«Ζούμε περίεργες εποχές και είναι περίεργες και για τους κινηματογραφιστές» μου είχε πει στο παρελθόν ο Βιμ Βέντερς σε μια συνάντησή μας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. «Σήμερα έχεις τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα στο παραδοσιακό φιλμ 35 mm και στο ψηφιακό –ανάλογα με το είδος της ταινίας που θέλεις να κάνεις. Αυτή η δυνατότητα δεν υπήρχε παλιά».
Ο Βέντερς είχε μιλήσει αρκετά για τη δυνατότητα επιλογής της «γλώσσας» που αναζητεί η νέα –κυρίως –γενιά κινηματογραφιστών, «η πρώτη γενιά που έχει τη δυνατότητα να το κάνει. Οσο μεγαλώνω τόσο θέλω να γυρίζω ταινίες, και πέρα από καθετί μού αρέσει να πειραματίζομαι» είχε συμπληρώσει ο Βέντερς με συγκρατημένο πάθος στη φωνή του.
Αλλά αυτό δεν έκανε πάντοτε; Στη μακρά πορεία του στον κινηματογράφο ο Βιμ Βέντερς υπήρξε πάντοτε ένας κινηματογραφιστής-πειραματιστής. Γεννημένος τον Αύγουστο του 1945 στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας, αφού έκανε σπουδές ιατρικής και φιλοσοφίας χωρίς να ολοκληρώσει ούτε τις μεν ούτε τις δε, ο Βέντερς στη δεκαετία του 1970 εξελίχθηκε σε «βαρόνο» του Νέου Γερμανικού Κινηματογραφικού Κύματος με εμβληματικούς εκπροσώπους τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, τον Βέρνερ Χέρτσογκ και τον Φόλκερ Σλέντορφ. Πρωταγωνιστής του καλλιτεχνικού μανιφέστου του κινήματος των «ευαισθητοποιών του Μονάχου», ο Βέντερς υπήρξε επίσης ιδρυτής του Filmverlag der Autoren. Σήμερα και ενώ έχει περάσει πια τα 70, ο Βέντερς, ανήσυχος και παραγωγικός, δεν έχει σταματήσει τους πειραματισμούς. Αρκεί να θυμηθεί κανείς το σπουδαίο ντοκιμαντέρ του «Pina», έναν φόρο τιμής στη χορογράφο Πίνα Μπάους σε 3D, ή το «Ολα θα πάνε καλά», το οποίο, παρότι ψυχολογικό δράμα, ο Βέντερς γύρισε σε 3D ακριβώς επειδή στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος το τρισδιάστατο υποτίθεται ότι δεν ταιριάζει με τίποτε.
Στη χώρα μας ο κινηματογράφος του Βιμ Βέντερς είχε ανέκαθεν φανατικό σινεφίλ κοινό που αγάπησε την πρώτη περίοδό του, γνωστή και ως «περίοδο της περιπλάνησης». Οι ταινίες της περιπλάνησης διακρίνονται από μια λιτότητα στους διαλόγους, ένα ύφος ποιητικό αλλά και αρκετά εσωστρεφές. Η περίοδος αυτή του Βέντερς αρχίζει με το «Καλοκαίρι στην πόλη» το 1969 και ωριμάζει λίγο αργότερα με την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι», μια ταινία που επανεκδίδεται στους κινηματογράφους από τη Strada Films, η οποία πριν από λίγο καιρό ρίσκαρε με δύο ακόμη επανεκδόσεις ταινιών του ίδιου σκηνοθέτη, τα «Φτερά του έρωτα» και το «Παρίσι, Τέξας», οι οποίες τηρουμένων των αναλογιών βρήκαν (ή ξαναβρήκαν) το κοινό τους και κινήθηκαν ικανοποιητικά στα ταμεία.
Στην «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» παρακολουθούμε την ιστορία του τερματοφύλακα Γιόζεφ Μπλοκ (Αρτουρ Μπράους), ο οποίος κατά τη διάρκεια ενός εκτός έδρας παιχνιδιού χάνει τον έλεγχό του και έπειτα από καβγά με τον διαιτητή αποβάλλεται έχοντας δεχθεί ένα γκολ. Φεύγοντας από το γήπεδο ο Μπλοκ ξεκινά μια άσκοπη περιπλάνηση στην ξένη πόλη. Περνάει την ώρα του σε έναν κινηματογράφο και το βράδυ κοιμάται με την ταμία. Το επόμενο πρωί και χωρίς κανέναν προφανή λόγο τη δολοφονεί. Μόνος ξανά, θα κατευθυνθεί προς την επαρχιακή πόλη όπου κατοικεί η πρώην κοπέλα του…
Περισσότερο από καθετί όμως, ο «Τερματοφύλακας» σηματοδοτεί την αφετηρία του μοναχικού περιπατητή, αρχετυπικού ήρωα των πολύ πιο γνωστών ταινιών εκείνης της περιόδου του Βέντερς, «Λάθος κίνηση», «Η Αλίκη στις πόλεις» και του αριστουργήματός του «Στο πέρασμα του χρόνου».
Οι ήρωες του Βέντερς είναι ταξιδευτές χωρίς αστέρι, άνθρωποι που δεν πιστεύουν σε τίποτε, ούτε στην κοινωνική επιτυχία, ούτε στη δημιουργία, ούτε καν στις ανθρώπινες σχέσεις. Ακολουθούν μια ζωή περιπλάνησης, η αποφυγή της πραγματικής επαφής με τους άλλους είναι η προτεραιότητά τους. Δεν είναι ιδεολόγοι, ούτε αμφισβητίες, «έχουν τη γαλήνια βεβαιότητα εκείνων που έχουν φτάσει στο τέλος του δρόμου προτού καν ξεκινήσουν», όπως σημειώνει στο βιβλίο της «Ο κινηματογράφος της περιπλάνησης» η θεωρητικός Ανι Γκόλντμαν.
Για την «Αγωνία του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» η «Frankfurter Allgemeine Zeitung» αναφέρει ότι «η τεχνική του Βέντερς να χρησιμοποιεί εικόνες για να κρατήσει ανέπαφη την πλοκή μετατρέπει την ταινία σε ορόσημο του Νέου Γερμανικού Κινηματογράφου» και το «Time Out» επισημαίνει ότι «περισσότερο από τις μετέπειτα ταινίες του, το στυλ του Βέντερς εδώ έχει αξιοσημείωτη ποιότητα –κάθε καρέ σε ακολουθεί για εβδομάδες».
Ακόμη και όταν το σασπένς έχει τον πρώτο λόγο, όπως συμβαίνει στον «Αμερικανό φίλο» (1977), οι περισσότεροι ήρωες του Βέντερς από το «Καλοκαίρι στην πόλη» ως το «Παρίσι, Τέξας» (1984) είναι μοναχικά άτομα που ακολουθούν ακαθόριστα δρομολόγια. Αυτό που έχει σημασία στο σινεμά του Βέντερς δεν είναι ο προορισμός, ο σκοπός, αλλά το ίδιο το ταξίδι, η διαδρομή. Ωστόσο τίποτε δεν προμηνύει ότι η εμπειρία θα αλλάξει τους ταξιδιώτες σε κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι.

«Δεν τη συνήθισα ακόμη αυτή τη χώρα. Εξακολουθεί να με εκπλήσσει»
«Εμαθα να κάνω τον διαχωρισμό ανάμεσα στη δική μου προσδοκία της «Aμερικής» και στην αμερικανική πραγματικότητα»
έγραφε ο Βέντερς την εποχή της ταινίας «Παρίσι, Τέξας», τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών το 1984. «Τώρα ξέρω ότι ο ερημότοπος δυτικά του ποταμού Χάντσον είναι και αυτός, ή είναι κυρίως αυτός, η Αμερική. Ξέρω επίσης ότι ακόμη πιο δυτικά, στην Αριζόνα, στη Γιούτα ή στο Νέο Μεξικό, βρίσκεται εκείνη η Αμερική που νοσταλγώ περισσότερο. Και ξέρω επίσης ότι ακόμη πιο δυτικά κι από εκεί, στην Ακτή, στο Λος Αντζελες, αρχίζει ένας άλλος πλανήτης που επίσης ονομάζεται Αμερική. Δεν τη συνήθισα ακόμη αυτή τη χώρα. Ακόμη με εκπλήσσει.
Και πιο πολύ κάθε φορά που επιστρέφω από την Ευρώπη, από τον Παλαιό Κόσμο».
Το «Παρίσι, Τέξας» είναι ένα ακόμη οδοιπορικό, αυτή τη φορά στο αχανές αμερικανικό τοπίο, την έρημο του Τέξας όπου κινείται σαν φάντασμα ο Τράβις (Χάρι Ντιν Στάντον), ένας τσακισμένος από τη ζωή άνδρας που θα τεθεί υπό την προστασία του αδελφού του (Ντιν Στόκγουελ). Το στεγνό τοπίο της ερήμου του Τέξας (το Παρίσι είναι μια πόλη αυτής της Πολιτείας) βοηθά τον Βέντερς να «μεταφέρει» στην Αμερική τη μινιμαλιστική αισθητική των γερμανικών ταινιών του, ενώ το τραυματισμένο ερωτικό παρελθόν του Τράβις είναι σπαραξικάρδιο από τη στιγμή που το συναντά και πάλι μπροστά του στο πρόσωπο της Ναστάζια Κίνσκι.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ