Εχετε ταξιδέψει στην «Ανταρκτική»; Γνωρίζετε ποια είναι «η γειτονιά των καλών κλεφτών»; Σας έχουν διηγηθεί «ιστορίες από τον αφρό»; Αν όχι, τότε σίγουρα ζείτε… στον «μηχανισμό της σύγχυσης». Τέσσερις νέοι συγγραφείς δείχνουν πάντως πρόθυμοι να σας ταξιδέψουν στον μαγικό κόσμο των βιβλίων τους. Η μοναδική απαίτηση που έχουν από σας: να χαλαρώσετε για να απολαύσετε όλα όσα έχουν να σας διηγηθούν. Ιστορίες καθημερινής τρέλας με μια δόση υπερβολής. Δεν αρνούνται ότι κλέβουν τις ζωές των άλλων και, σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, δεν αισθάνονται τύψεις. Μοναδική έμμονη ιδέα το δεύτερο βιβλίο που ετοιμάζουν να μη μοιάζει με το πρώτο. Αρνούνται να θυμηθούν τα καλά σχόλια, χωρίς κανένα δισταγμό όμως ομολογούν εκείνα που τους ενόχλησαν γιατί… «τα λάθη μας διορθώνουν συνεχώς το ένα το άλλο». Μιχάλης Μιχαηλίδης





«Ο
μηχανισμός της σύγχυσης»:


Το πρώτο μου βιβλίο ασχολείται με το καθημερινό αλλά οι καταστάσεις είναι τραβηγμένες.


Ο λόγος:


Για να αποδειχθούν πράγματα.


Ζούμε ιστορίες καθημερινής τρέλας:


Αλλά είναι τόσο ασήμαντες που από μόνες τους δεν γίνονται μυθιστόρημα.


Ο ήρωάς μου είναι θυμωμένος:


Δεν θέλει να προσαρμοστεί στα δεδομένα, δεν θέλει να γίνει μικροαστός.


Είμαι θυμωμένος κατά περίπτωση:


Η αντίληψη των πολλών δεν σου επιτρέπει να είσαι ξεχωριστός άνθρωπος, να έχεις ιδιαιτερότητες.


Η ευκολία να γράψω το πρώτο μου βιβλίο:


Συγκέντρωσα διάφορα στοιχεία και είχα την τύχη να συγκλίνουν.


Η ευκολία να εκδώσεις ένα βιβλίο:


Οι εκδοτικοί οίκοι είναι πρόθυμοι να διαβάσουν ό,τι βρεθεί στα χέρια τους.


Εγραψα με πένα:


Και το δεύτερο βιβλίο μου και μπορώ να πω ότι ήταν επώδυνο.


Ενα καλό βιβλίο:


Φαίνεται από τις πρώτες 50 σελίδες.


Ενα κακό βιβλίο:


Δεν το αφήνω στη μέση. Ολα έχουν να σου προσφέρουν κάτι.


Ενα βιβλίο που διαβάζω ξανά και ξανά:


«Η αληθινή ζωή του Σεμπάστιαν Νώε» του Ναμπόκοφ.


Συγγραφέας δεν είναι ένα ακόμη επάγγελμα:


Το αντιμετωπίζω ως κάτι που ξέρω να κάνω· ό,τι άλλο και αν έκανα θα ήμουν ελαφρώς ανεπαρκής.


Ο λόγος που γράφω:


Για να δικαιώσω τη ζωή μου.


Η ζωή είναι ανιαρή:


Αν μέσα από αυτά που γράφεις δεν την επινοείς.


Εμμονη ιδέα προτού γράψω το δεύτερο βιβλίο:


Να μη μοιάζει με το πρώτο.


Προς αποφυγή όταν γράφω:


Ολο αυτό το μελό και η ζάχαρη.


Αγαπημένη φράση από τον «Μηχανισμό της σύγχυσης»:


«Βγάλ’ τον καρκίνο».


Ο λόγος:


Είναι η διάθεση να καταριέσαι τον κόσμο νιώθοντας αυτή τη λύτρωση.


Το πιο αηδιαστικό βιβλίο:


«Το άρωμα» του Ζισκίντ.


Δεν δανείζω τα βιβλία μου:


Δεν φέρονται όλοι με λεπτότητα. Οταν διαβάζω, το βιβλίο το κρατάω σε γωνία 90 μοιρών.


Το μέλλον θα είναι κλειστοφοβικό:


Μπορεί να φοράμε και μάσκες οξυγόνου.


Αν έγραφα την αυτοβιογραφία μου θα έβαζα τίτλο:


«Ο κατάσκοπος της κάθε μέρας».


Και θα τελείωνε:


«Περιμένω να πεθάνω γιατί αρκετά έζησα». Αντζελα Δημητρακάκη




«Ανταρκτική»:


Ο τίτλος του πρώτου μου βιβλίου λειτουργεί συμβολικά.


Τι εννοώ:


Οι χαμένες γεωγραφίες περιλαμβάνουν και χαμένους χρόνους και η ηρωίδα μου είναι μια κοπέλα που έχει ξεχάσει ένα κομμάτι της μνήμης της.


Είμαστε χαμένοι στον χρόνο:


Υπάρχει μια αμηχανία μπροστά στα πράγματα και στις καταστάσεις που ζούμε.


Δεν πλαστογραφώ ανθρώπους:


Απλώς οι ήρωές μου έχουν χαρακτηριστικά από διάφορους ανθρώπους.


Θυμώνω:


Με τη νέα ελληνική λογοτεχνία. Σαν κορίτσι των ’90ς τα βιβλία που διαβάζω με απομακρύνουν.


Ο λόγος που έγραψα το βιβλίο:


Ανθρωποι σαν κι εμένα που δεν βλέπουν πουθενά τον εαυτό τους να τον βρουν σε αυτό το βιβλίο.


Δεν με σοκάρει το χάσμα των γενεών:


Αλλά η απόσταση μεταξύ ανθρώπων της ίδιας γενιάς.


Προς αποφυγή όταν γράφω:


Οι αμετάκλητες αποφάσεις και η βία.


Γράφω μόνο στον υπολογιστή:


Εχει αλλάξει ο γραφικός μου χαρακτήρας. Σε μια πρόταση μπορεί να γράψω με τρεις διαφορετικούς τρόπους.


Σκέφτομαι πιο καθαρά:


Οταν χορεύω, αλλά δεν μπορώ να σημειώσω τις σκέψεις μου και δυστυχώς μετά δεν τις θυμάμαι.


Αγοράζω ένα βιβλίο:


Διαβάζοντας τυχαία αποσπάσματα από το εσωτερικό του.


Διαβάζω ξανά και ξανά:


«Το παυσίπονο» του Τατσόπουλου και την «Κασσάνδρα και τον λύκο» της Καραπάνου.


Δεν αντιμετωπίζω το γράψιμο ως επάγγελμα:


Αν επαγγελματισμός είναι να παράγεις σύμφωνα με κάποιες προδιαγραφές.


Δεν ήθελα να γράψω ένα κλειστοφοβικό βιβλίο:


Στόχος μου να βγάλω την Ελλάδα από την «απομόνωση».


Το καλύτερο σχόλιο για το βιβλίο μου:


Οτι η γραφή δεν είναι διδακτική.


Ενώ το χειρότερο:


Είπε κάποιος: «Ωραία, τώρα έγραψες αυτό, την επόμενη φορά θα καταφέρεις να πας και πέρα από την αυτοβιογραφία».


Η αγαπημένη φράση μου από την «Ανταρκτική»:


«Τα λάθη μας διορθώνουν συνεχώς το ένα το άλλο».


Κακομεταχειρίζομαι τα βιβλία μου:


Φαίνεται ότι τα έχω διαβάσει όχι μόνο από τις σημειώσεις αλλά και από τα αποτυπώματα που έχει αφήσει η κούπα του καφέ μου.


Ενα ταξίδι στον χρόνο:


Θα πήγαινα μπροστά, εκεί όπου υπάρχει ο έλεγχος της αλλαγής.


Η μαγεία του να είσαι συγγραφέας:


Αποκτάς μια δύναμη πάνω στις καταστάσεις που την καθορίζει το μυαλό σου και μόνο.


Στην αυτοβιογραφία μου θα έβαζα για τίτλο:


Το αγαπημένο μου τραγούδι «Sweet Crime» («Γλυκό Εγκλημα») ένα πολύ τραγικό τραγούδι με έναν πολύ ειρωνικό τίτλο. Κώστας Κατσουλάρης





«Ιστορίες
από τον αφρό»:


Γιατί ο αφρός δεν είναι μόνο η επιφάνεια.


Επιφάνεια έχουμε όλοι μας:


Ο λόγος όμως είναι αυτός που μας χαρακτηρίζει.


Το βιβλίο γράφτηκε χωρίς πολλή σκέψη:


Δεν είχα στόχους, απλώς βγήκε.


Γράφω αυτοβιογραφικά αλλά με θεραπευτικό τρόπο:


Δεν μπορώ να γράφω για πράγματα που δεν τα έχω ζήσει έστω και από καραμπόλα.


Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι υπαρκτά πρόσωπα:


Είναι τρομερά αλαζονικό να λες ότι ένα πρόσωπο είναι υπαρκτό, όταν γράφεις γι’ αυτό πέντε αράδες.


Διαβάζοντας ένας αναγνώστης το βιβλίο μου:


Θα ήθελα να του μένει το άρωμα της εποχής.


Αν χαρακτήριζα το άρωμα:


Θα ήταν ελαφρό και απροσδιόριστο συγχρόνως.


Αισθάνομαι ότι με προδίδει ο εαυτός μου:


Πολλές φορές άλλα θέλω να κάνω εγώ και άλλα κάνει αυτός. Σαν να είναι ένα άλλο πρόσωπο.


Προς αποφυγή:


Οι βαρύγδουποι τίτλοι, όπως «Η θυσία της αγάπης», «Η σιωπή του αισθήματος».


Ο τίτλος πρέπει να είναι λίγο πιο κάτω από το περιεχόμενο:


Ενας τίτλος όπως οι παραπάνω προϋποθέτει ένα αριστούργημα.


Σύμμαχός μου όταν γράφω:


Ο ηλεκτρονικός υπολογιστής.


Αγοράζω ένα βιβλίο:


Αφού διαβάσω την αρχή και το τέλος του.


Δεν γράφω από χόμπι:


Η έννοια έχει μια ελαφρότητα που δεν αρμόζει σε αυτό που κάνω.


Η μοναξιά του συγγραφέα:


Ο τελευταίος άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε ακτίνα τέτοια που να μην τον βλέπω αλλά και να μην τον ακούω.


Η ζωή μας δεν προσφέρεται για μυθιστόρημα:


Αυτός είναι και ο λόγος που κατέφυγα σε αυτή τη σπονδυλωτή γραφή.


Ενα μυθιστόρημα είναι επιτυχημένο:


Οταν έχει εμπορική επιτυχία.


Ηθελα να ανοίξει η γη και να με καταπιεί:


Οταν ο πελάτης ενός βιβλιοπωλείου είχε στα χέρια του το βιβλίο μου.


Το χειρότερο σχόλιο που γράφτηκε για το βιβλίο μου:


Σε μια οικονομική εφημερίδα· τελείωνε κάποιος την κριτική του, αφού με είχε καταβαραθρώσει: «… και τι μας νοιάζει εμάς για ένα Χάρη που έχει μπαρ στο Κολωνάκι;».


Διαβάζω ξανά και ξανά:


Τα διηγήματα του Ρεϊμόντ Κάρβερ.


Γράφω ξανά και ξανά:


Τα ψώνια για το σουπερμάρκετ.


Αγαπημένη φράση από το βιβλίο μου:


«Για μία ακόμη φορά η πραγματικότητα ερχόταν να διαλαλήσει, σε πείσμα κάθε αφελούς, πως χαρούμενο τέλος στον έρωτα δεν υπάρχει και πως, όταν καμιά φορά μοιάζει για τέτοιο, είτε δεν πρόκειται πια για έρωτα είτε δεν είναι ακόμη το τέλος».


Στην αυτοβιογραφία μου θα έβαζα τίτλο:


«Μια στον αφρό, μια στον βυθό».


Και θα τελείωνε με τη φράση:


«Ως εδώ καλά». Ελιάνα Χουρμουζιάδου


«Η γειτονιά των καλών κλεφτών»:


Μια πολύ ειλικρινής κατάθεση βιωμάτων μιας μικρής κοπέλας. Μετά από χρόνια όμως όλα αλλάζουν.


Εχω πολλές παρατηρήσεις για το πρώτο μου βιβλίο:


Τότε είχα εξωραΐσει πολλά πράγματα. Δεν είχα μπει ακόμη στη διαδικασία της απομυθοποίησης.


Με θυμώνει:


Η ζωή σ’ αυτή τη φρικτή πόλη, για να ξεφύγω λοιπόν γράφω.


Η γειτονιά των καλών κλεφτών στην πραγματικότητα βρίσκεται:


Στο Κολωνάκι.


Στη φαντασία μου όμως:


Οπου υπάρχουν άνθρωποι.


Συγγραφέας γίνεσαι:


Οχι μόνο όταν έχεις ευχέρεια στο γράψιμο αλλά όταν γνωρίζεις πολύ καλά τη γλώσσα και έχεις διαβάσει πολύ.


Ολοι γράφουν με καλή πρόθεση:


Αλλά οι αναγνώστες δεν αναγνωρίζουν ελαφρυντικά στον συγγραφέα.


Το χειρότερο σχόλιο που έχουν γράψει για το βιβλίο μου:


Οτι έχω αντιγράψει άλλους συγγραφείς.


Ενας λόγος που δεν έκανα όλες τις δυνατές διορθώσεις στο βιβλίο:


Ηταν γιατί έγραφα σε γραφομηχανή.


Κρατάω ακόμη και τα σκουπίδια που γράφω:


Με τη σκέψη ότι κάποια στιγμή μπορεί να τα δουλέψω ξανά.


Προτού αγοράσω ένα βιβλίο:


Κοιτάω πάντα το οπισθόφυλλο.


Διαβάζω ξανά και ξανά:


«Το ηφαίστειο» του Μάλκολμ Λόουλι.


Είμαι ακουστικός τύπος:


Μπορεί να γίνει αφορμή για να ξεκινήσω να γράφω ένα τραγούδι ή κάτι που άκουσα στην τηλεόραση.


Κλέβω τις ζωές των άλλων:


Δεν αισθάνομαι τύψεις, γιατί έχουν υποστεί τόσο ριζικές αλλαγές που δεν καταλαβαίνουν ούτε οι ίδιοι ότι πρόκειται γι’ αυτούς.


Οταν γράφεις πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό:


Είναι αυτό που δεν κάνω ποτέ. Συνήθως γράφω δέκα με δύο το βράδυ.


Εχω ανακυκλώσει πολλά βιβλία:


Αυτά που δεν μου αρέσουν για να μην τα πετάξω στα σκουπίδια.


Διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον:


Τα βιβλία του Φαίδωνα Βαμβακάκη.


Τώρα διαβάζω:


«Το μαύρο βιβλίο» του Ορχάν Παμούκ.


Προϋπόθεση προτού ανοίξω ένα βιβλίο:


Να είμαι χαλαρή. Δεν ισχύει αυτό που λένε «διαβάζω για να χαλαρώσω».


Αν έγραφα την αυτοβιογραφία μου, θα ξεκινούσε:


Από την πρώτη μου ανάμνηση.


Οταν βλέπω ένα βιβλίο μου τυπωμένο:


Σκέφτομαι: «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα».