Ο Γιώργος και ο Γιώργος, πέντε χρόνια μετά την τελευταία τους συνεργασία και δεκαεπτά από τότε που έχουν να παίξουν μαζί στο Εθνικό, επιστρέφουν στην Κεντρική Σκηνή του Τσίλλερ. Αυτή τη φορά μέσα από τους ρόλους του Τόμας Μορ και του Καρδιναλίου θα ζήσουν μια ακόμη πρεμιέρα. Είναι «Ο άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ που ενώνει τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο και τον Γιώργο Μοσχίδη, στην παράσταση που σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος και κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή. Ολα ξεκίνησαν στο Υπόγειο του Καρόλου Κουν το 1961. Ο Μοσχίδης, με καταγωγή από τα μπουλούκια, και ο Μιχαλακόπουλος, απόφοιτος της Σχολής του Θεάτρου Τέχνης, δεν άργησαν να καταλάβουν όσα ο χρόνος απέδειξε. Σήμερα, με εξήντα πέντε χρόνια στο θέατρο ο ένας και πενήντα τρία ο άλλος, μοιράζονται μια φιλία και μια θεατρική σχέση πάνω από μισόν αιώνα.

Το έργο και οι ρόλοι


Γιώργος Μιχαλακόπουλος:
«Η εποχή, ο ήρωας, το πολιτικο-θρησκευτικο-νομικό πλαίσιο που κινείται το έργο, ο ρόλος, γιατί πρόκειται περί τέρατος, ιδιαιτέρως εξοντωτικού –δεν φεύγει σχεδόν καθόλου από τη σκηνή -, συντελούν στο μεγάλο ενδιαφέρον που έχει για εμένα αυτή η παράσταση».

Γιώργος Μοσχίδης:
«Μου μιλούσε από καιρό ο Γιώργος για το έργο και τον ρόλο του Καρδιναλίου, που είναι μικρός αλλά σημαντικός. «Εσύ δεν έχεις θέμα με το μέγεθος του ρόλου» μου είχε πει. Ετσι, όταν ήρθε η πρόταση δεν είχα κανέναν λόγο να αρνηθώ».

Γ. Μιχ.:
«Θέλει και δυνάμεις από τον ηθοποιό και μέτρο ο ρόλος του Τόμας Μορ. Γιατί πρέπει να εκπέμπει σωστά τις θέσεις του ήρωα χωρίς να γίνονται κηρυγματικές, ώστε να αφήνουν τον θεατή να κινείται ανεξάρτητος και να παίρνει ό,τι θέλει. Μέσω του συγγραφέα ο Μορ ανοίγει ένα τραπέζι μπροστά στον θεατή, και μόνον αυτό είναι πολύ γοητευτικό. Συν η προσωπικότητα του διάσημου θεολόγου-νομικού. Ηξερε πως θα καρατομηθεί, και όμως προχώρησε. Ο στόχος είναι στόχος και εκείνος είχε σταθερή πλεύση. Ουτοπικός και φανατικός μαζί, φλεγματικός, με το υποδόριο βρετανικό χιούμορ, έχτιζε την άποψή του πολύ περίτεχνα. Πανέξυπνος, στο θεατρικό έργο, αλλά και ιστορικά».

Γ. Μοσχ.:
«Ο ρόλος του Καρδιναλίου είναι πολύ σπουδαίος. Είναι ένας ρόλος-σπίθα. Από ιδιοσυγκρασία μου ταιριάζει, γιατί και εμένα ώρες-ώρες με πιάνουν οι σπίθες. Θυμάμαι, όταν έπαιζα ένα καλοκαίρι στο θέατρο του Χατζίσκου στον «Ναστραντίν Χότζα» ο Μήτσος Λυγίζος που σκηνοθετούσε μου έδωσε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είχα χαρεί πολύ. Μετά από λίγες μέρες όμως μου τον πήρε πίσω. Ηθελα τότε να φύγω, αλλά δεν με άφησε και τελικά μου έδωσε τον ρόλο ενός ευνούχου. Τα λόγια του χωρούσαν σε ένα φύλλο χαρτί, μπρος-πίσω. Και τους έκλεψα την παράσταση. Εκεί είναι που άκουσε ο Κουν για μένα, έστειλε τον Λαζάνη και στη συνέχεια με φώναξε στο Τέχνης, όπου γνώρισα τον Γιώργο».
Η γνωριμία



Γ. Μιχ.:
«Γνωριστήκαμε στον Κουν. Παίξαμε μαζί «Ορνιθες» και «Αρτούρο Ουί». Εγώ είχα μόλις τελειώσει τη σχολή. Ο Κουν ήταν πολύ μεγάλος Δάσκαλος. Δάσκαλος πρώτα και μετά σκηνοθέτης. Από τους αληθινά αναντικατάστατους. Ο καθένας μπορούσε να πάρει ό,τι ήθελε. Εμεινα στο Υπόγειο μια χρονιά, έπαιξα τρία έργα και μετά έφυγα. Δεν ξαναγύρισα ποτέ. Κράτησα όμως μια πολύ καλή σχέση μαζί του. Το αλφαβητάρι μου του το χρωστάω. Από εκεί και πέρα μπήκαν τα προσωπικά μου στοιχεία».

Γ. Μοσχ.:
«Νέος, λεπτός, με κάτι μακριά πόδια και μακριά χέρια, ταλαντούχος και ερωτευμένος με την Αθηνά. Αυτό ήταν. Συνδεθήκαμε. Γιατί εγώ πολύ εκτιμώ τους ερωτευμένους και τους ταλαντούχους».

Γ. Μιχ.: «
Οταν έφυγα από το Θέατρο Τέχνης κάναμε ήδη παρέα. Ημαστε μαζί και την ημέρα της χούντας… Οταν βγήκε και ο Γιώργος στο ελεύθερο θέατρο, ο ένας είχε το μυαλό του στον άλλον. Χαίρομαι όταν παίζω μαζί του. Ξέρει την άχνα μου κι εγώ τη δική του».

Γ. Μοσχ.:
«Ξανασυναντηθήκαμε το 1967 και παίξαμε μαζί στον «Ιππότη για τη Βασούλα» με την Καρέζη. Εκτοτε ξαναβρεθήκαμε, άλλοτε στη Λαμπέτη, άλλοτε από εδώ, άλλοτε από εκεί. Οταν παίζουμε μαζί υπάρχει κάτι άλλο, που δεν εξηγείται. Είναι μια μυρωδιά, ένας αέρας, που δεν περιγράφεται με λόγια».

Γ. Μιχ.:
«Στο Εθνικό παίξαμε μαζί πριν από δεκαεπτά χρόνια στον «Ρινόκερο». Μετά στο ελεύθερο θέατρο κάναμε στο Μουσούρη το «Κάτω από τη σκάλα», σε σκηνοθεσία Βολανάκη».

Γ. Μοσχ.:
«Εχω δουλέψει με όλους σχεδόν τους σκηνοθέτες. Για εμένα, για τη δική μου ιδιοσυγκρασία και για τον τρόπο που έκαναν τη δουλειά τους, πιο ταιριαστός ήταν ο Μίνως Βολανάκης και ένας μπουλουκτσής ηθοποιός, ο μπαρμπα-Γιάννης, που έλεγε ότι κάθε ρόλος είναι ένας κόσμος και εσύ, ο ηθοποιός, πρέπει να δεις όλον αυτόν τον κόσμο. Με τον Γιώργο τελευταία φορά είχαμε παίξει μαζί προ πενταετίας, στον «Τζον Γαβριήλ Μπόρκμαν» στο Αλμα».
Σκέψεις



Γ. Μιχ.:
«Στα πόστα σήμερα δεν νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι διατεθειμένοι να φάνε το κεφάλι τους σαν τον Μορ. Νιώθω ότι βρίσκομαι σε κινούμενη άμμο. Δεν ξέρω ποιος είναι ο εχθρός μου. Θέλω να συγκρουστώ μαζί του αλλά δεν μπορώ. Εχουμε ένα σύστημα διοίκησης, μαζί με όλα τα παράπλευρα, που είναι σε γενική φθορά. Δεν είναι κανένας άμοιρος –καθένας στο μέτρο του. Εχουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Αυτό που κάνω είναι ότι ψάχνω να βρω την προσωπική μου αλήθεια… Αλλά ο ορίζοντας δεν είναι καθαρός. Εχω πολλά και σοβαρά ερωτηματικά. Για να σε πείσει ο σημερινός αριστερός πρέπει να σε πείσει στην πράξη, όχι στα λόγια».

Γ. Μοσχ.:
«Στην εποχή που ζούμε υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δεν έχουν πολιτικά ερείσματα και άλλες που έχουν, αλλά δεν πάνε παρακάτω, είναι ντούροι. Νομίζω ότι οι πραγματικοί επαναστάτες, αυτοί που άλλαξαν τον τρόπο ζωής του κόσμου, ήταν άνθρωποι που ελίσσονταν. Ούτε χωρίς ηθικό κώδικα γίνεται ούτε όταν είσαι απόλυτος. Χρειάζεται ένας συνδυασμός και νομίζω ότι στην Ελλάδα δεν τον έχουμε, ούτε διεθνώς. Η εξουσία δεν θέλει τον τρόπο του άλλου, θέλει τον δικό της».
Επίλογος



Γ. Μιχ.:
«Αλλη μια φορά έχει ανέβει το έργο του Μπολτ και ήμουν στον θίασο. Ο ίδιος ο Μουσούρης έπαιζε τον Τόμας Μορ και εγώ τον ισπανό πρεσβευτή. Εχουν περάσει πάνω από πενήντα χρόνια».

Γ. Μοσχ.:
«Το έργο έχει δύο στοιχεία, τα οποία και πρέπει να βγουν στην παράσταση. Το ένα είναι η πολιτική του θέση και το άλλο ο λόγος του, που πρέπει να φτάνει καθαρός στο κοινό».
ΤΟ ΕΡΓΟ τοποθετείται στον 16ο αιώνα και αφορά την ιστορική διένεξη του σερ Τόμας Μορ, συμβούλου του Βασιλιά Ερρίκου Η’, με τον ίδιο τον βασιλιά, που επιθυμούσε να χωρίσει την Αικατερίνη της Αραγονίας για να παντρευτεί την Αννα Μπολέιν και να αποκτήσει απογόνους. Η άρνηση του Μορ να ενδώσει στις βασιλικές επιδιώξεις οδηγεί στη ρήξη και στην καρατόμησή του.

πότε & πού:

«Ο άνθρωπος για όλες τις εποχές» του Ρόμπερτ Μπολτ. Εθνικό Θέατρο – Κεντρική Σκηνή, κτίριο Τσίλλερ. Πρεμιέρα: Πέμπτη 20 Νοεμβρίου, στις 21.00

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ