«Αυτό που με πνίγει μέρα με τη μέρα όλο και περισσότερο είναι ο φόβος της εσωτερικής αποκτήνωσης. … δεν έχω τον παραμικρό φόβο για τις σφαίρες και τις οβίδες … φοβάμαι μήπως χάσω την πίστη μου στην ανθρωπότητα, στον ίδιο μου τον εαυτό, στο καλό που υπάρχει στον κόσμο». Την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου μπροστά στην καθηλωτική φρίκη του πολέμου περιέγραφε με τα λόγια αυτά, στις 14 Οκτωβρίου 1914, ο Φραντς Μπλούμφελντ, σε επιστολή στην αρραβωνιαστικιά του από το μέτωπο. Η επιστολή του μαρτυρεί λογοτεχνικές δεξιότητες που δεν γνωρίζουμε πώς θα εκδηλώνονταν αν ζούσε. Σκοτώθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1914 στο Σομ. Ο συμπατριώτης του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, που είχε καλύτερη τύχη, κατέθεσε αυτήν την αγωνία και τα δικά του βιώματα από τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο στο αντιπολεμικό και αντιηρωικό του μυθιστόρημα Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο (1929).
Με αφορμή τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, το λογοτεχνικό περιοδικό Το Δέντρο (τχ. 199-200, Ιούλιος 2014, σελ. 190, τιμή 10 ευρώ) κυκλοφορεί με αφιέρωμα στους συγγραφείς και στον πόλεμο και με κείμενα χαρακτηριστικά στα οποία αποτυπώνεται η βιαιότητα των συγκρούσεων και ο αιφνιδιασμός των ευρωπαϊκών πληθυσμών από αυτήν την πρώτη παγκόσμια σύρραξη. Το αφιέρωμα για τον πόλεμο που αποτέλεσε αντικείμενο ή θεματική πολλών από τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα του Μεσοπολέμου περιλαμβάνει σχετικά αποσπάσματα από έργα των Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Τόμας Μαν, Κάθριν Μάνσφιλντ κ.ά., μαρτυρίες συγγραφέων για την εμπειρία του πολέμου στα χαρακώματα ή στα μετόπισθεν, τεκμήρια και ντοκουμέντα από τον Τύπο της εποχής: Σελίδες από το ημερολόγιο του Ρόμπερτ Μούζιλ, αποσπάσματα από το ημερολόγιο της φλαμανδής πεζογράφου Βιργινίας Λόβινγκ, αναμνήσεις του νομπελίστα Ελίας Κανέτι από τα παιδικά του χρόνια, τα συνδεδεμένα με τον πόλεμο, σημειώσεις του ουλάνου Νικολάι Στεπάνοβιτς Γκουμιλιόφ, ανοιχτή επιστολή του γάλλου νομπελίστα Ρομέν Ρολάν προς τον γερμανό νομπελίστα Γκέρχαρτ Χάουπτμαν στην οποία καλεί τη γερμανική διανόηση να εναντιωθεί στον πόλεμο, επιστολή του Ζίγκμουντ Φρόιντ στην οποία παρουσιάζει τον πόλεμο ως ανεπιθύμητο τεκμήριο της σκοτεινής αγριότητας που ελλοχεύει στην ανθρώπινη ψυχή, την οποία προσπαθεί να ερμηνεύσει και να κατευνάσει η ψυχανάλυση. Ο Τσέφαν Τσβάιχ αφηγείται πώς πληροφορήθηκε τη δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας και την έναρξη του πολέμου στη διάρκεια των καλοκαιρινών του διακοπών. Τα κείμενα, ορισμένα κλασικά και γνωστά και άλλα λιγότερο γνωστά, σκιαγραφούν με ευκρίνεια και αμεσότητα την εικόνα του μετώπου και αποδίδουν την ατμόσφαιρα στα μετόπισθεν, τη λογοκρισία, το ψωμί με το δελτίο, τον φόβο, την αναμονή, τα έκτακτα παραρτήματα των εφημερίδων…
Τις από πρώτο χέρι εντυπώσεις του πολέμου από τους συγχρόνους του συγγραφείς και κυρίως όσους συμμετείχαν ως στρατιώτες σε αυτόν συμπληρώνουν σύντομα μελετήματα που αναφέρονται σε θρυλικές φυσιογνωμίες του Μεγάλου Πολέμου, που αναζητούν το ίχνος του στη συλλογική μνήμη, τη συμβολή του στη διαμόρφωση της κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης και το αποτύπωμά του στα ελληνικά πράγματα. Μεταξύ πολλών άλλων, ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών Θάνος Βερέμης αναφέρεται στα αίτια και στις επιπτώσεις του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου, στον κόσμο και ειδικότερα στην Ελλάδα, ο συγγραφέας Μιχάλης Μοδινός δίνει μια προσωπική ανάγνωση του Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπο του Ρεμάρκ, ο ιστορικός Μάρκος Καρασαρίνης αναζητά τα ίχνη της μνήμης του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου σε τρία σύγχρονα μυθιστορήματα, ο ποιητής Γιάννης Δούκας χαρτογραφεί τις διαδικτυακές πηγές που σχετίζονται με τον Μεγάλο Πόλεμο, η δημοσιογράφος Μαριλένα Αστραπέλλου αφηγείται την ιστορία της παρεξηγημένης κατασκόπου Μάτα Χάρι.
Για τον πόλεμο αυτόν, τον ελάχιστα γνωστό στις νεότερες γενιές και τον ξεχασμένο από τους μεγαλύτερους μετά την πλησιέστερη εμπειρία του παγκόσμιου πολέμου που ακολούθησε, το αφιέρωμα δίνει μια αντιπροσωπευτική εικόνα των γεγονότων και της εμπόλεμης κατάστασης, της συγχρονικής πρόσληψης του πολέμου, τόσο από τη γαλλο-ρωσική όσο και από τη γερμανική πλευρά, αλλά και των τάσεων στη σχετική ιστορική συζήτηση των τελευταίων ετών: Σαν υπνοβάτες μπήκαν τα ευρωπαϊκά κράτη σε αυτήν την ανώφελη σφαγή, υποστηρίζει ο αυστραλός ιστορικός Κρίστοφερ Κλαρκ και μεταφέρει ο ιταλός ιστορικός και διπλωμάτης Σέρτζιο Ρομάνο.
Εφάμιλλες των λογοτεχνικών αφηγήσεων και ανατριχιαστικές στην εκφραστική τους δύναμη είναι οι ιδιωτικές επιστολές στις οποίες καταγράφεται ο πόλεμος. Η Έλλη Λεμονίδου, επίκουρη καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πατρών, επιλέγει και μεταφράζει ορισμένες από τη ανθολογία Jean-Pierre Guénot (επιμ.), Paroles de poilus. Lettres et carnets du front 1914-1918, Ε.J.L., Παρίσι 2012.
Ο Ρενέ Γιακόμπ, φούρναρης από την Μπισί-εν-Οτ, ισχυρίζεται πως δεν βρίσκει λόγια να περιγράψει τον αποτροπιασμό του μπροστά στις αποκρουστικές εικόνες του πολέμου. Γράφει το 1915 στη γυναίκα του: «Πώς να το περιγράψει κανείς; Ποιες λέξεις να διαλέξει; … Ξαφνικά, σαν μια θεατρική αυλαία να είχε σηκωθεί μπροστά μας, το πεδίο της μάχης εμφανίστηκε σε όλη του τη φρίκη. Γερμανικά πτώματα, εδώ, στην άκρη του δρόμου, εκεί, μέσα στις χαράδρες και στα χωράφια, πτώματα μαυριδερά, πρασινωπά, αποσυντεθειμένα, γύρω από τα οποία κάτω από τον ήλιο του Σεπτεμβρίου βουίζουν σμήνη μύγες, πτώματα ανδρών που είχαν πάρει περίεργες στάσεις, με τα γόνατα λυγισμένα στον αέρα ή το χέρι στηριγμένο στα πλάγια του χαρακώματος, πτώματα αλόγων, πιο λυπηρά ακόμη από τα πτώματα των ανδρών, με τα σπλάχνα σκορπισμένα στο έδαφος…». Ο Ρενέ είχε κοινή μοίρα με τον 24χρονο γερμανό φοιτητή της Νομικής Φραντς Μπλούμφελντ, σκοτώθηκε στον πόλεμο, αφήνοντας πίσω του τρία μικρά παιδιά.