Προτού τραγουδήσει το «Falling in love again» στον «Γαλάζιο άγγελο» καθισμένη σε ένα βαρέλι κρασιού και φορώντας καλτσοδέτες, ψηλοτάκουνα παπούτσια και ένα καπέλο στο ξανθό της κεφάλι η Μαρλένε Ντίτριχ χρειάστηκε να δουλέψει σκληρά, ίσως ακόμη και να υποφέρει. Εχασε 20 κιλά, έβγαλε τα πίσω δόντια της προκειμένου να τονίσει τα ήδη έντονα ζυγωματικά της και γενικά ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, του σκηνοθέτη ο οποίος κατόρθωσε να μετατρέψει εν μια νυκτί σχεδόν την άγνωστη ως τότε 30χρονη γερμανίδα ηθοποιό της εγχώριας σκηνής και του βωβού κινηματογράφου σε λαμπερό αστέρι του Χόλιγουντ.
Για την επαγγελματική σχέση μεταξύ τους, η οποία έμελλε να εξελιχθεί αφού ακολούθησαν κάμποσες ακόμη ταινίες, έχουν γραφτεί πολλά: ήταν άραγε η Ντίτριχ το «όχημα» που χρησιμοποίησε ο Στέρνμπεργκ προκειμένου να δώσει σάρκα και οστά στο προσωπικό του ιδεώδες της ιδανικής γυναίκας, επηρεασμένο από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό και την art-deco; Ορισμένοι έχουν υποστηρίξει ότι στην πορεία αναζήτησης της πλέον ταιριαστής ερμηνεύτριας για τον ρόλο της Λόλα Λόλα στον «Γαλάζιο Αγγελο», η γερμανική σκηνή του καμπαρέ ήταν προνομιακός χώρος. Μάλιστα, όσο πιο άγνωστη και «ακατέργαστη» ήταν η πρωταγωνίστριά του, τόσο μεγαλύτερο περιθώριο παρέμβασης θα είχε ο ίδιος… Από την άλλη, δεν λείπουν και όσοι θεωρούν ότι η εν λόγω ταινία με την παγκόσμια επιτυχία της έδωσε τη δυνατότητα στην Ντίτριχ, η οποία έλαβε την αμερικανική υπηκοότητα το 1939, να επιβάλει τις προσωπικές της επιλογές για την εικόνα της καθιερώνοντας το πρότυπο της μοιραίας και μυστηριώδους γυναίκας που επηρέασε εκατομμύρια άλλες ως τις ημέρες μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα –και δη από τον χώρο της σύγχρονης showbiz –η Μαντόνα στο βίντεο τού «Express yourself» και όχι μόνο…
Σταρ με κύρος


Η Ντίτριχ υπήρξε συνώνυμο του glamour. Παραδεχόταν ότι αυτό «πουλούσε» η ίδια, αν και ομολογούσε ότι ουδείς ποτέ μπόρεσε να ορίσει επακριβώς την έννοιά του. Ομορφιά; Σε κάποιες περιπτώσεις ναι. Προσωπικότητα; Πιθανότατα. Σίγουρα όμως κύρος. Η νεότευκτη σταρ ακολούθησε αυστηρή «γραμμή» στις στυλιστικές επιλογές της χτίζοντας με μεγάλη προσοχή τον μύθο της. Τόνιζε τα σημεία του σώματός της που την κολάκευαν –κυρίως τα καλοσχηματισμένα πόδια της –ενώ φρόντιζε να καλύπτει ό,τι θεωρούσε πως δεν αξίζει να φαίνεται: το ντεκολτέ της εν προκειμένω.

«Ντύνομαι για τον εαυτό μου. Οχι για την εικόνα, όχι για το κοινό, όχι για τη μόδα, όχι για τους άνδρες»
είχε δηλώσει κάποτε. Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν ότι μια τέτοια έντονη έκφραση αυτοπεποίθησης από πλευράς της συνέβαλε αποφασιστικά στο να δείχνει ακαταμάχητη ό,τι κι αν φορούσε.
Στο πλαίσιο της μεταμόρφωσής της το μακιγιάζ έπαιξε για άλλη μία φορά αποφασιστικό ρόλο. Διά χειρός Μαξ Φάκτορ, του διάσημου μακιγέρ της εποχής και ιδρυτή της ομώνυμης φίρμας καλλυντικών, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της απέκτησαν έναν ιδιαίτερο, προσωπικό τόνο: τα μάτια της «μεγάλωσαν» με τη βοήθεια απανωτών στρωμάτων βαριάς σκιάς, τα έντονα ζυγωματικά τονίστηκαν, το ίδιο και τα χείλη, οδηγώντας σε ένα αποτέλεσμα μαγικό και ταυτόχρονα μυστηριώδες.
Η Ντίτριχ αγαπούσε πολύ τις γούνες. Στην πραγματικότητα, της άρεσαν οι λαμπερές εμφανίσεις και στο πλαίσιο αυτό οι γούνες ήταν το απαραίτητο «συμπλήρωμα». Της άρεσε η υφή τους, ο τρόπος που αισθανόταν κάθε φορά που φορούσε ένα εντυπωσιακό κομμάτι, το πώς «έγραφαν» στον φακό. Διέθετε μια εντυπωσιακή συλλογή και δεν δίσταζε να φορέσει οποιαδήποτε γούνα αν πίστευε ότι την κολάκευε. Μόνο στο τσιντσιλά «αντιστεκόταν» καθώς ήταν της άποψης ότι ταιριάζει σε ηλικιωμένες γυναίκες.
«Εξωτική» παρουσία


Γεννημένη στο Σόνεμπεργκ, ένα προάστιο του Βρανδεμβούργου στα 1901, η Mαρί Μαγκνταλένε Ντίτριχ (η ίδια ένωσε τα δύο ονόματά της σε «Μαρλένε» όταν ήταν περίπου 11 ετών) μεγάλωσε σε μια εποχή που η θηλυκότητα οριζόταν μέσω συγκεκριμένων, αυστηρών κανόνων. Καθώς εξελισσόταν σε μία από τις πλέον ακριβοπληρωμένες σταρ με την «εξωτική» για τους Αμερικανούς παρουσία της, ασκούσε ταυτόχρονα μεγάλη γοητεία με τον τρόπο που κατόρθωνε να υπερβαίνει τα όρια. Η προκλητικά αρρενωπή και ταυτόχρονα έντονα ερωτική αύρα της –εκείνη που είχε εντυπωσιάσει εξαρχής τον Στέρνμπεργκ –όρισε σε μεγάλο βαθμό και τις επιλογές της.
Μέσα από αυτό το πρίσμα το αντιπροσωπευτικότερο αποτύπωμά της στη μόδα ήταν αναμφίβολα το ανδρόγυνο στυλ: σμόκιν, ανδρικά κοστούμια, σακάκια και παντελόνια τα οποία φορούσε με χαρακτηριστική άνεση και έχοντας απόλυτη επίγνωση ότι αποπνέει πιο έντονη θηλυκότητα απ’ ό,τι με οποιοδήποτε «αποδεκτά» γυναικείο ρούχο. Η σκηνή από την ταινία «Μαρόκο» όπου η ίδια ντυμένη ανδρικά ερμηνεύει ένα τραγούδι και φιλά μια άλλη γυναίκα –σε μια εποχή που η ομοφυλοφιλία ήταν παράνομη στις περισσότερες χώρες –προκάλεσε τεράστια αίσθηση. Στο πλαίσιο αυτό, τη δεκαετία του ’30 από κοινού με την Κάθριν Χέπμπορν συνέβαλαν αποφασιστικά στη διάδοση του παντελονιού στις γυναίκες με το προσωπικό τους παράδειγμα. Ηταν, όπως γράφτηκε κάποτε, κάτι «δανεικό και ταυτόχρονα καινούργιο: έκανε τη δουλειά του, λειτουργούσε ως fashion statement, μπορούσε να παίξει τον ρόλο ενός προσιτού κομματιού για το κατάλληλο σώμα και βοηθούσε στο να σε προσέξουν αν αυτός ήταν ο σκοπός σου». Συχνά η Ντίτριχ συνδύαζε τα ανδρικά κοστούμια με μεταξωτές μπλούζες και κοσμήματα δημιουργώντας ένα εκτυφλωτικό αποτέλεσμα.
Η έριδα με την Τέιλορ


Το glamour, πάντως, σε κάθε έκφανσή του, ήταν σταθερό σημείο αναφοράς για την Ντίτριχ. Χαρακτηριστική η οργισμένη ανοιχτή επιστολή που απηύθηνε κάποτε στην Ελίζαμπεθ Τέιλορ γράφοντάς της: «Εχεις προκαλέσει μεγάλο κακό σε υπέροχους άνδρες όπως ο Μπάρτον, ο Τοντ, ο Γουάιλντινγκ και άλλοι. Γιατί δεν καταπίνεις τα διαμάντια σου να σκάσεις;». Η κόντρα μεταξύ τους άρχισε με τον δεύτερο γάμο της Τέιλορ που είχε την τάση να παντρεύεται άνδρες οι οποίοι στο παρελθόν διατηρούσαν σχέση με την Ντίτριχ.
Το γεγονός ότι υπήρξε πρωτοπόρος του ανδρόγυνου στυλ δεν σήμαινε ότι η Ντίτριχ είχε αποκλείσει από την γκαρνταρόμπα της τα κομψά φορέματα. Κάθε άλλο μάλιστα: αγαπούσε τις pencil φούστες, τις τουαλέτες που αγκάλιαζαν το σώμα και φυσικά τα καπέλα τα οποία σχεδόν πάντα έδιναν την τελική πινελιά στην εμφάνισή της συμβάλλοντας στο τελικό –εντυπωσιακό –αποτέλεσμα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’70, εν πολλοίς και λόγω της κατάστασης της υγείας της, η Ντίτριχ αποσύρθηκε στο διαμέρισμά της στο Παρίσι, όπου και πέθανε τον Μάιο του 1992. Στο πλαίσιο της αγάπης της για το μυστήριο, πάντως, πολλά από τα «αινίγματα» της ζωής της παραμένουν ακόμη άλυτα…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ