Προετοιμάζονται καιρό τώρα γι’ αυτό το τόλμημα. Κόλλησαν στη μούρη «γένι δασύτριχο», που το φύλαγαν για μήνες «απ’ τις μασχάλες και τα πόδια». Κάθησαν με τις ώρες στον ήλιο για να ξορκίσουν τη χλωμάδα του δέρματός τους. Και φυσικά, σούφρωσαν τα ρούχα των ανυποψίαστων συζύγων τους και το ‘σκασαν χαράματα απ’ το σπίτι για να συναντηθούν κρυφά και να οργανώσουν την έφοδό τους. Στόχος τους να μπούνε στη Βουλή μεταμφιεσμένες και να καταλάβουν την εξουσία.
Δεν είναι ότι έχουν κάποια ατζέντα – με εξαίρεση την Πραξαγόρα, την πιο δυναμική και αποφασισμένη ανάμεσά τους, οι υπόλοιπες ζορίζονται να προσαρμοστούν σε αυτό το αδιανόητο κάλεσμα. Η αρχηγός τους επισημαίνει τις παγίδες: να μην ορκίζονται στην Αφροδίτη, να μην πλέκουν την ώρα της σύναξης, να μιλάνε με μπάσα φωνή κι άμα επικαλούνται τα αχαμνά τους, να τα ξύνουν κιόλας. Το δυσκολότερο όμως είναι άλλο: «Πρέπει να μάθουμε να ψηφίζουμε όπως αυτοί» τους λέει η Πραξαγόρα – και είναι αστείο και συγκινητικό ταυτόχρονα να τις βλέπεις να το επιχειρούν.
Για τον Αριστοφάνη, όπως και για όλους τους συγχρόνους του, ο κόσμος πρέπει πρώτα να γυρίσει ανάποδα προτού αποκτήσουν οι γυναίκες πολιτικά δικαιώματα. Στις «Εκκλησιάζουσες» το αναποδογύρισμα ξεκινάει ανώδυνα, χαριτωμένα με αυτή την πρόβα τζενεράλε πριν από την εισβολή σε ένα σύμπαν αυστηρά απαγορευμένο στις γυναίκες. Το σχέδιό τους αρχικά πετυχαίνει, οι υποσχέσεις τους για «τρυφερότητα στην εξουσία» κερδίζουν έδαφος, οι άνδρες πανηγυρίζουν που γλίτωσαν από τις έγνοιες και η Πραξαγόρα προχωράει στη θέσπιση κοινοκτημοσύνης: το δημόσιο ταμείο θα πληρώνει για όλα, τα αγαθά θα διατίθενται δωρεάν, το χρήμα δεν θα έχει αξία. Δεν θα υπάρχουν ούτε πρόστιμα, ούτε δίκες αλλά ούτε και κλέφτες εφόσον όποιος χρειάζεται κάτι θα πηγαίνει να το παίρνει τζάμπα από τις αποθήκες.
Αυτό το όραμα αστικού παραδείσου – όπου καταργούνται οι έννοιες της ιδιοκτησίας, του γάμου και των οικονομικών συναλλαγών – δεν αργεί να καταρρεύσει. Οι εύποροι αρνούνται να παραδώσουν την περιουσία τους, οι βολεψάκηδες υποδύονται τους άπορους, ενώ το μεγαλύτερο πρόβλημα όλων αποδεικνύεται το σεξ, εφόσον σύμφωνα με τον καινούργιο νόμο κάθε νέος και κάθε νέα που επιθυμεί να συνουσιασθεί με έναν άλλο νέο ή νέα πρέπει πρώτα να «κανονίσει» μια γριά ή έναν γέρο αντιστοίχως.
Η ουτοπία μετατρέπεται σε δυστοπία, τα ταπεινότερα ένστικτα κυριαρχούν, η γεροντική λαγνεία βγαίνει αχαλίνωτη στην επιφάνεια και προκαλεί το χάος οδηγώντας τους νεαρούς εραστές στην απόγνωση. «Είναι λοιπόν ελευθερία για σας /την ανάγκη του ο καθένας να ικανοποιήσει; / Αλλος να φάει πρώτος / κι άλλος να γαμήσει;» αναρωτιέται έξαλλη η Πραξαγόρα διά χειρός Θεοδωρόπουλου – Μαυρογεωργίου οι οποίοι επιλέγουν να κλείσουν την παράσταση με αυτό το δικό τους σχόλιο για το αδιέξοδο που βιώνουμε ως κοινωνία σήμερα.
Η παρέμβαση αυτή δεν είναι η μόνη. Αντιμέτωποι με το ζήτημα των «γυναικών στην εξουσία», κάτι που τότε ήταν σενάριο επιστημονικής φαντασίας αλλά σήμερα απτή πραγματικότητα, μετατρέπουν την Πραξαγόρα σε «μάντισσα» που βλέπει τα μελλούμενα: τις γυναίκες του 2012 που μπαίνουν στη Βουλή κανονικά και με τον νόμο, είναι τολμηρές, δυναμικές, «όμως δεν έχουν μέσα τους τίποτα γυναικείο / στο βλέμμα δεν υπάρχει ζεστασιά, στο πρόσωπο δεν έχουν τίποτα το οικείο». Η σύνδεση με το τώρα επιτυγχάνεται περαιτέρω σε βαθύτερο και πιο ουσιαστικό επίπεδο: σε αυτή τη διασκευή, ο Μαυρογεωργίου αρνείται να υιοθετήσει οποιαδήποτε πρόχειρη, «επιθεωρησιακού» τύπου λύση και να τη ζευγαρώσει με μπανάλ, ξεπερασμένες χυδαιολογίες, όπως κάνουν όλοι σχεδόν όσοι διασκευάζουν Αριστοφάνη στις μέρες μας. Επιλέγει τη φρεσκάδα, την απλότητα, τις έμμεσες, μη κραυγαλέες αναφορές στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και παραδίδει ένα κείμενο ευχάριστο, χυμώδες, ανάλαφρο και ταυτόχρονα αθυρόστομο όσο και όπου χρειάζεται.
Είναι προφανές ότι ο Θεοδωρόπουλος είχε εξαρχής αυτό το ζητούμενο στο μυαλό του: χωρίς σκηνικά, χωρίς φαλλικές κακογουστιές και μπαλαφάρες, χωρίς όλη αυτή την αισθητική που έχει καταντήσει τις αριστοφανικές κωμωδίες ανυπόφορες τα τελευταία πολλά χρόνια, ο σκηνοθέτης εξασφάλισε ένα ανεπιτήδευτο, κεφάτο και γοητευτικό αποτέλεσμα που μας βοηθάει να συνειδητοποιήσουμε εκ νέου τη διαχρονική, ανεξάντλητη ζωτικότητα του αριστοφανικού κειμένου.
Το ίδιο διαπιστώνει κανείς και στις ερμηνείες: λιτές, απαλλαγμένες από το άγχος να μας σερβίρουν ντε και καλά το «αστείο» στη μούρη αλλά εστιασμένες στη φυσικότητα και τους χαμηλούς τόνους. Ετσι ευδοκίμησαν ο Βλέπυρος του Κώστα Κόκλα, η Πραξαγόρα της Δάφνης Λαμπρόγιαννη, ο Χρέμης του Παντελή Δεντάκη αλλά και ο δύσμοιρος ερεθισμένος νέος του Γιώργου Πυρπασόπουλου.
Υπάρχουν σαφώς μικρές παραφωνίες στο σύνολο: η άνοστη, στερεοτυπική ερμηνεία του Νίκου Καρδώνη ως ελληνάρα, το πλέι μπακ των τραγουδιών, τα κοστούμια του Χορού με τα εντυπωσιακά εμπριμέ που επισκιάζουν τις ηθοποιούς. Τίποτε από αυτά όμως δεν επιδρά τόσο αρνητικά όσο η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου, χλιαρή, ξεψυχισμένη, άτολμη, λες και ο συνθέτης καθόλου δεν ενδιαφέρθηκε να αφουγκραστεί τις προθέσεις των υπόλοιπων συντελεστών αλλά αποφάσισε να αρκεστεί σε βολικά αναμασήματα του παρελθόντος. Τολμώ μόνο να φανταστώ πόσο θα απογειωνόταν η παράσταση αν συνοδευόταν από ένα εναρμονισμένο με το κείμενο μέλος, που θα αναδείκνυε στο έπακρο το ποπ και μοντέρνο πρόσωπο του Αριστοφάνη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ