα της παιδείας το οδηγήσαμε σε απεργιακές διενέξεις αντί να το βελτιώσουμε μέσω των συνταγματικών ρυθμίσεων.


Θα μπορούσα να αναφερθώ και σε ένα πλήθος άλλων ενδείξεων και γεγονότων που να απορρίπτουν στο σύνολό της την αλλαγή στάσης του συγκεκριμένου οργανισμού. Θεωρώ όμως σκοπιμότερο να εκφράσω δημοσίως τις επιφυλάξεις μου.


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.