Θυμάμαι ότι όταν άρχιζε η περίοδος των σχολικών διαγωνισμών για αρκετές ημέρες δεν έκανα τίποτε άλλο από το να προετοιμάζω το γραφείο μου. Η κριτική της μητέρας μου στην κλασική πλέον συμπεριφορά μου ήταν: «Παιδί μου, όποιος δεν θέλει να ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει». Στην περίπτωση των ιδιωτικοποιήσεων στη χώρα μας το μόνο που αλλάζει είναι η χρονική διάσταση, όπου από ημέρες γίνεται χρόνια.


Στο σχόλιό μου της προηγούμενης Κυριακής αναφέρθηκα στα αίτια που δημιουργούν τη χρηματιστηριακή καχεξία. Διατύπωσα τότε την άποψη ότι οι επενδυτές δεν προστρέχουν με τα κεφάλαια στην αγορά γιατί αν και οι συνθήκες είναι συγκριτικά με άλλες αγορές ικανοποιητικές, η διαχείριση των κοινών δεν πείθει ως προς την αποφασιστικότητά της στην πραγματική σύγκλιση. Σε ένα περιβάλλον που τρέχει με διαστημικές ταχύτητες εμείς κάνουμε κάθε μορφής διάλογο. Και κυρίως στο ζωτικό θέμα των ιδιωτικοποιήσεων και των θεσμικών αλλαγών νομίζουμε ότι μπορούμε να μεταθέτουμε καταστάσεις. Ας δούμε λοιπόν ορισμένα κλασικά παραδείγματα.


­ Εισαγωγές ΔΕΚΟ στο ΧΑΑ: Τα οφέλη στην οικονομία από αυτή την ενέργεια είναι συγκεκριμένα και προκύπτουν από την αλλαγή στη διοικητική συμπεριφορά και τους αυτοματοποιημένους ελέγχους της αποτελεσματικότητας που προσφέρει η χρηματαγορά. Αντ’ αυτού οι μετοχές πουλήθηκαν με στόχο να μην αυξηθεί το δημόσιο χρέος. Δώσαμε μετοχές αντί ομόλογα και για να εξασφαλίσουμε τα ξένα αμοιβαία δώσαμε άτυπες εγγυήσεις είτε για στήριξη των τιμών (βλέπε συμπεριφορά ΔΕΚΑ) είτε για διατήρηση των ολιγοπωλιακών προνομίων (βλ. πτώση της τιμής του ΟΤΕ και της αποτίμησης της Cosmote λόγω πληροφοριών για χορήγηση νέων αδειών). Το ερώτημα που πλανάται είναι σαφές: Οι εταιρείες αυτές είναι ή δεν είναι διοικητικά ανεξάρτητες από τον δημόσιο τομέα; Διότι διαφορετικά δεν θα έχουν προοπτικές σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον.


­ Συγκοινωνίες: Οσοι παρακολουθούν τα νούμερα και τα διαχειριστικά ελλείμματα των ΟΑ, ΟΣΕ, ΕΘΗΛ δεν προβληματίζονται, έχουν άποψη. Οσοι δεν προβληματίζονται ας πάρουν θέση για το πόσο ακόμη η χώρα μπορεί να καλύπτει ζημίες περίπου 240 δισ. δρχ. ετησίως και αντί να αποφασίζει να κάνει διάλογο.


­ Κρατικά δίκτυα: Από τη ΔΕΗ ως τα ΕΛΤΑ, από το φυσικό αέριο ως την ΕΥΔΑΠ η οικονομία καθυστερεί στην πραγματική σύγκλιση ενώ ταυτόχρονα όπου μπορεί ο ιδιωτικός ανταγωνισμός απολαμβάνει οικονομικά οφέλη, καθώς επιτυγχάνει να εκμεταλλεύεται τα πιο κερδοφόρα τμήματα των υπηρεσιών που διαχειρίζονται οι συγκεκριμένες εταιρείες. Είναι γεγονός ότι η διαχείριση των δικτύων ιδιαίτερα σε προϊόντα με μεγάλη σημασία για την οικονομική ζωή απαιτεί ιδιαίτερους χειρισμούς. Αλλά από το να γνωρίζουμε το πρόβλημα και πιθανά και τις λύσεις του ως το να προβληματιζόμαστε εσαεί υπάρχει μεγάλη απόσταση.


­ Επιχειρήσεις με αμφίβολη βιωσιμότητα: Εδώ η στάση μας είναι σαν να θέλουμε να ξεχάσουμε ότι υπάρχουν. ΛΑΡΚΟ, Ναυπηγεία, ΕΛΒΟ, ΕΑΒ και δεκάδες άλλες. Κάποτε οι αναφορές μας μιλούσαν για «στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις» και άλλα αντίστοιχα. Μετά σκεφτήκαμε να κάνουμε ιδιοκτήτες τους εργαζομένους και προχωρήσαμε με τραγικά αποτελέσματα στην ιδιωτικοποίηση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά. Τώρα βρισκόμαστε στο δίλημμα αν θα πρέπει να κρατήσουμε την πλειοψηφία και να τις προικοδοτήσουμε με τις κρατικές προμήθειες του εξοπλιστικού προγράμματος. Ο Θεός να βάλει το χέρι του.


Θυμάμαι πόσο με ενοχλούσε η παροιμία που μου έλεγε η μητέρα μου πριν από τους διαγωνισμούς. Θυμάμαι όμως ότι τελικά με τη συγκεκριμένη παρότρυνση έπεφτα στη μελέτη. Και τα αποτελέσματα δεν αργούσαν, αφού υπήρχε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα διαγωνισμών. Μήπως είναι καιρός το θέμα των ιδιωτικοποιήσεων να περιγραφεί όπως ακριβώς το χρονοδιάγραμμα των Ολυμπιακών Αγώνων, ώστε κάποιος κ. Ρογκ να μπορεί να ελέγχει και την αποτελεσματικότητά μας στην εκτέλεση του προγράμματος;


Ο κ. Νίκος Γ. Χαριτάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.