Τον Οκτώβριο του 1878 ο Ιψεν βρίσκεται στη Ρώμη. Αναζητεί πυρετωδώς την «τραγωδία των μοντέρνων καιρών». Γράφει το νέο έργο του. Στο επίκεντρο, μια γυναίκα, σύζυγος και μητέρα, η οποία, σύμφωνα με τις σημειώσεις του συγγραφέα, καταλήγει μπερδεμένη και ανήμπορη να ξεχωρίσει το σωστό από το λάθος. (…) Μια γυναίκα δεν δύναται να είναι ο εαυτός της στη σύγχρονη κοινωνία εφόσον πρόκειται για μια αποκλειστικά ανδρική κοινωνία με νόμους που σχεδίασαν οι άνδρες.
Την ονόμασε Νόρα. Εναν χρόνο αργότερα η Νόρα έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της και ο ήχος τάραξε τα θεμέλια του θεατρικού κατεστημένου. Η πρεμιέρα του «Κουκλόσπιτου» στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης τον Δεκέμβριο του 1879 προκάλεσε πληθώρα οργισμένων αντιδράσεων. Αυτό που ενόχλησε περισσότερο κοινό και κριτικούς δεν είχε να κάνει με το «γυναικείο ζήτημα», όπως αποκαλούσαν τότε το κίνημα γυναικείας χειραφέτησης –παρ’ όλο που οι φεμινίστριες της εποχής έσπευσαν να αναγορεύσουν τη Νόρα σε ίνδαλμά τους.
Αλλα ήταν αυτά που τους έκαναν περισσότερη εντύπωση, όπως φαίνεται: η ατμόσφαιρα αμείωτου πεσιμισμού, το «ανοιχτό» τέλος του έργου (θα γυρίσει ποτέ η Νόρα;) και προπαντός αυτά που θεωρήθηκαν αναληθή κίνητρα της ηρωίδας από δραματουργική άποψη. «Σας ερωτώ ευθέως: Υπάρχει έστω και μία μητέρα ανάμεσα στις χιλιάδες των μητέρων, μία σύζυγος ανάμεσα στις τάξεις των συζύγων, που θα συμπεριφερόταν όπως η Νόρα, που θα εγκατέλειπε τον σύζυγο, τα παιδιά και το σπίτι της απλώς και μόνο για να βρει τον εαυτό της ως «άνθρωπος»; Απαντώ με βεβαιότητα: Οχι και πάλι όχι!» έγραφε επιφανής –και προφανώς οργισμένος –δανός κριτικός της εποχής ονόματι Μ. Γ. Μπρουν στην εφημερίδα του.
Η μεταμόρφωση


Η πρώτη Νόρα, η ηθοποιός Μπέτι Χένινγκς, αναδύθηκε ως μια «νεαρή, άπειρη, αφελής και ανέμελη σύζυγος», η οποία στην Τρίτη Πράξη μεταμορφώθηκε σε μια συνειδητοποιημένη και ώριμη γυναίκα που ξεπερνά τη σύγχυση και την απογοήτευσή της «για να γίνει αυτό που πρέπει να γίνει (…), εντελώς ανώτερη από τον σύζυγό της», σύμφωνα με άλλον, πιο συμπαθώς κείμενο κριτικό.
Παρά τις ενστάσεις, η πρώτη παρουσίαση του «Κουκλόσπιτου», ενός έργου που σήμανε την άφιξη του μοντερνισμού στο ευρωπαϊκό θέατρο, αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας για όλα τα μετέπειτα ανεβάσματα. Παρέμεινε στο ρεπερτόριο του Βασιλικού Θεάτρου για 28 ολόκληρα χρόνια σημειώνοντας «απαράμιλλη επιτυχία», όπως παραδέχθηκε ακόμη και ο ίδιος ο Ιψεν.
Εργο για την εξέγερση


Η Νόρα σκοτεινιάζει όσο περνούν τα χρόνια. Η Αγκνες Σόρμα (Βερολίνο, 1894) προσδίδει μια τρομερή επιθετικότητα στον ρόλο. Η περίφημη σκηνή της αντιπαράθεσης του τέλους δείχνει καθαρά πώς η αγάπη έγινε μίσος και διψάει για αίμα. Ο θρίαμβος της γυναικείας περιφρόνησης. Την ίδια χρονιά στο Παρίσι η Γκαμπριέλ Ρεζάν διαβάζει το «Κουκλόσπιτο» ως ένα έργο για την εξέγερση. Κάθε βράδυ η Νόρα «επαναστατούσε ενάντια στον άνδρα της, τη μοίρα της, ενάντια στην αγάπη της και στον εαυτό της» έγραψαν οι κριτικοί. Η αναχώρησή της, στο τέλος, θύμιζε ηρωική έξοδο: μιας γυναίκας που σπάει τα δεσμά της και οδεύει προς την ελευθερία.
Το έργο πέρασε από τον 19ο αιώνα στον 20ό χάρη στο αντι-νατουραλιστικό στυλ του κορυφαίου ρώσου σκηνοθέτη Βζέβολντ Μάγερχολντ. Πρώτη φορά το ανέβασε το 1906 με τη Βέρα Κομισαρέβσκαγια και μερικά ετοιμόρροπα έπιπλα. Επέστρεψε με την ίδια λογική του «ξεγυμνώματος» το 1922: ένα οπτικό χάος στήθηκε πάνω στη σκηνή «που έδινε την εντύπωση ότι όλα κατέρρεαν, όλα πήγαιναν κατά διαβόλου» θυμάται ο Αϊζενσταϊν, τότε μαθητής του Μέγερχολντ. «Μέσα σε αυτό το σκηνικό η φράση του Χέλμερ «Είναι ωραία εδώ, Νόρα, είναι ζεστά» δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει την τρικυμιώδη αντίδραση του κοινού». Είναι απέναντι σε αυτόν τον διαλυμένο μικροαστικό κόσμο που επαναστατεί η Νόρα…
Κοινωνικές μαριονέτες


Το θέμα της υποκρισίας ξαναπιάνει ο δαιμόνιος Φασμπίντερ στην τηλεοπτική εκδοχή του «Κουκλόσπιτου» το 1973. Η Νόρα εδώ είναι μια κοσμική κυρία, εξέχων μέλος της καταναλωτικής κοινωνίας, προσκολλημένη στην απόκτηση δύναμης και στη διατήρηση της κοινωνικής θέσης της. Η καινοτομία του Φασμπίντερ είναι πως παρουσιάζει τη Νόρα εξίσου υπεύθυνη με τον σύζυγό της για τον άρρωστο γάμο τους. Είναι και οι δυο τους κούκλες, κοινωνικές «μαριονέτες». Στην τελευταία σκηνή η Νόρα, εντελώς ειρωνική και ανέκφραστη, δεν εννοεί λέξη από όσα λέει περί νέας αρχής και επιμόρφωσης του εαυτού. Στην πραγματικότητα, δεν έχει καν λόγο να φύγει: σε αυτή τη συζυγική μάχη για εξουσία εκείνη είναι ούτως ή άλλως νικητής.
Η σφραγίδα του Μπέργκμαν


Τελευταίος σημαντικός σταθμός στην πορεία της συναρπαστικής ηρωίδας του Ιψεν αποδείχθηκε το ανέβασμα του Ινγκμαρ Μπέργκμαν στο Μόναχο το 1981. Ο Μπέργκμαν μαζί με τον σκηνογράφο του μετέτρεψε τη σκηνή σε ένα «κουτί» επενδυμένο με σκούρο κόκκινο βελούδο. Η απουσία πόρτας και παραθύρων ενέτεινε την αίσθηση εγκλωβισμού. «Ούτε αέρας ούτε φως ούτε ήχος από τον έξω κόσμο διαπερνούσε αυτό το ερμητικά κλειστό και σφραγισμένο βασίλειο κοκαλωμένων κοινωνικών αξιών και συμβάσεων» έγραφε η γερμανική εφημερίδα «Rheinischer Merkur».
Η Νόρα έμοιαζε φυλακισμένη σε ένα όνειρο από το οποίο πάσχιζε να ξεφύγει. Στην τολμηρή αυτή διασκευή δεν υπήρχαν υπηρέτριες ή κουδούνια ή ξεκάθαρη αλληλουχία γεγονότων αλλά «μια διαισθητική προσέγγιση που βασιζόταν στη σύνθεση αντιθέσεων και συνειρμών» (Φρέντρικ και Λίζε-Λόνε Μάρκερ, Ibsen’s Lively Art). Ηταν από την αρχή προφανές ότι τόσο η Νόρα (Ρίτα Ρούσεκ) όσο κα ο Χέλμερ βρίσκονταν παγιδευμένοι μέσα στα όρια των ρόλων που τους είχαν ανατεθεί. Απλώς η Νόρα ήταν η μόνη που αντιλαμβανόταν, έστω θολά, όλη αυτή τη μασκαράτα. Η απόφασή της να φύγει γεννιέται από μέσα της, «από την ίδια τη συνειδητοποίηση της απομόνωσης και της πνευματικής αποξένωσής της».
Πάνω από όλα, όμως, η εκδοχή του Μπέργκμαν ήρθε να επαναπροσδιορίσει το «Κουκλόσπιτο» και να αποτινάξει τον ζυγό της ανούσιας αληθοφάνειας, όπως αυτή συνήθως νοείται στις παραστάσεις του Ιψεν, μέσα από σαλόνια με έπιπλα εποχής, ταπετσαρίες και τσαγερά που σφυρίζουν. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης στάθηκε απέναντι στο έργο αποφασισμένος να αναδείξει την πνευματική και ψυχολογική διάσταση που βράζει κάτω από την επίστρωση ρεαλισμού. Πλησίασε συνεπώς σε αυτό που δήλωνε εμφατικά ο συγγραφέας το 1898 όταν κλήθηκε να μιλήσει στον Νορβηγικό Σύλλογο για τα Δικαιώματα της Γυναίκας: «Για μένα ήταν εξαρχής ζήτημα ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στόχος μου ήταν η δημιουργία ανθρώπινων όντων».
Κάθε εποχή έχει τη Νόρα που της ταιριάζει: τη Νόρα που ενσαρκώνει καλύτερα τους φόβους, τις αγωνίες και τις επιθυμίες μας καθώς αναζητούμε μια διέξοδο, μια πόρτα να κλείσουμε πίσω μας. Κι όπου μας βγάλει…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ