H 286 σελίδων αυτοβιογραφία της Νίνα Σιμόν κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σέλας στην τιμή των 15,37 ευρώ.
Οταν το 1970 ρώτησαν τη Νίνα Σιμόν πώς γεννήθηκε το ενδιαφέρον της για τη μουσική, η απάντησή της ήταν: «Η μουσική είναι ένα χάρισμα και μια κατάρα μου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Γεννήθηκα μέσα στη μουσική. Η απόφαση που έπρεπε να πάρω ήταν πώς θα τη διαχειριζόμουν καλύτερα». Και πράγματι. Από τη στιγμή που ακτιβιστές φίλοι της, όπως οι συγγραφείς Λορέιν Χάνσμπουρι και Τζέιμς Μπάλντουιν έπεισαν τη Σιμόν, τη δεκαετία του 1950, ότι η ένταξή της στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα δεν θα αποδυνάμωνε τη δουλειά της, αλλά αντιθέτως θα την ενίσχυε, κανείς άλλος καλλιτέχνης δεν αφιερώθηκε με την τέχνη του τόσο ολοκληρωτικά στο Κίνημα όσο η Σιμόν. Η απόφασή της ήταν μια πολιτική πράξη.
Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι η μουσική που συνόδεψε τη Νίνα Σιμόν σε όλη της τη ζωή, μέχρι τον θάνατό της το 2003 σε ηλικία 70 ετών, μπήκε μέσα της όταν ήταν ακόμη βρέφος. «Μηχανική σαν την αναπνοή» όπως αναφέρει η ίδια στην αυτοβιογραφία της «Μαύρη ψυχή» που, αν και εκδόθηκε το 1991, μόλις προσφάτως κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μεταφρασμένη στα ελληνικά από τις εκδόσεις Σέλας. Μάλιστα, η έκδοση της αυτοβιογραφίας στην Ελλάδα συμπίπτει με τη διανομή στις αίθουσες της μάλλον ατυχήσασας βιογραφικής ταινίας «Nina» της Σίνθια Μορτ με τη Ζόε Ζαλντάνα. Ολα αυτά την ώρα που η μουσική και τα τραγούδια της Σιμόν δεν σταμάτησαν ποτέ να φιλοξενούνται σε ταινίες και τηλεοπτικές σειρές, όπως προσφάτως η «Atlanta» και η δημοφιλής στην Ελλάδα «Handmaid’s tale». Με άλλα λόγια, η Νίνα Σιμόν είναι εδώ. Σαν να μην έφυγε ποτέ.

Δύσκολα χρόνια

Φεβρουάριος 1933. Η Γιουνίς Κάθλιν Γουέιμον γεννιέται στο Τράιον της Νότιας Καρολίνας. Γονείς βαθιά θρησκευόμενοι, πολύτεκνη οικογένεια. Πατέρας φορτηγατζής, αργότερα κουρέας. Αλλά πάντα μουσικός. Κιθάρα, φυσαρμόνικα, διεύθυνση της εκκλησιαστικής χορωδίας, στην οποία ανήκαν τα αδέλφια της. «Η μουσική μαθεύτηκε όπως το περπάτημα» γράφει και όποιος έχει ακούσει έστω και λίγο Νίνα Σιμόν μπορεί να φανταστεί την εικόνα από τη βρεφική ηλικία της που τόσο γλαφυρά περιγράφει στη «Μαύρη ψυχή»: ένα μωρό που αντιδρά στους πρώτους ήχους της μουσικής, που σταματά να κλαίει όταν ακούει μουσική, που στοιβαγμένο μέσα στο καλαθάκι του χτυπά παλαμάκια στον ρυθμό των ύμνων της εκκλησίας. Στα δυόμισι κάθισε στα πλήκτρα του πιάνου, έπαιξε αμέσως το γκόσπελ «Ο Θεός να είναι μαζί σου μέχρι να ξανασυναντηθούμε». Την ώρα που καθάριζε σπίτια λευκών και διακονούσε εκκλησία μεθοδιστών, η φανατική θρήσκα μάνα της ονειρευόταν να κάνει την κόρη της πιανίστρια της κλασικής μουσικής. Εξι χρονών η Νίνα Σιμόν ήταν πλέον μόνιμη πιανίστρια, αλλά «δεν έπρεπε να καβαλήσω το καλάμι και δεν το έκανα» γράφει.

Σηκώνοντας ανάστημα

Η Νίνα Σιμόν ενηλικιωνόταν όταν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωνε. Η μουσική είχε γίνει πλέον μέρος της ύπαρξής της, όμως αυτό κατά βάθος τη στενοχωρούσε. Γιατί την απομόνωνε. Δεν έβλεπε συχνά τους φίλους της και όταν αυτό γινόταν της ζητούσαν να παίξει πιάνο και να τραγουδήσει. Τότε άρχισε να αντιμετωπίζει με κριτική ματιά τους γύρω της, την οικογένειά της, τον κόσμο. Και συγχρόνως, όποτε επέστρεφε σπίτι της, δεν μπορούσε να μην κάνει, μαζοχιστικά θαρρείς, μια στάση στο ντράγκστορ της γειτονιάς για να παρατηρήσει τις αντιδράσεις που προκαλούσε στους λευκούς. Περπατούσε και ένιωθε το σώμα της να μαστιγώνεται από το βλέμμα της αδιαφορίας και της περιφρόνησης των λευκών. Κάθε προσβολή, αληθινή ή της φαντασίας της, της ξέσκιζε τη σάρκα. Ετσι σκληραγωγήθηκε. Ανατριχιαστική η φράση της στη «Μαύρη ψυχή» όπου λέει πως όταν το δέρμα της «ανάρρωνε» γινόταν σκληρότερο, λιγότερο αθώο και ακόμα περισσότερο μαύρο απ’ όσο ήταν πριν. Εξάλλου, όταν έδωσε την πρώτη συναυλία της και οι διοργανωτές απαίτησαν από τους γονείς της να σηκωθούν από τις πρώτες θέσεις για να καθίσει μια οικογένεια λευκών, η Νίνα Σιμόν στην πρώτη, ουσιαστικά, πολιτική της πράξη δήλωσε ότι αν συνέβαινε αυτό δεν θα έδινε τη συναυλία! Ηταν 10 χρονών…

Απόρριψη και επιτυχία

Ομως τελικά ήταν ένας λευκός, ο Καρλ Φρίντμπεργκ, καθηγητής της στη Σχολή Τζούλιαρντ (όπου η Σιμόν μπήκε με υποτροφία), εκείνος που την προστάτεψε και την καθοδήγησε για τις εξετάσεις του Ινστιτούτου Κέρτις της Φιλαδέλφειας. Δεν κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο, το οποίο, υποκριτικά, δεχόταν μαύρους αλλά μόνο επώνυμων οικογενειών. Η «αποτυχία» της πλήγωσε βαθύτατα τη Σιμόν, την ώθησε στην προσωρινή απόρριψη της μουσικής. Δούλεψε σε φωτογραφικό εργαστήριο, αλλά βέβαια πώς να φύγει το μικρόβιο της μουσικής; Επέστρεψε σε αυτήν αποφασισμένη να πληρώσει η ίδια για τις σπουδές της και όντως, δουλεύοντας σκληρά, όπου μπορούσε, αυτό έκανε, αλλά δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ γιατί ο χρόνος περνούσε και μια καριέρα την περίμενε.
Ουσιαστικά η καριέρα της αρχίζει στην εκπνοή της δεκαετίας του 1950 με ορισμένες πολύ καλές συναυλίες στο Φεστιβάλ του Νιούπορτ αλλά και μια εμφάνιση στο «The Ed Sullivan Show», το δημοφιλέστερο τηλεοπτικό σόου της εποχής. Τα ερωτικά τραγούδια δίνουν τη θέση τους σε τραγούδια που έχουν άμεση σχέση με τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. «Αρχισα να τραγουδώ πολιτικά τραγούδια γιατί αυτά ήταν αναγκαία» θα πει. «Μπορείς να γίνεις ένας ολοκληρωμένος πολιτικός μέσω της μουσικής».

Πολιτικό προφίλ

Στη δεκαετία του 1960 η Νίνα Σιμόν ταυτίστηκε στενά με το Κίνημα των Πολιτικών Δικαιωμάτων και τραγούδια της όπως το «Mississippi Goddam» προκάλεσαν το μένος των ρατσιστών. Το συγκεκριμένο ήταν ένα τραγούδι που τιμούσε τα τέσσερα μαύρα παιδιά που σκοτώθηκαν σε κατηχητικό σχολείο του Μπέρμιγχαμ της Αλαμπάμα τον Σεπτέμβριο του 1963. Εναν χρόνο πριν η Σιμόν είχε γίνει μητέρα της Λίσα Σελέστ Σιμόν, του μοναδικού παιδιού της από τον δεύτερο γάμο της με τον Αντι Στρουντ, με τον οποίο χώρισε το 1971.
Η αφοσίωσή της στην αφροαμερικανική κουλτούρα αύξησε το ενδιαφέρον της για την αφρικανική και στις δεκαετίες του 1970 και 1980 η Σιμόν απέκτησε στενή σχέση με τη Λιβερία, όπου εγκαταστάθηκε όταν ένιωσε απογοητευμένη από τις εξελίξεις του Κινήματος. Είχε ήδη αυτοεξοριστεί στα νησιά Μπαρμπέιντος και μετά τη Λιβερία θα ακολουθούσε η Νότια Γαλλία, όπου και πέθανε. Ως καλλιτέχνις είχε διαρκείς δημιουργικές ανησυχίες και μια ιδιαίτερη αγάπη προς τα «αντικρουόμενα» στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, όπως π.χ. τα έργα των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ. Και η αλήθεια είναι ότι αν μέρος του αμερικανικού κοινού την αγάπησε, το κοινό της Ευρώπη τη λάτρεψε.

Αναμμένο κάρβουνο, κινεζική πορσελάνη

Η Νίνα Σιμόν ήταν δύσκολος άνθρωπος αλλά συγχρόνως καθαρός γιατί δεν έκρυβε τίποτε. Ενοχλούνταν όταν τη συνέκριναν με την Μπίλι Χόλιντεϊ επειδή η Χόλιντεϊ ήταν ναρκομανής και εριστική στις συνεντεύξεις της (όποτε έδινε), ταλαντευόμενη συνήθως ανάμεσα σε μια πεισματική άρνηση να μιλήσει για τη ζωή της και σε άριες αγανάκτησης απέναντι στις προκαταλήψεις των λευκών. Ηταν μια γυναίκα που έπρεπε να διαχειριστείς σαν «αναμμένο κάρβουνο ή κινεζική πορσελάνη» γράφτηκε γι’ αυτήν όταν πέθανε.
Η Σιμόν δεν πέρασε όμορφα τα τελευταία χρόνια της ζωής της –στα 90s, διαρκείς ματαιώσεις συναυλιών, μια καταδίκη σε οκτάμηνη φυλάκιση με αναστολή για χρήση όπλου, ατελείωτες δικαστικές διαμάχες με τις δισκογραφικές εταιρείες για ζητήματα δικαιωμάτων. Σε αυτό το τελευταίο στάθηκε τυχερή κερδίζοντας τα δικαιώματα 52 ηχογραφήσεών της. Ενας θρίαμβος εκείνη την εποχή, γιατί άνοιγε την πόρτα για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων πολλών ακόμα καλλιτεχνών και όχι τόσο διάσημων όσο η Νίνα Σιμόν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ