Στην προσπάθειά του να κατανοήσει τους λόγους που οδήγησαν στον «Θάνατο της τραγωδίας», ο Τζορτζ Στάινερ καταγράφει ολόκληρη την πορεία της δραματικής λογοτεχνίας από την αρχαιότητα ως σήμερα (για την ακρίβεια ως το 1961, έτος έκδοσης του ομότιτλου και εξαιρετικού του βιβλίου). Η μελέτη του είναι εξαντλητική και δεν υπάρχει φυσικά εδώ χώρος για μια πλήρη καταγραφή των επιχειρημάτων του. Αξίζει όμως να αναφέρουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα της σκέψης του.
«Το αρχαίο δεν είναι ένα γάντι το οποίο το μοντέρνο μπορεί να το φορέσει κατά βούληση. Η μυθολογία του ελληνικού δράματος ήταν η έκφραση μιας ολοκληρωμένης και παραδοσιακής εικόνας της ζωής. Ο ποιητής μπορούσε να πετύχει με το κοινό του μια άμεση επαφή τρόμου ή απόλαυσης επειδή και οι δύο μοιράζονταν την ίδια ιδιοσυγκρασία πίστης. Οταν αυτή η ιδιοσυγκρασία δεν υπάρχει πια, η μυθολογία που της αντιστοιχεί απονεκρώνεται ή γίνεται πλαστή».
Δεν είναι πλέον δυνατόν να γράψουμε τραγωδίες, υποστηρίζει ο μεγάλος στοχαστής. Οι ιδέες της χάριτος, της καταδίκης σε αιώνια τιμωρία, της κάθαρσης, της βλασφημίας ή της αλυσίδας της ύπαρξης – ιδέες που θεωρούνται δεδομένες στην κλασική και τη σαιξπηρική τραγωδία – έχουν απoλέσει τη ζωτικότητά τους. Χωρίς αυτές δεν μπορεί να ορθοποδήσει η έννοια του τραγικού, η οποία συνδιαλέγεται με την τυφλή μοίρα, τις βουλές ενός κρυμμένου θεού που μας περιμένει στο σταυροδρόμι, μας κοροϊδεύει και μας καταστρέφει επιβάλλοντας τιμωρίες δυσανάλογες του «εγκλήματός» μας. Το τέλος είναι αμετάκλητο και σκληρό, αλλά αυτό ακριβώς διεκδικεί από τον άνθρωπο τις υψηλότερες ηθικές αντοχές του αναδεικνύοντας την τραγικότητα της φύσης του.
Η «συνταγή» χάλασε στα μέσα του 18ου αιώνα με τον Ρουσό: «Πείτε το δημοκρατία, όπως οι ρομαντικοί επαναστάτες της Δύσης, πείτε το αταξική κοινωνία όπως ο Μαρξ. Σε κάθε περίπτωση, ήταν το όνειρο της προόδου που πρώτος ονειρεύτηκε ο Ρουσό» γράφει ο Στάινερ. Στο πλαίσιο της κοσμοθεωρίας του γάλλου φιλοσόφου επήλθε μια πλήρης αναθεώρηση της έννοιας της ενοχής. Ο άνθρωπος έκανε το κακό είτε επειδή δεν είχε λάβει τη σωστή παιδεία είτε επειδή είχε διαφθαρεί από την κοινωνία. Η ευθύνη ανήκε στο εκπαιδευτικό σύστημα ή στο περιβάλλον και συνεπώς το άτομο δεν ήταν εντελώς υπεύθυνο για το έγκλημά του. «Ο Ρουσό κλείνει τις πόρτες της κολάσεως. Την ώρα της αλήθειας, ο εγκληματίας θα καταληφθεί από τύψεις… το έγκλημα δεν οδηγεί σε τιμωρία αλλά σε λύτρωση». Και μια τέτοια θεώρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς είναι ριζοσπαστικά οπτιμιστική: δεν μπορεί να γεννήσει καμία μορφή αυθεντικού τραγικού δράματος – «η ρομαντική θέαση της ζωής είναι μη τραγική».
Σε επίπεδο γλώσσας, τώρα, έχει υπάρξει και εκεί μια φυσική φθορά, σύμφωνα με τον συγγραφέα. Η πολιτική υποκρισία της εποχής μας έχει υποβαθμίσει και αποκτηνώσει τον λόγο πέρα από κάθε προηγούμενο. Κάθε μέρα που περνάει δειπνούμε με τον τρόμο – στις εφημερίδες, στην τηλεόραση – και έτσι αναισθητοποιούμαστε απέναντι σε κάθε νέα ακρότητα. Μπορούμε να προσδοκούμε μια επιστροφή σε αυτό το μυστήριο των λέξεων που βρίσκονται στην πηγή της τραγικής ποίησης; Νομίζω πως όχι, αποφαίνεται ο Στάινερ.
Δεν μπορεί να μη τα σκεφτεί κάποιος όλα αυτά ακούγοντας το κείμενο του Νιλ Λαμπιούτ. Η σύγχρονη Μήδεια – στην κατά τον αμερικανό συγγραφέα εκδοχή – είναι μια νεαρή κοπέλα που ερωτεύτηκε στα 14 τον καθηγητή της και πολλά χρόνια αργότερα δολοφόνησε το παιδί τους επειδή αυτός την εγκατέλειψε κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Τα συστατικά της ιστορίας είναι ευδιάκριτα: έρωτας, προδοσία, εκδίκηση. Μιας ιστορίας από αυτές που διαβάζουμε στις εφημερίδες, μας προκαλούν στιγμιαία αποστροφή και μετά τις ξεχνάμε.
Ο Λαμπιούτ αποφάσισε να τη φωτίσει και, δίνοντας τον τίτλο «Medea Redux», να επιφέρει αναπόφευκτη σύγκριση με την ηρωίδα του Ευριπίδη. Η σύγκριση φυσικά είναι μοιραία. Η νεαρή παιδοκτόνος δεν έχει τίποτε από το λαμπερό, τρομακτικό στάτους της αρχαίας προγόνου της. Και ο λόγος της είναι εξίσου πεζός με την εμφάνισή της. Ολόκληρη η εμπειρία του κειμένου (η γνωριμία των παράταιρων εραστών, οι βόλτες, το πρώτο φιλί, η τελευταία συνάντηση κτλ.) δεν μπορεί παρά να προσφέρει κάτι πολύ «μικρό» και συρρικνωμένο σε σχέση με το πρωτότυπο.
Ισως όμως τελικά αυτό να είναι και το σχόλιο που συνειδητά θέλει να καταθέσει ο συγγραφέας: ότι στην εποχή μας η τραγωδία είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει τραγωδία. Μονάχα τετριμμένες όσο και φρικτές ιστορίες που τις καταναλώνουμε σε χρόνο αστραπή. Εγκλήματα που αμβλύνονται επειδή δεν μας συγκινούν πια, σε μια κοινωνία όπου κάθε εξομολόγηση ανταμείβεται με συμπάθεια και συγχωροχάρτι. «Ισως και να μη φταίμε τελικά – είμαστε μόνο άνθρωποι, ε;» ρωτάει ο καθηγητής την ερωμένη του νομίζοντας πως έχει γλιτώσει, πως έχει νικήσει τη μοίρα του. Το ερώτημα της ευθύνης τίθεται εκ νέου από τον Λαμπιούτ αντηχώντας ειρωνικά τον Ρουσό.
Η Ζωή Μυλωνά εντυπωσιάζει με τη φυσικότητά της, με τη λιτότητα που χρησιμοποιεί τα εκφραστικά μέσα της, με την άρνησή της να καταφύγει σε υπερβολές και «δραματικά» ξεσπάσματα. Αυτό που χρειάζεται για την περαιτέρω εξέλιξη της ερμηνείας της είναι ένα μεγαλύτερο παιχνίδι με τις αντιθέσεις έτσι ώστε να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός του θεατή. Η σκηνοθέτις Μαρία Ξανθοπουλίδου διατήρησε τους τόνους χαμηλά και αυτό στάθηκε το πλεονέκτημά της. Θα περίμενα παρ’ όλα αυτά ένα διαφορετικό σκηνικό, λιγότερο αυστηρό και γεωμετρικό, ένα περιβάλλον που να συνάδει με τη χύμα αισθητική της ηρωίδας και του κειμένου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ