Μας συναρπάζει ο Μεγάλος Γκάτσμπυ του Φ. Σ. Φιτζέραλντ, μας συγκινεί η Τζέιν Εϊρ της Σαρλότ Μπροντέ, βασανιζόμαστε μπροστά στο δίλημμα της πρωταγωνίστριας στην Αννα Καρένινα του Λ. Τολστόι, λατρεύουμε τους στίχους του Σαίξπηρ και του Ελιοτ, αγαπάμε τη Μεταμόρφωση του Κάφκα. Αγαπάμε τη λογοτεχνία, αγαπάμε συγγραφείς, μιλάμε για τα έργα τους με λέξεις που θα περιέγραφαν μια ρομαντική σχέση, με όρους που εκφράζουν μια συναισθηματική ανταπόκριση απέναντι στα λογοτεχνικά κείμενα. Σήμερα, αυτή η συναισθηματική ανταπόκριση φαίνεται απόλυτα φυσική και αυτονόητη. Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Η αγάπη του αναγνώστη για τη λογοτεχνία δεν είναι παλιά, η αρχή του ειδυλλίου μας με τα λογοτεχνικά κείμενα χρονολογείται μόλις στα μέσα του 18ου αιώνα, υποστηρίζει η Deidre Shauna Lynch, καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο βιβλίο της Loving Literature: A Cultural History (Αγαπώντας τη λογοτεχνία: Μια πολιτισμική ιστορία) που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις University of Chicago Press.
Το εύλογο ερώτημα είναι: Εφόσον η λογοτεχνία δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη, τότε πώς και για ποιο λόγο διάβαζαν λογοτεχνία οι άνθρωποι πριν από τον 18ο αιώνα αν όχι για τέρψη και συγκίνηση; Διάβαζαν εγκεφαλικά και για λόγους κοινωνικούς, υποστηρίζει η Lynch. Διάβαζαν ποίηση για να γίνουν πιο εύγλωττοι και να γοητεύσουν το άλλο φύλο, διάβαζαν πεζογραφία και δοκίμιο για να ξεσηκώσουν ιδέες και διατυπώσεις για να εντυπωσιάζουν στις κοινωνικές συναναστροφές τους, διάβαζαν λογοτεχνία για τους ίδιους λόγους που οι άνθρωποι στην αρχαιότητα και στην Αναγέννηση έπαιρναν μαθήματα Ρητορικής.
Η συγκινησιακή ανταπόκριση στη λογοτεχνία αρχίζει να αναπτύσσεται κάπου μεταξύ 1750 και 1850, όταν η ανάγνωση της λογοτεχνίας μεταβάλλεται σταδιακά από δραστηριότητα με κοινωνικές βλέψεις σε ενασχόληση ιδιωτική. Η λογοτεχνία εισβάλλει πλέον στα πιο ιδιωτικά δωμάτια του σπιτιού, μπαίνει στα δωμάτια των παιδιών και στα υπνοδωμάτια, αποκτά μόνιμη θέση στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι.
Καθοριστική για αυτή τη μεταστροφή είναι η συζήτηση που γίνεται για τον λεγόμενο «λογοτεχνικό κανόνα», δηλαδή για τα έργα που ξεπερνούν τον συγγραφέα και την εποχή τους και θεωρούνται κλασικά αναγνώσματα. Στην αγγλόφωνη λογοτεχνία, με την οποία ασχολείται κυρίως στη μελέτη της η Deidre Shauna Lynch, έπαιξε μεγάλο ρόλο η έκδοση του Lives of the Most Eminent English Poets (1779-1781) του σπουδαίου κριτικού Samuel Johnson. Από τότε και μετά, οι λογοτεχνικές ιστορίες γράφονται πλέον με τρόπο που ενθαρρύνει την ανάγνωση και την προσωπική εμπλοκή με την παράδοση, με τη λογοτεχνία των προγόνων, ρίχνοντας γέφυρες από το παρόν προς το παρελθόν. Η λογοτεχνία μετατρέπεται, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά η συγγραφέας, στον «πολιτισμικό χώρο της υστεροφημίας». Ο θάνατος, αυτή η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους νεκρούς λογοτέχνες και στους ζωντανούς αναγνώστες, είναι το ουσιαστικό στοιχείο, κατά τη Lynch, το οποίο καθιστά πιο προσωπική τη σχέση με τους συγγραφείς, που μεταμορφώνει τον θαυμασμό για τα κείμενά τους σε αγάπη.
Βεβαίως, εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα αναγνώστες οι οποίοι διαβάζουν –όπως πριν από τον 18ο αιώνα –κατεξοχήν σύγχρονους συγγραφείς γιατί θέλουν να ξέρουν τι συμβαίνει εδώ και τώρα ή διαβάζουν με ένα μολύβι στο χέρι σημειώνοντας αξιομνημόνευτες φράσεις για κάθε χρήση, όπως στην εποχή που η Ρητορική κυριαρχούσε. Τότε ήταν οι σύγχρονοι συγγραφείς, εκείνοι που έγραφαν τη γλώσσα της εποχής, που θεωρούνταν σημαντικοί. Αυτούς απομνημόνευαν οι αναγνώστες για να βελτιώσουν την έκφρασή τους, για να φανούν καλλιεπείς.
Οταν όμως ένας έφηβος λέει σήμερα ότι αγαπημένο του βιβλίο είναι ο Μεγάλος Γκάτσμπυ «αγωνίζεται να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό και στον Αλλο, ανάμεσα στο τώρα και στο τότε» ισχυρίζεται η Lynch. Διότι, όταν δίνεται έμφαση στα βιβλία που έχουν διαχρονική αξία, τότε καλύτεροι αναγνώστες είναι εκείνοι που έχουν ευαισθησία, ευαισθησία αρκετή ώστε να προσλάβουν τα μηνύματα που εκπέμπουν κείμενα γραμμένα σε άλλες εποχές και κουλτούρες, οι αναγνώστες εκείνοι που ανικανοποίητοι από το παρόν αναζητούν στο παρελθόν κάτι περισσότερο, κάτι ουσιαστικότερο και βαθύτερο, καλλιεργώντας μια προσωπική σχέση με συγγενικά πνεύματα περασμένων εποχών, μια σχέση σχεδόν ερωτική.

HeliosPlus