«Ρομάντσο», «Πάνθεον», «Βεντέττα». Οι επιγραφές – σε ποπ χρώματα – στην πρόσοψη της Αναξαγόρα 5 μαρτυρούν για τις δραστηριότητες που στεγάζονταν σε αυτό το βιομηχανικό κτίριο στην καρδιά της Αθήνας, πίσω από τις πλάτες του Δημαρχείου. Αδειο για χρόνια, το κτίριο, που ήταν έδρα των εκδοτικών επιχειρήσεων του Νίκου Θεοφανίδη και του ιστορικότερου λαϊκού περιοδικού του 20ού αιώνα, του «Ρομάντσου», που αυτός εξέδιδε, επιστρέφει και πάλι στη ζωή της πόλης ως μία ακόμη στέγη των ανθρώπων του Bios – που διατηρούν και τους χώρους της οδού Πειραιώς.

Ο νέος χώρος πολιτισμού, στις βιομηχανικές αίθουσες και στα γραφεία μιας ιστορικής εταιρείας Τύπου, δημιουργεί ελπίδες ότι η οδός Αναξαγόρα – από τους πιο υποβαθμισμένους δρόμους του κέντρου – μπορεί να «αποδοθεί» και πάλι στην Αθήνα. Οι άνθρωποι του Bios, έχοντας συνειδητοποιήσει την αξία του κτιρίου ως τοπόσημου, διατηρούν τις επιγραφές-τίτλους και σκέφτονται να αναδείξουν μέσα από τις δράσεις τους και τις εκδηλώσεις τους την ιδιαιτερότητα του χώρου αλλά και των λειτουργιών που εξυπηρέτησε.

Η Αναξαγόρα 5 είναι ένα σημείο μνήμης της πόλης αλλά και μνήμης του Τύπου. Το κτίριο ολοκληρώθηκε σε διαφορετικές φάσεις αλλά εξαρχής σχεδιάστηκε για να στεγάσει τυπογραφικές και εκτυπωτικές εργασίες. Η πρώτη φάση του κτιρίου χρονολογείται στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Λειτούργησε μέσα στην Κατοχή ως έδρα των τυπογραφικών επιχειρήσεων της εταιρείας «Ο Τύπος» του Γιάννη Πετσόπουλου.
Ο Πετσόπουλος, ιστορικός εκδότης του «Ριζοσπάστη», είχε διαγραφεί από το ΚΚΕ και είχε διαπρέψει στο εμπόριο δημοσιογραφικού χαρτιού. Μάλιστα, επειδή ήταν αντιπρόσωπος γερμανικού χαρτιού, είχε κατηγορηθεί ότι συνεργάστηκε με τον στρατό Κατοχής και την εκδοτική εταιρεία Μούντους που είχε ιδρύσει ο Γκέμπελς για τη διεθνή προπαγάνδα του καθεστώτος του Χίτλερ. Το χαρτί ή καλύτερα τα γιγαντιαία ρολά τυπογραφικού χαρτιού που κατέκλυζαν την οδό Αναξαγόρα είναι – μαζί με τη μυρωδιά του αντιμονίου – ζωντανή ανάμνηση για όσους εργάζονταν εκεί ή περνούσαν από εκεί στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές του 1980.
Ο εκδότης Νίκος Θεοφανίδης, που στο μεταξύ είχε αγοράσει το κτίριο στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ή στις αρχές του 1960 και το είχε επεκτείνει καθ’ ύψος, είχε εγκαταστήσει εκεί ταχυπιεστήρια, όπου τύπωνε, εκτός από τα δικά του περιοδικά, και τη «Ραδιοτηλεόραση», το μοναδικό τότε τηλεοπτικό περιοδικό με μεγάλη κυκλοφορία, αλλά και δύο εφημερίδες που βρίσκονταν στα δύο αντίθετα άκρα του πολιτικού φάσματος, τον «Ελεύθερο Τύπο» του Σάββα Κωνσταντόπουλου και τον «Ριζοσπάστη», το όργανο του ΚΚΕ. Ηταν από τις μεγάλες οικονομικές επιτυχίες του Θεοφανίδη που ενίσχυσαν τη θέση του στην πρώτη γραμμή του Τύπου.
Οι γειτονιές του Τύπου
Η Αναξαγόρα 5 ανήκε σε μια διακριτή περιοχή Τύπου κάτω και γύρω από την Ομόνοια. Στην Πειραιώς στεγαζόταν η «Βραδυνή» και λίγο πιο εκεί, στην οδό Σωκράτους, η εφημερίδα «Καθημερινή». Η άλλη διακριτή περιοχή του Τύπου ήταν πάνω από την Ομόνοια. Στην οδό Χρήστου Λαδά οι εφημερίδες του Λαμπράκη «Το Βήμα» και «Τα «Νέα», πιο δίπλα το «Εμπρός», στην οδό Κολοκοτρώνη το παλιό «Εθνος» και πιο κάτω, στην οδό Σανταρόζα, τα γραφεία του περιοδικού «Θησαυρός» που από το 1938 εξέδιδε ο Γιάννης Παπαγεωργίου.

Ο Παπαγεωργίου ήταν ο άμεσος ανταγωνιστής του Θεοφανίδη και ο «Θησαυρός» ο άμεσος ανταγωνιστής του «Ρομάντσου». Αλλά το «Ρομάντσο» επιβλήθηκε και έγινε συνώνυμο της κατηγορίας περιοδικό. «Δώστε μου ένα Ρομάντσο» στο περίπτερο σήμαινε γενικά «δώστε μου ένα περιοδικό», όπως «δώστε μου μια Κολυνός» σήμαινε γενικά μια οδοντόκρεμα.

«Ρομάντσο», «Πάνθεον», «Βεντέττα», τρεις επιγραφές στην πρόσοψη του βιομηχανικού κτιρίου της Αναξαγόρα, ποπ χρώματα αλλά και ποπ ιστορίες, αν θεωρήσουμε ότι το «Ρομάντσο» ήταν το σημαντικότερο ποπ περιοδικό στην Ελλάδα, δηλαδή εκφραστής μιας λαϊκής κουλτούρας. Ποπ ιστορίες αλλά και παλπ φίξιον (pulp fiction) α λα ελληνικά μέσα από την ατέλειωτη σειρά αναγνωσμάτων που δημοσιεύονταν στο «Ρομάντσο», καθώς και σε δύο άλλους τίτλους του Θεοφανίδη, λιγότερο γνωστούς αλλά εξίσου μυθικούς: στον «Ζέφυρο» (με ερωτικές, ρομαντικές ιστορίες) και στο «Μυστήριο» (με αστυνομικές ιστορίες).
Ο Νίκος Θεοφανίδης είχε γεννηθεί το 1901 στην Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ και από μικρός δούλεψε σε τυπογραφεία. Θεωρούσε τη μικρασιασική καταγωγή του εύσημο. Ιδρυσε το «Ρομάντσο» το 1934. Στην αρχή περιοδικό μικρού σχήματος με αναγνώσματα, από το 1942 μεγάλου σχήματος και ποικίλης ύλης, αλλά πάντα με βασικό κορμό τα αναγνώσματα. Μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον Μαρκεζίνη το 1953, ο Θεοφανίδης μείωσε την τιμή του περιοδικού από τις 6 δραχμές στις 3 και το επέβαλε οριστικά επί του ανταγωνιστή του «Θησαυρός». Στη δεκαετία του 1960 το «Ρομάντσο» κυκλοφορεί σε 300.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως, κυκλοφορίες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ.
Το περιοδικό του Θεοφανίδη δεν έχει εκτιμηθεί ακόμη από την Ιστορία. Το αναγνωστικό φαινόμενο στην Ελλάδα είχε μαζικότητα που ταυτίζεται με τις κολοσσιαίες κυκλοφορίες λαϊκών περιοδικών όπως το «Ρομάντσο», όπου το κοινό διάβαζε σε συνέχειες τα ρομάντσα ελλήνων επώνυμων ή ψευδώνυμων συγγραφέων. Αυτή είναι η ιστορική πραγματικότητα.
Οι σημερινές όψεις του αναγνωστικού φαινομένου πρέπει να συσχετιστούν με την προϊστορία των λαϊκών περιοδικών όσο και με την προφορικότητα των σημερινών τηλεοπτικών σίριαλ που αναμφισβήτητα επηρεάζουν και τα αναγνωστικά γούστα. Το «Ρομάντσο» καθόρισε τις αναγνωστικές συμπεριφορές, όχι μόνο μέσα από τα αναγνώσματα που δημοσιεύονταν στις σελίδες τους αλλά και από τις αυτοτελείς εκδόσεις μυθιστορημάτων. Η βιβλιοθήκη του περιλαμβάνει μεγάλα κλασικά μυθιστορήματα σε εξαιρετικές μεταφράσεις που υπογράφονταν από τον Κοτζιούλα ή τη Γεωργία Δεληγιάννη.

Ποπ αθηναϊκές ιστορίες

Είμαι έξω από το κτίριο της Αναξαγόρα 5, μαζί με τον φωτογράφο μας Γιώργο Οικονομόπουλο. Εχουν αρχίσει τα έργα διαμόρφωσης – μια φυσούνα είναι κρεμασμένη από τον δεύτερο όροφο – για τη νέα εποχή του κτιρίου, ως Bios. Ανεβαίνω νοερά τους ορόφους. Οι τρεις πρώτοι με τον βιομηχανικό χαρακτήρα, ο τέταρτος, αστικού τύπου προσθήκη, με εντοιχισμένες ντουλάπες. Μια άλλη εποχή του Τύπου, πιο χειροποίητη, πιο γοητευτική λόγω των υλικών – δεν λέω «καλύτερη».

Μαζί μου έχω έναν τόμο του «Ρομάντσου», του 1948. Παύλος Παλαιολόγος, Γ. Ταρσατόπουλος, Γεώργιος Ρούσσος, Ιωάννα Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, Δημήτρης Ψαθάς, Ασημάκης Γιαλαμάς. Διαβάζω την τελευταία φράση από το μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουκουβάλα-Αναγνώστου «Οταν μιλά ο πόνος», που δημοσιευόταν σε συνέχειες: «Οχι, δεν μας χρειάζονται καθόλου τώρα πια, είπε η Βάνα σοβαρά. Κι η ματιά της βυθίστηκε ευτυχισμένη στην φωτερή ματιά του Αλκη». Ροζ-ποπ ιστορίες. Τις βλέπω πλέον μεταγραμμένες στο ύφος του Bios, σε μια νέα, σύγχρονη αθηναϊκή αστική κουλτούρα, που θέλει να συνδεθεί με το παρελθόν της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ