Σάββατο μεσημέρι, σε ένα καφέ στην ευρύτερη περιοχή του κέντρου. Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου πλησιάζει από μακριά. Ακριβής στην ώρα του ραντεβού, ντυμένος σπορ, με χαιρετά χαλαρός και ευδιάθετος. Αφορμή για την κουβέντα μας είναι η «Πρώτη ύλη», η παράσταση με την οποία ο 49χρονος χορογράφος επανέρχεται στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και αν πέρυσι κάμποσοι φίλοι της τέχνης του έμειναν «παραπονεμένοι», το γεγονός ότι εφέτος θα παίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της διοργάνωσης προσφέρει, ασφαλώς, περισσότερες δυνατότητες.
Η παράσταση επιστρέφει στην πρωτεύουσα έχοντας «ταξιδέψει» στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Εδιμβούργο) και «ποτισμένη» με τον αέρα ανανέωσης που φέρνει ο καινούργιος συμπρωταγωνιστής, ο Μιχάλης Θεοφάνους. Στη διάρκεια ενός δίωρου συζητήσαμε για πολλά: για τα παλιά και τα καινούργια, για την κρίση, την υπερβολή και την έμπνευση, για την καριέρα και τα «ταμπού» μιας γενιάς, αλλά και για τους μελλοντικούς δρόμους.
Τελικά, η «Πρώτη ύλη» τι είναι; Επιστροφή ή άφιξη σε ένα νέο σημείο;
«Μετά την αναβίωση της «Μήδειας» συνειδητοποίησα ότι τόσο αυτή η δουλειά όσο και το «2» είχαν να κάνουν με έναν εαυτό περασμένο, όχι με τον μελλοντικό. Οταν λοιπόν ο Γιάννης Χουβαρδάς μου ζήτησε να δημιουργήσω ένα έργο για τα εγκαίνια της ιστορικής σκηνής του Τσίλλερ έφτιαξα το «Πουθενά», το οποίο θεωρώ το πρώτο έργο της τωρινής μου ύπαρξης. Και αυτό και το «Μέσα» που ακολούθησε δεν είχαν πρωταγωνιστές, πρωταγωνιστούσε το σύνολο. Ηταν έργα τα οποία διασπούσαν την αφήγηση και δεν επικαλούνταν τα ποπ στοιχεία της προσωπικότητάς μου. Αυτός είναι ο δρόμος που ακολουθεί και η «Πρώτη ύλη». Με μία διαφορά όμως…».
Η οποία είναι;
«Η εισπρακτική αποτυχία του «Μέσα» ήταν για εμένα ένα μήνυμα δυσκολοχώνευτο και σαφές. Δεν μπορώ πια να ερευνήσω σε αυτόν τον δρόμο με την κίνηση του ανώνυμου πλήθους, γιατί δεν μπορώ να διατηρώ μια μεγάλη ομάδα και να την πληρώνω. Πρέπει να επιστρέψω σε μικρότερο σχήμα, πράγμα που σημαίνει αυτομάτως ότι οφείλω να αντιμετωπίσω τους ανθρώπους ως προσωπικότητες και ως χαρακτήρες. Την «Πρώτη ύλη», όπως άλλωστε και το «Μέσα», δεν μου την παρήγγειλε κανείς. Οταν άρχισα να τη δουλεύω μας είχε ήδη «χτυπήσει» η κρίση και εγώ ο ίδιος είχα αναγκαστεί να ξενοικιάσω το ακριβό μου στούντιο και να συγκεντρώσω τα πράγματά μου σε έναν ημιυπόγειο χώρο. Εβαλα λοιπόν ένα στοίχημα με τον εαυτό μου».

Πάνω σε τι;
«Θέλησα να καταλάβω τι ακριβώς γίνεται τώρα: με ποιον τρόπο μπορεί να δημιουργήσει κανείς χωρίς κανένα μέσο. Αυτή είναι μια κατάσταση άλλωστε στην οποία γνώριζα να λειτουργώ καλά για χρόνια, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα. Σκέφτηκα ότι αν πράγματι κατάφερνα να φτιάξω κάτι ενδιαφέρον, θα ήταν μια κίνηση η οποία θα δήλωνε στο περιβάλλον κάτι θετικό: ότι τελικά δεν έχει τόση σημασία το να μη διαθέτεις μέσα. Στην περίπτωσή μου μάλιστα, ακριβώς επειδή είχα την τύχη να μου προσφερθούν πολλά μέσα, θεώρησα ότι αυτό θα είχε ίσως μια επιπλέον σημασία. Ετσι προέκυψε η «Πρώτη ύλη». Επομένως, για να επανέλθω στην αρχική ερώτηση, δεν πρόκειται για επιστροφή αλλά για άφιξη σε νέο σημείο το οποίο όμως, επειδή οι δρόμοι δεν είναι ευθύγραμμοι ποτέ, συναντάται με κάτι αρχικό».
Η εισπρακτική αποτυχία του «Μέσα» σας πείραξε;
«Με αυτό το έργο επιχείρησα να χρησιμοποιήσω τη μεγάλη πλατφόρμα η οποία μου είχε δοθεί για να κάνω ένα τεράστιο πείραμα, καθαρά καλλιτεχνικής φύσεως. Θέλησα να εκμεταλλευθώ τη φόρα που μου είχε δώσει η προηγούμενη εισπρακτική επιτυχία για κάτι, κατά τη γνώμη μου, ανατρεπτικό και ενεργοφόρο. Το αποτέλεσμα δεν επικοινώνησε στην κλίμακα που θα επέτρεπε στους παραγωγούς που με εμπιστεύθηκαν να το επιχειρήσουν ξανά. Με αυτή την έννοια, ναι, με πείραξε. Οτι δηλαδή σε μερικά χρόνια, που ενδεχομένως θα το συζητάμε, θα βρεθούν να το έχουν ζήσει μόνο 11.000 άνθρωποι. Και ξέρετε, το «Μέσα» ήταν κάτι που δεν στήνεται ξανά καθόλου εύκολα».
Το ότι «δεν επικοινώνησε», όπως λέτε, πού οφείλεται;
«Αγνωστο, πάντως τα media δεν αγάπησαν το έργο αυτό και απέτρεψαν το κοινό να έρθει. Η ιστορία του «Μέσα» μου απαγόρευσε να χρησιμοποιώ την ιδιωτική παραγωγή για καλλιτεχνικά πειράματα. Αν είχε λειτουργήσει αυτό, θα μπορούσε ίσως να δημιουργήσει ένα θετικό προηγούμενο. Να είναι δυνατόν να χρησιμοποιεί δηλαδή κάποιος τις καθαρά εμπορικού ενδιαφέροντος εταιρείες παραγωγής για να κάνει τέχνη και όχι σόουμπιζ. Προφανώς είχα την υπεροψία να νομίζω ότι θα ήμουν εγώ αυτός που θα το κατάφερνε. Ε λοιπόν, δεν ήμουν».
Και το θέμα της απήχησης στο κοινό;
«Ε, σε σχέση με αυτό είμαι καλομαθημένος. Από τα πρώτα, τα underground χρόνια μου, είχα συνηθίσει σε μεγάλη απήχηση. Τώρα που τα πράγματα ξεκαθαρίζουν, η απήχηση εξακολουθεί να είναι μεγάλη, αλλά φάνηκε πια πως οι πραγματικοί ενδιαφερόμενοι για την καλλιτεχνική μου δουλειά είναι λιγότεροι από αυτούς που εμφανίστηκαν με τη φόρα των Ολυμπιακών Αγώνων. Δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Οσο μεγαλώνεις, προτιμάς να σ’ αγαπούν γι’ αυτό που είσαι. Εχεις ανάγκη να λες τη γνώμη σου».
Ωστόσο, αν καταλαβαίνω καλά, δεν τίθεται θέμα κόπωσης από τους μεγάλους χώρους.
«Ούτε κατά διάνοια. Δεν είναι ούτε ότι νοστάλγησα να βγω στη σκηνή ούτε ότι έκλεισα τους λογαριασμούς μου με την παραγωγή μεγάλων διαστάσεων έργων, των οποίων η δραματουργία έχει να κάνει με το μεγάλο σύνολο. Με ενδιαφέρει πολύ και είναι κάτι το οποίο διεκόπη στη μέση λόγω της συγκυρίας της κρίσης. Ομως έτσι είναι. Αυτό είναι το κόλπο της ζωής, επιχειρείς να χρησιμοποιήσεις υπέρ σου τις αναποδιές… Κάνει κάποιος τον ελιγμό του και προσπαθεί να παραμείνει ζωντανός. Είχα στον νου μου άλλα δύο μεγάλα κόνσεπτ που ήθελα να πραγματοποιήσω. Ισως γίνουν στο μέλλον, ίσως δεν γίνουν ποτέ. Αλλωστε, τόσα πράγματα έχω στον νου μου τα οποία δεν θα περάσουν στην ύλη».
Θεωρείτε ότι η αφθονία, η υπερβολή της περιόδου προ της κρίσης, επηρέασε τον χώρο της Τέχνης;
«Φυσικά. Η υπερβολή έχει να κάνει με την έλλειψη κεντρικού στόχου και με την παράδοση σε υλικές και εγωπαθείς επιταγές οι οποίες έχουν εξ ορισμού αντιπνευματικό χαρακτήρα. Και τώρα όμως, πάνω στην κρίση και μέσα σ’ αυτή την παρακμή, η υπερβολή καλά κρατάει. Στο κομμάτι του entertainment, μάλιστα, η απαστράπτουσα παρακμή είναι ολοφάνερη. Απλώς πλέον το κομμάτι παρακμή είναι εντονότερο από το απαστράπτουσα. Ξαφνικά οι βιτρίνες της πρωτεύουσας έγιναν επαρχιώτικοι νεωτερισμοί. Εχει μια θλίψη μέσα του αυτό, μια μιζέρια. Αλλά πού θα πάει, θα πεθάνει ο παλιός κόσμος».
Η εφετινή παράσταση είναι διαφοροποιημένη σε σχέση με την περυσινή;
«Θα έλεγα πως είναι πιο «ωμή». Το ζητούμενο είναι περισσότερη τέχνη και λιγότερη καλλιτεχνικότητα. Η ίδια η προσωπικότητα του καινούργιου χορευτή είναι πιο τραχιά και πιο δυνατή. Υπάρχει δηλαδή ένας πόλος απέναντι πιο «επικίνδυνος». Αυτό αλλάζει δραματικά το τοπίο. Ο περυσινός συμπρωταγωνιστής μου ήταν σχεδόν πάντα «ντυμένος» με την ομορφιά του. Ο εφετινός, όμορφος κι αυτός, αλλά την ίδια στιγμή γυμνός μπροστά στον θεατή. Και εγώ ο ίδιος όμως, έχω ξεπεράσει νομίζω μερικά ζητήματα. Η παράσταση έχει περάσει σε ένα στάδιο ελαφράδας, με πιο ανάγλυφο χιούμορ, ώστε η δραματική της διάσταση να είναι πιο δυνατή».
Πολύς λόγος γίνεται για τη δυνατότητα εξόδου της σύγχρονης ελληνικής τέχνης στο εξωτερικό και τις προοπτικές της. Τι λέτε γι’ αυτό;
«Εγώ απέτυχα σε αυτόν τον τομέα, ενώ θα έπρεπε να έχω πετύχει. Οπότε, τι να σκεφτώ; Οτι δεν υπάρχει ένας εθνικός μηχανισμός που να σε στηρίζει είναι κάτι το οποίο καταλαβαίνει κανείς από μικρό παιδί. Δεν υπάρχει χαραγμένη πολιτική προώθησης του ελληνικού πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, άνθρωποι όπως ο Γιάννης Μανταφούνης, η Κατερίνα Παπαγεωργίου, ο Γιώργος Λάνθιμος δεν χρειάζεται να υπερνικήσουν την ελληνική μιζέρια, θα πάνε κατευθείαν έξω. Οποιος μπορεί ας το κάνει. Από ποιον να περιμένουμε; Από το υπουργείο Πολιτισμού το οποίο πλέον δεν υπάρχει; Ας το ξεχάσουμε για άλλα 20 χρόνια και ας κοιτάξει ο καθένας τη δουλειά του. Για το ότι η δουλειά του Λάνθιμου, για παράδειγμα, έχει θέση στην παγκόσμια κινηματογραφική παραγωγή δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο καλός μπορεί, λοιπόν».

Για εσάς τι σκέπτεστε;
«Εγώ ανήκω σε μια γενιά που είχαμε ταμπού να κοιτάξουμε την καριέρα μας. Η κυρίαρχη άποψη ήταν ότι είτε ήσουν άχρηστος και έδινες μεγάλη σημασία στο θέμα της καριέρας, μέσω δημοσίων σχέσεων κ.λπ., είτε ήσουν πραγματικός καλλιτέχνης και τα πράγματα γίνονταν από μόνα τους. Ανόητο ταμπού! Παρ’ όλο που πολλοί άνθρωποι πιστεύουν το αντίθετο, εγώ έμεινα εντελώς ανεκπαίδευτος στο να οργανώνω τις κινήσεις μου στρατηγικά σε σχέση με την καριέρα μου. Εφθασα σε ένα σημείο να είμαι αρκετά καλομαθημένος. Χρειάζομαι καλές συνθήκες, κυρίως άνεση χρόνου, και φυσικά έτσι δεν είμαι ανταγωνιστικός σε μια άλλη χώρα όπου αντικειμενικά δεν έχουν κανέναν λόγο να εμπιστευθούν έναν μεσήλικο ξένο καλλιτέχνη και να του δώσουν τέσσερις μήνες για να φτιάξει ένα έργο. Γι’ αυτό λέω ότι απέτυχα σε αυτό. Η «Πρώτη ύλη» βέβαια έχει αρχίσει να γίνεται περιζήτητη στο εξωτερικό, οπότε, ποιος ξέρει; Στην τελευταία στροφή, λίγο προτού τα φτύσω εντελώς, ίσως να γίνει και αυτό…».

«Απολαυστικό, αλλά και σωματικά επώδυνο»
Η «Πρώτη ύλη» σηματοδότησε την επιστροφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου στη σκηνή έπειτα από δεκαετή απουσία. Πώς βίωσε αυτή την εμπειρία; «Για εμένα ήταν απολαυστικό, ταυτόχρονα όμως και επώδυνο σωματικά. Η αντοχή μου δεν είναι μεν μικρότερη, αλλά ο χρόνος που χρειάζεται το σώμα μου για να αποκαταστήσει τις βλάβες που δημιουργούνται είναι πολλαπλάσιος. Κάνω τέσσερις παραστάσεις την εβδομάδα και τις τρεις ημέρες που έχω ρεπό τις περνώ στο κρεβάτι για να μπορέσω να αντεπεξέλθω. Υπάρχει ένας σκληρός βιολογικός αγώνας λόγω ηλικίας, από την άλλη όμως, είναι τόσο ευχάριστο για εμένα να μπαίνω σε αυτή τη διαδικασία. Είμαι πολύ τυχερός».


Η αλήθεια είναι ότι παρακολουθώντας κάποιος την παράσταση έχει την αίσθηση ότι η χρήση του σώματος φθάνει στα όρια της «αυτοκακοποίησης».
«Δίνεται αυτή η εντύπωση στο πλαίσιο του «μανιφέστου» της παράστασης ότι το σώμα αποτελεί πεδίο μάχης. Από την αρχή ως το τέλος, μέσα στο άπλετο φως γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν κάποιες «οπτικές απάτες». Στην αρχή αρκετά «ελαφρές», αλλά στο τέλος μοιάζουν πράγματι με αναπηρίες. Στην πραγματικότητα, οι στιγμές στην παράσταση οι οποίες είναι πραγματικά επώδυνες για το σώμα μας είναι μάλλον μερικές που δεν φαντάζεστε παρά αυτές που φαίνονται ότι το εξαρθρώνουν. Αλλού κρύβεται η αληθινή ταλαιπωρία. Η διατήρηση του υψηλού επιπέδου σωματικής επαφής επί μία ώρα και 20 λεπτά είναι κάτι δύσκολο. Πιο επώδυνο από το να τραβήξεις το πόδι λίγο πιο πέρα από εκεί που φαντάζεσαι ότι μπορεί να πάει. Αλλά και πάλι: είμαστε τυχεροί που έχουμε την τέχνη μας, είναι η δουλειά μας, και καλύτερα να είναι δύσκολη. Τίποτε που έχει αξία δεν είναι εύκολο».

πότε & πού:
Η «Πρώτη ύλη» παρουσιάζεται ως τις 14/7 στην Πειραιώς 260 (Κτίριο Α). Ερμηνεύουν: Δημήτρης Παπαϊωάννου, Μιχάλης Θεοφάνους. Πληροφορίες-εισιτήρια: www.greekfestival.gr.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ