Ο Στάθης Λιβαθινός επιχειρεί μια θεατρική προσέγγιση της «Ιλιάδας» πάνω σε μια σκηνή 600 τ.μ. όπου η πεντάωρη παράσταση (με τρία διαλείμματα) θα διασχίσει την Ιλιάδα από το Α ως το Ω.
Κύριε Λιβαθινέ, πώς γεννήθηκε η ιδέα της «Ιλιάδας»;
«Ηταν λίγο μετά την Πειραματική, το 2007-2008. Μου αρέσει να συνομιλώ με δύσκολα κείμενα, με κείμενα λίγο ακατόρθωτα. Και η «Ιλιάδα» με τράβαγε από πολύ μικρό. Είχα ένα προαίσθημα ότι τα θέματά της μπορούν κάποια στιγμή να μιλήσουν με την εποχή μου. Οταν φθάσαμε στο 2012 νόμιζα ότι τη ζούμε κιόλας. Μου φαινόταν αδιανόητο ότι ένα τέτοιο κείμενο ζει εκτός θεάτρου».
Με ποιες σκέψεις ξεκινήσατε;
«Στην αρχή πίστευα ότι το θέμα της είναι πώς ζει κανείς, πώς μπορεί να ζήσει και με ποιες αξίες, αλλά και πώς μπορεί αυτή η γλώσσα να έχει διατηρηθεί ως σήμερα μέσα από μια τέτοια ροή γεγονότων. Τώρα βλέπω ότι μέσα υπάρχει το πώς ζει κανείς αλλά και το πώς πεθαίνει. Γιατί στην «Ιλιάδα» ο θάνατος έχει την ίδια αξία με τη ζωή –καμιά φορά έχει και μεγαλύτερη. Το θέμα του θανάτου, ένδοξο ή άδοξο, είναι κάτι που μας απασχολεί πάντα. Και έχει οξυνθεί επειδή η ζωή έχει χάσει την αξία της».
Υπάρχει, θα λέγατε, μια λέξη-κλειδί;
«Η πρώτη λέξη του έπους είναι ο θυμός. Η εποχή μου είναι απολύτως θυμωμένη και αγανακτισμένη. Ο Ομηρος διαλέγει έναν τρόπο να παρουσιάσει τον θυμό σαν μια αναγκαία έκρηξη της ανθρώπινης ψυχής, που όμως οδηγεί τελικά στη συμφιλίωση και στη συμπάθεια. Τα πρόσωπα στον Ομηρο παρουσιάζουν τρομερό ενδιαφέρον γιατί μπορεί να είναι ήρωες αλλά είναι πάντα τρισδιάστατοι, πολυπρισματικοί, διαφορετικοί».
Για την παράσταση βασιστήκατε στη μετάφραση του Μαρωνίτη;
«Ο Μαρωνίτης στάθηκε κοντά μου και κοντά μας με έναν απίστευτα συγκινητικό και μοναδικό τρόπο. Είναι ένας νέος στην ψυχή άνθρωπος».
Ποιος είναι ο στόχος;
«Να παρουσιάσουμε όλες τις βασικές καμπές της «Ιλιάδας», κάποια από εκείνα τα στοιχεία που μπορούν να μιλήσουν σήμερα στην ψυχή και στο αφτί του θεατή. Πρόκειται για μια ερευνητική δουλειά με στόχο να παρουσιάσει όχι ένα μέγα θέαμα αλλά ένα επικό έργο της ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού. Βρήκα απέναντί μου ένα τρομερά μοντέρνο και πολιτικό κείμενο, που είναι συγχρόνως και συναισθηματικά ολοκληρωμένο, καθώς και αρκετά διαφορετικό από αυτό που συνήθως παραδίδουν οι φιλόλογοι».
Δουλέψατε με όλον τον θίασο;
«Ναι, με ενδιέφερε η συμμετοχή των ηθοποιών ώστε να μελετήσουμε όλοι και να το γνωρίσουμε καλά. Σε αυτό μας βοήθησαν επιστήμονες όπως ο ομηριστής Μενέλαος Χριστόπουλος, ο οποίος μας έκανε μάθημα επί μήνες. Επρεπε να το γνωρίσουμε και φιλολογικά ώστε να έχουμε ένα κάποιο δικαίωμα να το αγγίξουμε».
Ποια γεγονότα φωτίζετε ιδιαίτερα;
«Νομίζω ότι υπάρχει ένας βασικός καμβάς χωρίς τον οποίο δεν θα μπορούσε να υπάρξει η «Ιλιάδα». Είναι η ιστορία του εμφυλίου ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και στον Αχιλλέα, η απώλεια του Πατρόκλου, ο απελπισμένος αγώνας ένας ολόκληρου στρατού-λαού για να κατακτήσει κάτι μάταιο».
Και οι γυναίκες;
«Οι γυναίκες είναι βασικά η Ωραία Ελένη –την οποία αντιμετωπίζουμε διαφορετικά -, η Ανδρομάχη και η Εκάβη, οι δύο εμβληματικές μορφές, οι δύο μάνες, σύζυγοι, ερωμένες. Οπως και η Ηρα, που ανήκει στον κόσμο των θεών, αλλά ο Ομηρος την αντιμετωπίζει με κωμικοτραγικό χιούμορ. Πλάι της υπάρχει και η μορφή του Δία, μια μορφή απολύτως συγκινητική. Εκτός των άλλων, είναι και ένας μεγάλος πατέρας που δεν έχει πετύχει σε όλα. Τρομερό να έχεις παιδιά. Η πατρότητα είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα της Ιλιάδας».
Πρόκειται για μια ροή πολλών σκηνών;
«Ακριβώς. Επειτα από αρκετό καιρό κατέληξα σε έναν πρώτο χωρισμό δραματικών πράξεων ώστε να ανακαλύψω αυτό που ονομάζω επικό ρεαλισμό. Δηλαδή, έπος, μεγαλείο, αφαίρεση αλλά και απόλυτη σύνδεση με την καθημερινή ζωή, με τα μικρά και τα μεγάλα της. Νομίζω ότι με αφορά πολύ η «Ιλιάδα» του καθημερινού ανθρώπου. Ο Ομηρος είναι ένας τρομερός ρεαλιστής».
Σε πόσα κομμάτια χωρίζεται η παράσταση;
«Σε τέσσερα, ωριαία περίπου, με τρία διαλείμματα, ώστε να υπάρχει και λίγος χρόνος αφομοίωσης. Στην αρχή ήθελα να υπάρχει συνέχεια και ροή και το κοινό να μπαινοβγαίνει. Ισως θα είναι ένα επόμενο βήμα. Καθένα από τα τέσσερα μέρη έχει διαφορετική θεματική και προσπαθεί να έχει μια ιδιαίτερη γλώσσα, με αποκορύφωμα το τέταρτο, που είναι το δραματικότερο και στο οποίο οδηγούν όλα. Η «Ιλιάδα» εξελίσσεται σταδιακά προς το τραγικότερο. Και όλα φθάνουν τελικά στο σήμερα».
Τι φοβάστε;
«Δεν μπορώ να φανταστώ τις αντιδράσεις του κοινού. Παράλληλα ελπίζω οι άνθρωποι που έχουν αφιερώσει τη ζωή τους σε αυτό το κείμενο να μου συγχωρέσουν το θράσος. Είναι μια προσπάθεια να δοκιμάσω την αντοχή του θεάτρου μέσα στην «Ιλιάδα», όχι την αντοχή της «Ιλιάδας» μέσα στο θέατρο».
Εχει κίνηση η «Ιλιάδα» σας;
«Οι άνθρωποι τρέχουν γιατί μια πόλη καίγεται. Αυτή είναι μια φράση της «Ιλιάδας» από το τέταρτο μέρος. Απευθύνομαι σε μια πόλη που καίγεται, σε μια χώρα που καίγεται. Νιώθω ότι ο μοναδικός τρόπος για να το κάνω είναι ένα ακραίο κείμενο. Και η «Ιλιάδα» είναι ένα τέτοιο. Είναι ισχυρό το χτύπημα και ελπίζω να πιάσει. Να χτυπήσει την ψυχή, να τη λυτρώσει. Εκεί μέσα υπάρχουν όλες οι απαντήσεις για την κρίση. Δεν τις λέω με λόγια αλλά ελπίζω να «διαβαστούν». Κυριολεκτικά είναι όλα εκεί… Ολα».

«Αντιμετωπίζω τον πόλεμο αλληγορικά»

Πώς παρουσιάζεται ο πόλεμος στην κατά Στάθη Λιβαθινό «Ιλιάδα»; «Αυτό είναι ένα από τα σημαντικότερα και δυσκολότερα θέματα. Σε εμένα αντιμετωπίζεται καθαρά αλληγορικά. Πρέπει να ανακαλυφθεί ένας ποιητικός κώδικας που να συμπεριλαμβάνει τον θάνατο, τον πόλεμο και το αίμα, αντί να προσπαθεί να τον δείξει. Η πραγματικότητα και οποιοδήποτε ντοκουμέντο είναι πολύ πιο σκληρά και επικίνδυνα από την πιο αιματηρή εικόνα στη σκηνή».

Οι ηθοποιοί έχουν συγκεκριμένους ρόλους;
«Αυτό που με ενδιέφερε κυρίως είναι η συνομιλία όλων των ηθοποιών με ολόκληρη την «Ιλιάδα». Να μιλήσουν στο κοινό ως σύγχρονοι αφηγητές και υποκριτές. Υπάρχουν συγκεκριμένοι ρόλοι αναφοράς, αλλά ταυτόχρονα οι ηθοποιοί είναι και αφηγητές-ραψωδοί όλης της «Ιλιάδας»».
Τι είναι στην παράστασή σας ο ραψωδός;
«Είναι τόσο έντονη η δύναμη και τόσο φωτεινή η παρουσία του. Είναι ένα είδος πρώτου ηθοποιού πριν από την αρχαία τραγωδία, του πρώτου περφόρμερ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ηταν φτιαγμένος για να κρατά την προσοχή των ανθρώπων και να τους συγκινεί. Εκεί ίσως κρύβεται η βάση του ηθοποιού».

πότε & πού:
«Ιλιάδα» του Ομήρου, σε μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη και σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού. Στην Πειραιώς 260, κτίριο Δ, από 4 ως 8/6.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ