«Εχει πρόσωπο η ψυχή;». Αυτός είναι ο τίτλος της θεματικής έκθεσης που ξεκίνησε πριν από λίγο καιρό στο Μουσείο Βικτόρ Ουγκό στο Παρίσι. Ενας υπέροχος και ακριβής τίτλος αφού η αναζήτηση της απάντησης γίνεται μέσα από τον «Ανθρωπο που γελά», το πολύ σημαντικό μυθιστόρημα του Ουγκό στο οποίο η έκθεση είναι αφιερωμένη. Ο Ουγκό ολοκλήρωσε το βιβλίο το 1869 έπειτα από 15 μήνες συγγραφικής δουλειάς και ήταν το τελευταίο που έγραψε την περίοδο της εξορίας του.
Η Πλατεία των Βοσγίων είναι η παλαιότερη πλατεία του Παρισιού. Εκεί τριγυρίζουν οι τρεις σωματοφύλακες καθώς στον αριθμό 17 αυτής της πλατείας έμενε ο καρδινάλιος Ρισελιέ. Η γειτονιά όμως είχε έναν ακόμη πιο σημαντικό κάτοικο, αφού στον αριθμό 6 βρίσκεται το σπίτι όπου έμενε ο Βικτόρ Ουγκό. Ενα τριώροφο σπίτι το οποίο είναι πλέον το Μουσείο Βικτόρ Ουγκό. Οποιος το επισκεφθεί μπορεί να δει μεταξύ άλλων το μικρό ξύλινο γραφείο στο οποίο καθόταν το 1862 για να γράψει τους «Αθλίους».
Ο «Ανθρωπος που γελά» είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα του Ουγκό το οποίο δεν είχε αντίστοιχη δόξα με αυτήν της «Παναγιάς των Παρισίων» και των «Αθλίων». «Πιστεύουμε ότι αυτό το μυθιστόρημα θα έπρεπε να έχει γίνει ακόμη πιο γνωστό στο κοινό και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που σκεφθήκαμε να οργανώσουμε αυτή την έκθεση» μας είπε η Φλοράνς Κλαβάλ, υπεύθυνη του μουσείου. Επειτα από μία ώρα περιήγησης στα περίπου 300 τετραγωνικά του πρώτου ορόφου στον οποίο η έκθεση είναι στημένη ο σκοπός φαινόταν να έχει επιτευχθεί: ήταν αδύνατον να σταματήσει το μυαλό να επεξεργάζεται αυτή την ιδιοφυή σύλληψη του μεγάλου συγγραφέα και ήταν φανερό ότι αυτό θα κρατούσε ημέρες. «Θέλουμε να δούμε πώς συνεχίζει να επιδρά και να ταξιδεύει ένα έργο μέσα στους ανθρώπους αφού έχει αφήσει την πένα του συγγραφέα του» γράφει στο σημείωμά του ο διευθυντής της έκθεσης Ζεράρ Οντινέ.
Το τραγικό γέλιο


Στο Λονδίνο του 18ου αιώνα ο Γκουίνπλεϊν έχει υποστεί από παιδί και παρά τη θέλησή του μια εγχείρηση στο στόμα ώστε να έχει ένα μόνιμο χαμόγελο. Μοιάζει διαρκώς να γελά όσο τραγικό και αν είναι αυτό που του συμβαίνει. Μπαίνει σε έναν περιοδεύοντα θίασο και αυτό το μόνιμα χαραγμένο γέλιο του θα τον κάνει διάσημο. «Είσαι ο πιο τυχερός κλόουν του κόσμου. Μπορεί να σε αναγνωρίζουν, όμως δεν σε γνωρίζουν αφού δεν πρέπει μετά την παράσταση να ξεβάφεις το γέλιο σου όπως κάνω εγώ» του λέει ένας άλλος κλόουν του θιάσου. Αυτή η σκηνή προβάλλεται μαζί με δεκάδες άλλες στις τηλεοπτικές οθόνες που υπάρχουν σε όλους σχεδόν τους τοίχους της έκθεσης από τις πιο γνωστές κινηματογραφικές μεταφορές του βιβλίου, από τη γερμανική του βωβού κινηματογράφου το 1928 ως την πιο αδιάφορη γαλλική ταινία του 2012, με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ στον ρόλο του θιασάρχη και τον Μαρκ-Αντρέ Γκροντέν ως Γκουίνπλεϊν. Παρ’ όλο που σε αυτή την ταινία έχει αφιερωθεί το τελευταίο και αναλογικά μεγαλύτερο τμήμα της έκθεσης, αφού εκτίθενται και τα κοστούμια της ταινίας, η κυρίαρχη μορφή της είναι εκείνη του βαθιά ψυχαναλυτικού Γκουίνπλεϊν όπως τον ενσάρκωσε ο Κόνραντ Βάιντ το 1928 στη βωβή ταινία του Πολ Λένι. Η δημιουργία του Τζόκερ ως μορφή στον «Μπάτμαν» βασίστηκε επάνω σε αυτή την εικόνα του Κόνραντ Βάιντ.
Η έκθεση ακολουθεί την πορεία του βιβλίου χρονολογικά. Στον προθάλαμο της έκθεσης μέσα σε μια γυάλα υπάρχει ένας βαλσαμωμένος λύκος, ο Χόμο του βιβλίου. «Μόνο μη χαλάσεις και γίνεις άνθρωπος» του έλεγε ο Ούρσους, ο άνθρωπος με τον οποίο έδιναν παραστάσεις παρέα στους δρόμους.
Χειρόγραφα και σκίτσα


Εκεί υπάρχουν και μερικά αυθεντικά κείμενα γραμμένα με μελάνι από τον ίδιο τον Ουγκό. Αυτά τα χειρόγραφα δίνουν ένα μοναδικό χαρακτηριστικό στην έκθεση. «Για τα χειρόγραφα του Ουγκό που είναι γραμμένα με μελάνι υπάρχει ένας αυστηρός χρονικός περιορισμός. Μπορούν να μείνουν το πολύ τέσσερις μήνες εκτεθειμένα στο φως και μετά είναι απαραίτητη η αποθήκευσή τους στο σκοτάδι για τέσσερα χρόνια. Για τον λόγο αυτόν οι δεκάδες αιτήσεις που έχουμε δεχθεί από μουσεία εκτός Γαλλίας για να μεταφερθεί εκεί η έκθεση δεν θα μπορέσουν να ικανοποιηθούν».
Στον αμέσως επόμενο χώρο δεν γίνεται να μη σταθεί κάποιος στο σκίτσο του Γκουίνπλεϊν φτιαγμένο ιδιόχειρα από τον ίδιο τον Ουγκό. Είναι παράξενο πόσο διαφορετικός, πιο σκληρός ίσως, από αυτό που θα φανταζόταν κανείς δείχνει ο Γκουίνπλεϊν σε αυτό το σκίτσο. Ισως λίγο πιο πολύ ενδιαφέρον όμως είναι ένα πρωτότυπο φέιγ βολάν της εποχής με τη διαφήμιση για το νέο βιβλίο που μόλις είχε εκδοθεί. Ηταν στην κουλτούρα της εποχής εκείνης να διαφημίζονται τα νέα βιβλία χέρι-χέρι στους πολίτες με αυτά τα μικρά χαρτάκια. Ο «Ανθρωπος που γελά» δινόταν μαζί με τους «Εργάτες της θάλασσας» στην τιμή των 50 λεπτών συν 10 λεπτά για κατ’ οίκον παράδοση.
Μια πολυτάραχη ζωή σε κόμικ
Εχει διαφορετικό ενδιαφέρον η αίθουσα στην οποία εκτίθενται τα σπάνια αντίγραφα από τη σειρά κόμικ «Ο άνθρωπος που γελά» σε σκίτσα του Αλεξ Μπλουμ. Είναι πολύ εντυπωσιακό ότι ακόμη και ως κόμικ το συγκεκριμένο έργο του Ουγκό δεν χάνει απολύτως τίποτα από τη μαγεία του. Συνεχίζοντας υπάρχει φωτογραφικό υλικό από την παρουσίαση του βιβλίου ως θεατρικού έργου και επίσης ως μιούζικαλ στη Ρωσία σε μουσική του συνθέτη Αλεξάντρ Τουμέντσεφ και σε στίχους της Τατιάνας Ζιριάνοβα. Η πολυτάραχη ζωή του Βικτόρ Ουγκό έγινε ακόμη πιο δύσκολη λόγω των πολιτικών πεποιθήσεών του και της εξορίας και στην ουσία την περιγράφει σε αυτό το βιβλίο. Είναι περισσότερο από φανερό ότι στο μυθιστόρημα ο Ουγκό έφτιαξε με τέτοιον τρόπο τη ζωή του λόρδου Κλάντσαρλι ώστε να παραλληλίζεται με τη δική του.
Οπως και στο βιβλίο, έτσι και στην έκθεση αυτή υπάρχει παντού και ταυτόχρονα το στοιχείο της πολιτικής και του ρομαντισμού. «Υπάρχει ένας κανόνας για τους δυνατούς –να μην κάνουν τίποτα –και ένας κανόνας για τους αδύναμους –να μη λένε τίποτα. Ο φτωχός έχει μόνο έναν φίλο: τη σιωπή». Αυτό βάζει έναν ήρωά του να λέει στο μυθιστόρημα ο Ουγκό.
Στη βωβή ταινία του 1928, σε αντίθεση με το βιβλίο, ο σκηνοθέτης επέλεξε ένα χάπι εντ. Στην τελευταία σκηνή ο Γκουίνπλεϊν είναι ευτυχισμένος που θα είναι πλέον για πάντα με την αγαπημένη του Ντέα. Για να μπορέσει να δείξει επιτέλους όλη τη συγκίνηση της ψυχής του καλύπτει με τα δυο του χέρια με έναν υπέροχο τρόπο το μόνιμο χαμόγελό του.

«Αυτά συνέβαιναν πριν από 180 χρόνια, τον καιρό που οι άνθρωποι ήταν λίγο περισσότερο λύκοι απ’ όσο είναι σήμερα –όχι πολύ περισσότερο».
Αυτό έγραψε ο Ουγκό στον «Ανθρωπο που γελά» πριν από 150 χρόνια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ