Χρυσό βραβείο στην κατηγορία της κοινωνικής διαφήμισης στα εφετινά Effie Awards -τον διεθνή θεσμό στον χώρο της διαφήμισης και του μάρκετινγκ που βραβεύει την αποτελεσματικότητα και τη δημιουργική έκφραση μιας επικοινωνιακής καμπάνιας- έλαβε, στις ΗΠΑ, διαφημιστική εκστρατεία χάρη στην οποία σώθηκε η δημόσια βιβλιοθήκη του Τρόι του Μίσιγκαν στις ΗΠΑ.

Η ενδιαφέρουσα και τολμηρή ιστορία του βραβείου αυτού, που δόθηκε πριν από λίγες ημέρες στη διαφημιστική εταιρεία Leo Burnett/Arc Worldwide, αρχή της έχει το γεγονός ότι οι δημοτικές βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο απειλούνται. Αυτό δεν είναι νέο. Οι λόγοι είναι οι ίδιοι παντού: Δεν υπάρχουν χρήματα για να τις συντηρήσουμε και είναι τα πρώτα θύματα των μέτρων λιτότητας. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των δημοτικών αρχών του Τρόι στο Μίσιγκαν των ΗΠΑ.

Είχε παρθεί η απόφαση να κλείσει η βιβλιοθήκη. Ο μόνος τρόπος για να τη διατηρήσουν ήταν να εγκρίνουν οι δημότες, σε τοπικό δημοψήφισμα, μια αύξηση κατά 0,7% στα δημοτικά τέλη, προκειμένου να συγκεντρωθούν οι απαραίτητοι πόροι για τη βιβλιοθήκη. Οι οπαδοί όμως του Tea Party, κατ’ αρχήν ενάντιοι σε κάθε είδος φόρου, επιδόθηκαν σε μια μεγάλη καμπάνια όπου το δίλημμα μετατέθηκε και, στην ουσία, οι δημότες καλούνταν να αποφασίσουν όχι για το αν ήθελαν τη βιβλιοθήκη, αλλά για το αν ήθελαν να αυξηθούν οι φόροι τους.

Οι φίλοι της βιβλιοθήκης δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Ζήτησαν από τη διαφημιστική εταιρεία να τους βοηθήσει στο επικοινωνιακό μέρος κι εκείνη κατέληξε με μια αιρετική πρόταση: Δεν θέλουμε τη βιβλιοθήκη; Ωραία λοιπόν, ας τα κάψουμε τα βιβλία. Ας τα κάψουμε κι ας το γιορτάσουμε με ένα μεγάλο πάρτι. Στις 2 του μηνός ψηφίζουμε το κλείσιμο της βιβλιοθήκης, στις 5 του μηνός καίμε το περιεχόμενό της, τα βιβλία, σε μια μεγάλη δημόσια γιορτή. Aρχισαν να τυπώνουν αφίσες για τη μέρα και την ώρα του πάρτι όπου θα καίγονταν τα βιβλία, άνοιξαν λογαριασμό στο facebook, το ανακοίνωσαν στα ραδιόφωνα και στην τοπική τηλεόραση, τύπωσαν διαφημιστικά μπλουζάκια και άρχισαν να αναζητούν τη μουσική μπάντα που θα έπαιζε στο μεγάλο πάρτι -στο στιλ του «Φαρενάιτ 451» του Ρέι Μπράντμπερι– όπου θα καίγονταν πανηγυρικά οι τόμοι της βιβλιοθήκης.

«Είστε άρρωστοι» έγραφαν στα posts τους κάτω από την πρόσκληση για το πάρτι οι χρήστες του facebook. «Αηδιαστικό». «Διαστροφή». Φούντωσαν οι αντιδράσεις ενάντια στους παρανοϊκούς που ήθελαν να κάψουν τα βιβλία. Το θέμα έλαβε διαστάσεις και εθνική δημοσιότητα. Τελικά, το δημοψήφισμα έγινε και η συμμετοχή ήταν κατά πολύ μεγαλύτερη του αναμενόμενου, κατά 342% για την ακρίβεια, και οι ψηφοφόροι ψήφισαν υπέρ της βιβλιοθήκης (και υπέρ της φορολογικής επιβάρυνσης για χάρη της).

Το υποτιθέμενο πάρτι, βεβαίως, δεν θα συνέβαινε ποτέ. Ηταν ένας τρόπος για να επανέλθει η συζήτηση από τους φόρους στο αρχικό της θέμα: στη βιβλιοθήκη. Ο κόσμος συνειδητοποίησε ότι, όταν ψηφίζει για να κλείσει μια βιβλιοθήκη, είναι σαν να ψηφίζει να καούν τα βιβλία.

Στην Ελλάδα η δημόσια βιβλιοθήκη δεν είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μας. Δεν είναι γιατί δεν ξέρουμε τι είναι η δημόσια βιβλιοθήκη και τι μπορεί να μας προσφέρει. Τόση κινητοποίηση όμως, με κάθε μέσο, ακόμη και με τρόπους προκλητικούς, υπέρ των δημόσιων βιβλιοθηκών, σε όλα τα μέρη όπου ο θεσμός κινδυνεύει, κάτι δηλώνει, κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει. Μήπως ήρθε η ώρα να διεκδικήσουμε κι εμείς το αγαθό της δημόσιας βιβλιοθήκης, της σχολικής, της παιδικής, της δημοτικής;

Ας ξεχάσουμε το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση, ας πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Αν μια δημόσια βιβλιοθήκη είναι όντως αγαθό, τι είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε για να το αποκτήσουμε; Από φόρους έχουμε χορτάσει και χρήματα δεν υπάρχουν, οπότε δεν μπορούμε με τον οβολό μας να στηρίξουμε τις βιβλιοθήκες αυτές. Υπάρχει όμως χρόνος, διάθεση, εμπειρία, γνώσεις, που μπορούν να προσφερθούν εθελοντικά, σε μια ομαδική συνεργασία στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του καθενός μας, για το συλλογικό καλό. Μήπως μας στέλνουν κάποιο μήνυμα από τα περίχωρα του βιομηχανικού Ντιτρόιτ οι κάτοικοι του Τρόι, ελληνιστί της Τροίας;