Τσιγκόζιε Ομπιόμα
Οι ψαράδες
Εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ. 384, τιμή 16,60 ευρώ

Σε μια πόλη της Δυτικής Νιγηρίας τη δεκαετία του ’90 ο πατέρας μιας πολυμελούς οικογένειας με έξι παιδιά παίρνει μετάθεση και φεύγει από το σπίτι. Η μάνα μένει πίσω με τα τέσσερα αγόρια της, ηλικίας από 9 ως 15 χρόνων, και τα δύο «μικρά» της, μωρά ακόμη για να είναι σε θέση να της προκαλέσουν αναστάτωση. Τα αγόρια, ατίθασα και ελεύθερα από την πατρική ηγεμονία, το σκάνε από το σχολείο και πηγαίνουν να ψαρέψουν σε ένα γειτονικό ποτάμι. Εκεί θα συναντήσουν μια μέρα τον «τρελό του χωριού». Πρόκειται για έναν παραληρηματικό νέο ο οποίος περιφέρεται στους δρόμους και ζει σαν το σκυλί εκστομίζοντας αναπάντεχες προφητείες, δυσοίωνες και μακάβριες. Αυτός ο άνθρωπος θα προβλέψει ότι ο μεγάλος γιος θα σκοτωθεί από ένα από τα αδέλφια του. Τρελός είναι, ό,τι θέλει λέει, όμως τυχαίνει οι προφητείες του να εκπληρώνονται με μεγάλη ακρίβεια. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα η ισορροπία της οικογένειας θα διαταραχθεί ανεπανόρθωτα. Αυτή είναι η σύνοψη του βιβλίου του Τσιγκόζιε Ομπιόμα, ο οποίος βρέθηκε με το πρώτο μόλις βιβλίο του στη βραχεία λίστα του Booker για το 2015.

Στεγνή και πεζή, χωρίς τους χυμούς της γραφής του 29χρονου Νιγηριανού, όπως τα ίγκμπο και τα γιορούμπα που παρεμβάλλονται στο κείμενό του, οι διάλεκτοι δηλαδή των δύο μεγαλύτερων φυλών της Νιγηρίας. Αφασική, χωρίς τους χτύπους της καρδιάς της Αφρικής που πάλλονται σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Από την αρχή κιόλας κάθε κεφαλαίου όπου κάθε χαρακτήρας παρομοιάζεται με ένα πουλί ή ένα ζώο σκέφτεσαι την αφρικανική σαβάνα. Στο βιβλίο του Ομπιόμα μπορείς να νιώσεις τη σκόνη από τους χωματόδρομους της πόλης όπου διαδραματίζεται η υπόθεση, μπορείς να μυρίσεις την ελαφριά δυσωδία από το ρυπαρό ποτάμι όπου τα παιδιά τσαλαβουτούν χαρούμενα, να αισθανθείς το τράνταγμα του πατέρα-οδηγού που προσπαθεί να οδηγήσει το αυτοκίνητό του σε δρόμους γεμάτους λακκούβες, να συναισθανθείς την κωμικοτραγική ορισμένες φορές σύγκρουση ανάμεσα στον παραδοσιακό και στον δυτικό τρόπο ζωής. Οποιος έχει ταξιδέψει νότια της Βόρειας Αφρικής θα καταλάβει ακριβώς για ποιο πράγμα μιλάω.
Ο νέος Τσινούα Ατσέμπε;


Οποιος δεν το έχει κάνει μπορεί να αφεθεί στην αφηγηματική δεινότητα του Ομπιόμα. Οι «New York Times» μάλιστα τον χαρακτήρισαν τον νέο Τσινούα Ατσέμπε, το Booker του 2007, χάρη σε αυτό το εντυπωσιακό ντεμπούτο, το οποίο βεβαίως δεν περιορίζεται στην ακριβή μεταφορά του couleur locale. «Οι ψαράδες» είναι μια μυθική ιστορία βιβλικών διαστάσεων, «μια αφρικανική τραγωδία βγαλμένη από αρχαιοελληνικές και σαιξπηρικές μήτρες» όπως τη χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας της. «Μεγάλωσα καταβροχθίζοντας ελληνικές τραγωδίες» λέει ο γελαστός Ομπιόμα από το Λίνκολν των ΗΠΑ, όπου βρίσκεται από το φθινόπωρο του ’15 προκειμένου να διδάξει δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο της Νεμπράσκα. «Αγαπούσα ιδιαίτερα τα έργα του Ομήρου και του Σαίξπηρ. Η ιδέα ότι η μοίρα ίσως και να είναι προδιαγεγραμμένη πάντα με συνάρπαζε. Βλέπετε, εμείς οι Αφρικανοί είμαστε πολύ δεισιδαίμονες. Πιστεύουμε στις προφητείες και στα οράματα. Επειδή κάποιες φορές γίνονται πραγματικότητα, αναρωτιόμουν αν ορισμένοι άνθρωποι έχουν όντως τη δύναμη να προβλέψουν το μέλλον ή είμαστε εμείς με τις πράξεις που προκαλούμε να συμβεί αυτό που φοβόμαστε».
Η οικογενειακή ιστορία που βρίσκεται στο επίκεντρο των «Ψαράδων» είναι εν μέρει αυτοβιογραφική. «Λένε ότι όταν ένας συγγραφέας γράφει το πρώτο βιβλίο του αναπόφευκτα μπαίνει στον πειρασμό να γράψει αυτά που γνωρίζει. Δεν απομακρύνεται για να εξερευνήσει κάτι ξένο ως προς τις δικές του εμπειρίες» θα πει. Γεννημένος στο Ακουρε της Νοτιοδυτικής Νιγηρίας, ακριβώς όπως και οι ήρωές του, ο Ομπιόμα μεγάλωσε στο θορυβώδες σπίτι μιας πολυμελούς οικογένειας με άλλα 11 αδέλφια. Πάντα θυμόταν με δέος τις αφηγήσεις του πατέρα του για τη σχέση μεταξύ των δύο μεγαλύτερων αδελφών της οικογένειας, την αντιπαλότητα σε μια ανταγωνιστική σχέση, η οποία ωστόσο σταδιακά εξομαλύνθηκε. Αλήθεια, «τι θα συνέβαινε αν τα πράγματα έφταναν στα άκρα;» διερωτήθηκε κάποια στιγμή.
Νοσταλγία στη Βόρεια Κύπρο


Το ερώτημα προέκυψε όταν ο Ομπιόμα βρέθηκε το 2009 στη Βόρεια Κύπρο για να σπουδάσει Αγγλική Λογοτεχνία και ένιωσε νοσταλγία για το σπίτι και την οικογένειά του. Το όνειρό του ήταν να πάει σε πανεπιστήμιο στην Αγγλία για να συγγράψει το βιβλίο του, όμως οι βρετανικές αρχές δεν του παρείχαν την πολυπόθητη βίζα και έτσι βρέθηκε μαζί με άλλους συμπατριώτες του σε αυτή τη no man’s land όσον αφορά τις προοπτικές και δυνατότητες εύρεσης εργασίας. «Κάποιος μου είπε: Γιατί δεν πας στην Κύπρο; Είναι φτηνά και είναι πιο εύκολο να πάρεις βίζα. Το πήρα απόφαση. Εκεί είχε γεννηθεί εξάλλου η θεά Αφροδίτη και θα μπορούσα να δω επιτέλους τη θάλασσα της Μεσογείου. Προτού βρεθώ εκεί δεν ήξερα ότι το νησί είναι διχοτομημένο. Η τουρκική πλευρά είναι λιγότερο ανεπτυγμένη και φτωχή. Παρ’ όλα αυτά, με όλα τα προβλήματα, δεν γίνονταν ποτέ διακοπές ρεύματος, για παράδειγμα. Στη Νιγηρία, μια τόσο μεγάλη και πλούσια σε πλουτοπαραγωγικές πηγές χώρα, έναν τόπο που έχει πετρέλαιο, το ηλεκτρικό κόβεται πολύ συχνά στα σπίτια. Μπήκα σε πολλές σκέψεις. Εχουμε αποτύχει ως λαός, άραγε τι θα μπορούσα εγώ να καταθέσω επ’ αυτού;».
Αποφάσισε λοιπόν να γράψει μια παραβολή προκειμένου να συνενώσει τα δύο ερωτήματα που τον απασχολούσαν. «Ακριβώς όπως η οικογένεια στην ιστορία ήταν ενωμένη και αγαπημένη μέχρι που ήρθε ένας «τρελός» και διατάραξε την ισορροπία, έτσι και η Νιγηρία ήταν κάποτε ενωμένη μέχρι που ήρθαν οι Βρετανοί και κατέστρεψαν τα πάντα με την αποικιοκρατία. Πήραν εθνοτικές ομάδες με ελάχιστα ως κανένα κοινό μεταξύ τους και τις ένωσαν μεταξύ τους για να σχηματίσουν ένα κράτος. Οι Βρετανοί κάποια στιγμή έφυγαν το 1960 και έξι χρόνια μετά μία από τις μεγαλύτερες φυλές θέλησε να αποσχιστεί. Ο συνεπακόλουθος πόλεμος της Μπιάφρα ήταν ένας από τους πιο αιματηρούς στην ιστορία της Αφρικής και οι Βρετανοί αναμείχθηκαν σε αυτόν για να διασφαλίσουν ότι η Νιγηρία θα μείνει ενωμένη. Γιατί δεν κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα όταν ζούσαμε όπως είχαμε επιλέξει εμείς, χωρίς να μας υποδεικνύει κανείς τι θα κάνουμε; Δεν είμαι δογματικός, αλλά νομίζω ότι το ιδανικό θα ήταν να διαλύαμε τη χώρα που δημιούργησαν οι Βρετανοί και να σκεφτούμε από μόνοι μας πού θέλουμε να οδηγηθούμε. Η απληστία όμως και ο εγωισμός μάς εμποδίζουν να αλλάξουμε τη χώρα και να γίνουμε κυρίαρχοι της μοίρας μας».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ