Η ιδέα είναι απλή αλλά πολύ ενδιαφέρουσα. Οκτώ έλληνες συγγραφείς, παλαιότερων και νεότερων γενιών, επιλέγουν, προτείνουν και προλογίζουν τις αγαπημένες ταινίες τους. Με αυτόν τον τρόπο, με τις οκτώ προβολές και συζητήσεις που θα προκύψουν, οι συγγραφείς καλούνται να ανοίξουν έναν διάλογο με το κοινό που θα δει για πρώτη φορά αυτές τις ταινίες ή να «συνεχίσουν» τον διάλογο που υποσυνείδητα είχε ήδη ανοίξει με όσους τις έχουν ήδη δει.
Οκτώ συγγραφείς για οκτώ ταινίες όλες από την Ευρώπη λοιπόν, κατά τη διάρκεια του εφετινού «Πανοράματος» (14-17 Νοεμβρίου). Κάποιες από αυτές είναι γνωστές, άλλες λιγότερο και κάποιες, όπως ο «Κόκκινος ψαλμός» του Μίκλος Γιαντσό ή ο «Καθρέφτης» του Αντρέι Ταρκόφσκι, έχουν να παιχθούν χρόνια στις αίθουσες, πράγμα που προσθέτει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον στο όλο εγχείρημα.
«Οταν λέμε συγγραφείς, ο νους μας πάει στο σενάριο, όμως στη Γαλλία την περίοδο του γαλλικού roman nouveau τα σενάρια της νουβέλ βαγκ άρχισαν να τα γράφουν μυθιστοριογράφοι, επηρεασμένοι από τον κινηματογράφο» μας είπε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του «Πανοράματος» κ. Νίνος Φένεκ Μικελίδης. «Ηθελα να δω και να δείξω πώς βλέπουν οι δικοί μας νεότεροι έλληνες συγγραφείς τον κινηματογράφο και αν τελικά τους επηρεάζει η ιστορία, η πλοκή ή το στυλ. Η απάντηση βρίσκεται στις επιλογές τους».
Στο πενιχρό μπαρ ενός μικρού χωριού της Ουγγαρίας, ο Γιάνος, ο κεντρικός ήρωας των «Αρμονιών του Βερκμάιστερ» (2000) του Μαγιάρου Μπέλα Ταρ, τοποθετεί τρεις μεθυσμένους στον χώρο, ως τον Ηλιο, τη Γη και τη Σελήνη, για να αναπαραγάγει μια έκλειψη Ηλίου. Οι κάτοικοι του χωριού είναι φοβισμένοι με την άφιξη ενός τσίρκου που ταξιδεύει με «τη μεγαλύτερη φάλαινα του κόσμου» και την εμφάνιση ενός πρίγκιπα… «Ο Μπέλα Ταρ στήνει ένα κινηματογραφικό σύμπαν με εικονοποιία σπάνιας αισθητικής» για τη Μαρία Φακίνου («Η αρχή του κακού») που επέλεξε την ταινία. «Ασπρόμαυρα μονοπλάνα σαν πίνακες ζωγραφικής, αυθεντικοί χαρακτήρες, σεβασμός στις παύσεις και στη σιωπή, το αλλόκοτο και το παράδοξο αρμονικά ενταγμένα σ’ έναν ωμό και ρεαλιστικό κόσμο. Η ταινία του Μπέλα Ταρ είναι ποιητική και συγχρόνως βίαιη, με έναν υπόγειο, βουβό τρόπο. Οπως δηλαδή εντυπώνονται μέσα μας τα μεγάλα έργα τέχνης».
Η Ουγγαρία έχει την τιμητική της στο αφιέρωμα του «Πανοράματος», αφού μια δεύτερη ταινία από αυτή τη χώρα, ο «Κόκκινος ψαλμός» (1972) του Μίκλος Γιαντσό, ήταν η επιλογή του Βασίλη Κ. Καλαμαρά («Ειρηνικός πολεμικός»). «Χρονικό των εξεγέρσεων των χωρικών στη Νοτιοανατολική Ουγγαρία, όπου οι κοινωνικές διεκδικήσεις παίρνουν και θρησκευτικό χαρακτήρα, μέσα από επαναστατικές τελετουργίες, χορούς και τραγούδια που διαμορφώνουν έναν «κόκκινο ψαλμό»» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Καλαμαράς για την ταινία που τοποθετείται γύρω στο 1890, είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στο ουγγρικό ύπαιθρο και έχει γυριστεί σε μόλις 27 μονοπλάνα.
Η «Μαμά και η πουτάνα» (1973) του Γάλλου Ζαν Εστάς είναι η επιλογή της Στέργιας Κάββαλου («Αλτσχάιμερ Trance», «Πλαστική άνοιξη»), η οποία θεωρεί ότι ο Αλεξάντρ (Ζαν-Πιερ Λεό), ο κεντρικός ήρωάς της, ένας άντρας που περνά τον χρόνο του διαβάζοντας στα καφέ ή φλερτάροντας γυναίκες στον δρόμο, «κάνει το αντίθετο απ’ ό,τι λέγεται και πιστεύεται στην εποχή του. Σημασία δεν έχει η ορθότητα ή το παράδοξο των λόγων, αλλά η εφευρετικότητα, η πρωτοτυπία, ακόμη και αν αυτή σημαίνει να βάζεις το χέρι σου στη φορμόλη και να το εκθέτεις για το μεροκάματο. Ενα α λα παριζιέν ποστ-επαναστατικό παραλήρημα των αρχών της δεκαετίας του ’70 για τη μυστική ζωή που κατοικεί μέσα στο κεφάλι μας διά στόματος Ζαν-Πιερ Λεό, του οποίου η πρωταγωνιστική συμμετοχή ήταν προσωπική επιλογή-εμμονή του κινηματογραφιστή Εστάς».
«Εχω χάσει την ικανότητα να ακούω και να βλέπω» είναι η φράση που θυμάται ο Θωμάς Τσαλαπάτης («Το ξημέρωμα είναι σφαγή, κύριε Κρακ») από την «Αλίκη στις πόλεις» (1974), το μνημειώδες road movie του Γερμανού Βιμ Βέντερς με ήρωες έναν γερμανό φωτορεπόρτερ (Ρούντγκερ Φόγκλερ) που αναζητεί την πραγματική Αμερική και ένα εννιάχρονο κορίτσι (Γέλα Ροτλάντερ) που ο πρώτος έχει πάρει υπό την ευθύνη του όταν μαθαίνει ότι η μητέρα του το έχει εγκαταλείψει. «Πίσω από το ασπρόμαυρο παραπέτασμα» συνεχίζει ο συγγραφέας «ο Βέντερς αφηγείται μια διαδρομή του τυχαίου σε μια γερασμένη ήπειρο, σε μια Γερμανία νεότερη και από τις ενοχές της. Τον δεσμό των ανθρώπων με την απλότητα της χειρονομίας, το πώς ο άνθρωπος εφευρίσκει ξανά από την αρχή τον εαυτό του μέσα στην αθωότητα. Την εξιστόρηση μιας δύσκολης τρυφερότητας, που τελικά σου αποδεικνύει πως υπάρχεις».
Η Βερόνικα ζει στην Πολωνία, η Βερονίκ στη Γαλλία. Δεν έχουν συναντηθεί ποτέ, μα οι ζωές τους συνδέονται με τρόπο μεταφυσικό. Για τη Βάσια Τζανακάρη («Εντεκα μικροί φόνοι», «Τζόνι και Λούλου») η «Διπλή ζωή της Βερόνικα» (1991) του Πολωνού Κριστόφ Κισλόφσκι «πραγματεύεται την αναζήτηση ταυτότητας μέσω του άλλου, τον φόβο ότι η πραγματική ζωή μάς διαφεύγει, το αίσθημα του ανοίκειου. Η εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πλοκή, η υπαινικτική αφήγηση, η συμβολιστική χρήση καθημερινών αντικειμένων –όπως το γυαλί που μας προστατεύει αλλά μας απομακρύνει από τον έξω κόσμο –και η υποβλητική μουσική του Πράισνερ, συνθέτουν ένα μικρό, εύθραυστο αριστούργημα».
Στον «Καθρέφτη» (1975) του Ρώσου Αντρέι Ταρκόφσκι, την ταινία που προτείνει ο Θοδωρής Ρακόπουλος («Φαγιούμ», «Ορυκτό δάσος»), ένας σαραντάρης που πεθαίνει θυμάται το παρελθόν του. Παιδική ηλικία, μητέρα, πόλεμος, προσωπικές στιγμές, αλλά και πράγματα που αφηγούνται την ιστορία του ρωσικού έθνους. «Στη σκυτάλη που παραδίδει η τελευταία σκηνή της «Νοσταλγίας», το ταρκοφσκικό όραμα συνεχίζεται» μας είπε ο Ρακόπουλος. «Στον «Kαθρέφτη» βρίσκεται στην κορύφωση ή μάλλον στην καταβύθισή του –μέσα στο Εγώ. Ο βυθός της μνήμης αντικατοπτρίζεται στον «Καθρέφτη». Η ταινία των πολλαπλών υποκειμενικοτήτων που είναι η ζωή μας, αφού είναι πολλών ανθρώπων παιδιά τα λόγια μας, που λέει ο μακρινός συγγενής Σεφέρης. Η ταινία/πρόσωπο: πατρίδα, μάνα, αδελφή, ερωμένη».
Από το αφιέρωμα δεν θα μπορούσε να λείπει η ελληνική κινηματογραφία. Παντελής και Κωνσταντίνα Βούλγαρη, πατέρας και κόρη, δύο διαφορετικές γενιές, με τον δικό της χαρακτήρα η καθεμία. «Ο Παντελής Βούλγαρης πετυχαίνει να ανασυνθέσει στην οθόνη τη λεπτή ειρωνεία και το λαϊκό παράδοξο που συναντώ συχνά στα διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, με τον οποίο συνεργάστηκε εδώ στο σενάριο» είπε ο Νίκος Χρυσός («Το μυστικό της τελευταίας σελίδας») για την επιλογή του, το «Ολα είναι δρόμος» (1998). «Και ενώ οι τρεις δραματικές καρτ ποστάλ που συναποτελούν την ταινία διαδραματίζονται σε αναγνωρίσιμα σημεία της Βόρειας Ελλάδας, ωστόσο καταφέρνουν να εικονοποιήσουν την απώλεια, την απελπισία, τη μοναξιά και εν τέλει τη ζωή καθώς σπαταλιέται στους δρόμους κάθε γωνιάς του πλανήτη».
Και έτσι φθάνουμε στην πιο σύγχρονη από τις οκτώ ταινίες, το «Συγχαρητήρια στους Αισιόδοξους?» (2013) της Κωνσταντίνας Βούλγαρη, μια ταινία που προτείνει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος («Λούλα», «Η πιο κρυφή πληγή»): «Αυτό που κυρίως μου άρεσε στην ταινία της Κωνσταντίνας Βούλγαρη είναι η αμεσότητα και το αβίαστο της ταινίας, η οποία κρατάει χαμηλούς τόνους παρ’ ότι το θέμα της είναι κοινωνικά κραυγαλέο. Η Μαρία Γεωργιάδου λάμπει στον πρωταγωνιστικό ρόλο και ο Νίκος Βελιώτης υπογράφει την εξαίσια μουσική. Τέλος, η καταγραφή της καθημερινότητας των αναρχικών στα Εξάρχεια δίνει στην ταινία την αξία ενός σπάνιου ντοκουμέντου. Ο χαρακτήρας της βασικής ηρωίδας μένει μάλλον ανολοκλήρωτος. Αλλο μειονέκτημα είναι ένα είδος εξωραϊσμού του αναρχικού χώρου. Προσωπικά, η κρίση με ωθεί να αγκαλιάσω τα ντόπια έργα τέχνης. Εύχομαι μάλιστα η στάση αυτή να γενικευθεί, γιατί εάν δεν ενδιαφερθούμε για τον συλλογικό εαυτό μας η κρίση όχι μόνο δεν θα ξεπεραστεί αλλά διαρκώς θα βαθαίνει».

πότε & πού:
Στις 14 ημέρες της διάρκειας του φεστιβάλ, σχεδόν 60 ταινίες από την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια κινηματογραφία θα παρουσιαστούν από τις 14 ως και τις 20 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους Λαΐς – Ταινιοθήκη της Ελλάδος, Capitol 3D και από τις 21 ως και τις 27 Νοεμβρίου στους κινηματογράφους Ιντεάλ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ