Πριν από δυο χρόνια ο σκηνοθέτης Βασίλης Λουλές παρουσίασε το ντοκιμαντέρ «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί», ένα ιδιαίτερο ταξίδι στον μαγικό κόσμο των παραμυθιών. Γιαγιάδες και παππούδες, λαϊκοί παραμυθάδες της ελληνικής υπαίθρου αφηγούνται στον κινηματογραφικό φακό παραμύθια και ιστορίες.

Το ντοκιμαντέρ που γυρίστηκε σε χωριά των Τρικάλων Θεσσαλίας το καλοκαίρι του 2013, πήγε πολύ καλά, τόσο στην Ελλάδα, όσο (κυρίως) στο εξωτερικό. Προβλήθηκε για πρώτη φορά στα Τρίκαλα τον Δεκέμβριο του 2013 και στη συνέχεια στην Αθήνα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Φεβρ. 2014).Συμμετείχε στο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης (Μάρτιος 2015) αλλά και σε αφιερώματα για την Παγκόσμια Ημέρα Αφήγησης (20 Μαρτίου) που οργανώθηκαν στο Δήμο Αθηναίων, στη Βιβλιοθήκη Γρεβενών, στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου/Ρόδος και αλλού. Προβλήθηκε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αφήγησης Πηλίου (Αύγουστος 2014), σε καλοκαιρινές εκδηλώσεις και φεστιβάλ στη Χίο και αλλού. Προβλήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Μάρτιο του 2015 σε ειδική εκδήλωση που οργανώ-θηκε από τον Σύλλογο Τρικαλινών Ν. Θεσ/νίκης «Ο ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ» και την Α’ Κοινότητα του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Η διεθνής καριέρα του ντοκιμαντέρ άρχισε τον Οκτώβριο του 2015 όταν έκανε την πρεμιέρα του στη Νέα Υόρκη (New York City Greek Film Festival). Η μετάφραση στα αγγλικά και η κόπια με τους αγγλικούς υπότιτλους έγιναν με την οικονομική ενίσχυση της ΓΑΛΑΚΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ «ΟΛΥΜΠΟΣ». Προσφάτως το Πανεπιστήμιο του ΧΑΡΒΑΡΝΤ των ΗΠΑ το συμπεριέλαβε στη συλλογή του με ταινίες από όλο τον κόσμο, προκειμένου να χρησιμοποιείται για ερευνητικούς σκοπούς και για να ενταχθεί στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Αρκετά ακόμα Πανεπιστήμια της Αμερικής έχουν ζητήσει να κάνουν το ίδιο όπως έκαναν στο παρελθόν με ένα ντοκιμαντέρ του Β. Λουλέ, το «Φιλιά εις τα παιδιά» μέσω του οποίου ο σκηνοθέτης υποκλίνεται στους Ελληνες που με κίνδυνο της ζωής τους έσωσαν μικρούς εβραίους στα χρόνια της Κατοχής
Με αφορμή την προβολή του «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος (Ιερά Οδός 48, Κεραμεικός, τηλ 2103609695- 2103612046) κάθε μέρα στις 17.30, ο Γιώργος Κατσαδώρος, επίκουρος καθηγητής Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αιγαίου και ο σύγχρονος αφηγητής παραμυθιών Γιώργος Ευγενικός αναφέρθηκαν με δύο κείμενά τους στην αξία της.
Τα δημοσιεύουμε αυτούσια παρακάτω.
—————————————–
Ερευνώντας την λαϊκή αφήγηση
του Γιώργος Κατσαδώρου, Επίκουρου καθηγητή λαογραφίας, Πανεπιστημίου Αιγαίου
Το παραμύθι, μια ιδιαίτερη, ίσως και η πιο δημοφιλής και διαδεδομένη κατηγορία του λαϊκού μύθου, αποτέλεσε από τα πολύ παλιά χρόνια ένα βασικό μέσο παρηγοριάς και ψυχαγωγίας του, ενώ έχει αποτελέσει εδώ και αιώνες βασικό αντικείμενο συστηματικής έρευνας και μελέτης των ανθρωπιστικών επιστημών. Η θέση του, βέβαια, στην ανθρώπινη κοινωνία έχει διαφοροποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν, καθώς τόσο ο ‘συνειρμικός’ κόσμος του παραμυθιού έχει οπισθοχωρήσει μπροστά στην ορθολογική σκέψη όσο και ο ρόλος του ανθρώπου-αφηγητή φαντάζει ανίσχυρος μπροστά στην επιβλητικότητα των σύγχρονων Μ.Μ.Ε. Μια διαφορετική όμως ματιά μας δίνει το πρόσφατο (2014) ντοκιμαντέρ του διεθνώς αναγνωρισμένου σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί. Αλλά, προτού φτάσουμε σ’ αυτόν τον στερεοτυπικό παραμυθιακό επίλογο που αποτελεί τον τίτλο του έργου, ας κάνουμε μια σύντομη αναδρομή.
Η μυθοποιητική διάσταση της ανθρώπινης σκέψης δεν περιορίζεται μόνο στην οικειοποίηση της σφαίρας του υπερφυσικού αλλά προχωρά και στον εμπλουτισμό της λαϊκής δημιουργίας με στοιχεία από τον τοπικό πολιτισμό και την καθημερινότητα, δίνοντας στα προϊόντα της σκέψης ένα χαρακτήρα συνάμα τοπικό αλλά και οικουμενικό.
Η μυθολογούσα λαϊκή σκέψη, κυρίαρχη στα πρώτα βήματα του ανθρώπου στη γη ανέκαθεν βοηθούσε ένα σημαντικό αριθμό ανθρώπων στον κόσμο, να κατανοούν σκοτεινές πλευρές του κόσμου, να παρηγορούνται ή να ενθαρρύνονται στις δύσκολες ώρες τους, να ζουν σύμμετρα τη ζωή τους, ανάμεσα σ’ αυτό που εννοούν και σ’ αυτό που δεν εννοούν, αλλά το αισθάνονται, το νιώθουν.
Η έρευνα της λαϊκής αφήγησης έχει απασχολήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες τη διεθνή επιστημονική λαογραφική, αλλά και εν γένει ανθρωπιστική, κοινότητα, καθώς στη σύγχρονη σαφώς ορθολογική και τεχνοκρατική κοινωνία, ιδίως τη δυτική, φαίνεται να υπερισχύει ένας πλουραλισμός της εικόνας και να συρρικνώνεται η θέση του λαϊκού αφηγητή. Ωστόσο η λαϊκή αφήγηση εξακολουθεί την πορεία της στο χρόνο. Όπως αναφέρει ο Μ. Γ. Μερακλής σε σχετική του μνεία στον 38ο τόμο (1998) του περιοδικού Λαογραφία, «διηγούνται οι άνθρωποι στους δημόσιους χώρους, π.χ. στις ουρές μπρος απ’ τα ταμεία των σούπερ μάρκετς ή μπρος απ’ τα γήπεδα ή στα πάρκα αναψυχής, στα λεωφορεία, στα κουπέ των τραίνων και στις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων, στα ψώνια τους στην αγορά ή στις τυχαίες συναντήσεις τους (…) και φυσικά σε ιδιωτικού χαρακτήρα ευκαιρίες, σε γάμους, βαφτίσια, ή σε δημόσιες ευκαιρίες, όπως οι διάφορες γιορτές».
Στις μέρες μας μάλιστα η σύγχρονη λαϊκή αφήγηση φαίνεται να ‘ζει’ ακόμα και στους υπολογιστές, το διαδίκτυο και τον εικονικό κόσμο, προσαρμοζόμενη με τρόπο θαυμαστό μαζί με μας στο σύγχρονο τρόπο ζωής και επικοινωνίας, σηματοδοτώντας μια νέα στροφή στο παραδοσιακό, σε μια εποχή μετα-προφορικότητας.
Το ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ έρχεται, σε πείσμα -θα τολμούσα να πω- των παραπάνω, για να μας μεταφέρει σ’ έναν κόσμο παραδοσιακής αφήγησης παραμυθιών από λαϊκούς (χρησιμοποιώ τον όρο τιμητικά) αφηγητές. Η εστίαση βέβαια δεν είναι λαογραφική-παραμυθολογική, δεν επιχειρεί ο σκηνοθέτης να συλλέξει και να παρουσιάσει πρωτογενές υλικό. Οι συνθήκες της κινηματογραφικής αφήγησης έρχονται να αναπαραστήσουν το φυσικό πλαίσιο μιας αφήγησης που δύσκολα συναντά κανείς στο σύγχρονο, ιδίως αστικό, χώρο. Οι αφηγητές/τριες, ωστόσο, αφηγούνται τα παραμύθια τους, αυτά που γνωρίζουν από τα μικρά τους χρόνια, που άκουσαν από τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, με αφοπλιστική απλότητα και τρόπο βιωματικό, όπως γνωρίζουν, που φαίνεται να προσπερνά το φακό, το στήσιμο, το κινηματογραφικό πλαίσιο.
Ο Βασίλης Λουλές σε αυτή την ταινία του επιτυγχάνει ένα διττό σκοπό: Από τη μία δίνει ένα εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό δείγμα αρκετών κατηγοριών παραμυθιακών τύπων και μοτίβων, λες και ο σκηνοθέτης είχε μελετήσει συστηματικά όλους τους σχετικούς παραμυθολογικούς καταλόγους και επιστημονικά εγχειρίδια: μαγικά παραμύθια, με υπερφυσικούς αντιπάλους, με υπερφυσικούς/ές συζύγους, με μικροσκοπικούς ήρωες, με ευγνώμονα ζώα, κλιμακωτά παραμύθια, ευτράπελες διηγήσεις κ.ο.κ. Εξαιρετικής ευρηματικότητας δε -θα την χαρακτήριζα- η παράλληλη αφήγηση του ίδιου παραμυθιακού τύπου της δρακοντοκτονίας από πολλούς αφηγητές/τριες, η οποία αβίαστα προσφέρει μια πολυεπίπεδη οπτική. Από την άλλη η ταινία πραγματικά μας ταξιδεύει στους παραμυθένιους τόπους όχι μόνο των Τρικάλων αλλά και των αφηγήσεων, εγείροντας, έστω και εικονικά, και άλλες μας αισθήσεις, εστιάζοντας τόσο στο χώρο (τα πυκνά δάση και τα πέτρινα γιοφύρια, εύκολα θα περίμενε κανείς να ξεπηδήσει κάποιο πρόσωπο των αφηγήσεων από εκεί) όσο και στις εκφράσεις των προσώπων.
Σε πολλά σημεία του έργου αναρωτήθηκα αν πρόκειται για ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασία (ο Λουλές έχει δώσει εξαιρετικά δείγματα και από τα δύο είδη), αλλά κατέληξα ότι η προσπάθεια απάντησης του ερωτήματος και ειδολογικής κατάταξης του έργου αυτού μάλλον θα του στερούσε τη ‘μαγεία’. Το πλαίσιο, ο χώρος, τα πρόσωπα, η φυσικότητα των αφηγήσεων, η ιδιωματική εκφορά του λόγου, τα πισωγυρίσματα, η κατά περίπτωση κλιμακωτή δομή των ιστοριών, συνθέτουν ένα σκηνικό εξίσου ‘παραμυθένιο’ με το παραμυθιακό υλικό των ίδιων των αφηγήσεων, και αφήνουν τη γλυκιά γεύση μιας ‘οικείας’ απόλαυσης.
—————————————-
Αναδεικνύοντας την αμεσότητα του προφορικού λόγου
του αφηγητή Γιώργου Ευγενικού
«Σε μια εποχή που η ποιητικότητα της ελληνικής γλώσσας συμπιέζεται και κωδικοποιείται και η εικόνα ανταγωνίζεται τον προφορικό λόγο, ο Βασίλης Λουλές καταφέρνει να συνδυάσει τα υλικά που φτιάχνονται τα όνειρα και τα παραμύθια για να αναδείξει την δύναμη και την αμεσότητα του προφορικού λόγου.»
Με ιδιαίτερη ευαισθησία αλλά και αισθητική αρμονία μεταφέρει στην οθόνη έναν κόσμο τόσο παραμυθένιο όσο και αληθινό. Σε κάθε αφήγηση φανερώνεται η σχέση εμπιστοσύνης και εκτίμησης που δημιούργησε με τους λαϊκούς αφηγητές ώστε να του μεταφέρουν με γενναιοδωρία τα παραμύθια τους. Κατάφερε να τους κάνει να αισθάνονται τόσο οικεία με την κινηματογραφική μηχανή, που εκείνη στέκεται αντίκρυ τους σαν ένας άνθρωπος που έχει τα μάτια, τις μνήμες και τις καρδιές όλων μας.
Δεν τους ενοχλεί, δεν τους πειράζει, ξεχνούν ότι υπάρχει και διατηρούν αναλλοίωτη την αυθεντικότητα και την αλήθεια τους. Κάθε φορά που βλέπεις την ταινία είναι σα να ακούς ξανά και ξανά το ίδιο παραμύθι και κάθε φορά σου αποκαλύπτονται διαφορετικές εικόνες. Και πάντα, όταν τελειώνει το παραμύθι, έχεις την βεβαιότητα ότι «ήσουνα κι εσύ εκεί κι είχες παπούτσια από χαρτί, από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα».