Η Δόμνα Σαμίου η σημαντικότερη ερμηνεύτρια αλλά και ερευνήτρια της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, πέθανε το βράδυ του Σαββάτου, μετά από προβλήματα υγείας που παρουσίαζε το τελευταίο διάστημα. Αφιέρωσε και αφιερώθηκε στη διάδοση της παραδοσιακής μουσικής και του παραδοσιακού τραγουδιού, εφόσον το υπηρέτησε ουσιαστικά από τα 13της χρόνια. Θα κηδευτεί την Τρίτη, στις 3 το απόγευμα, από το νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης.

Ας δούμε όμως πως η ίδια η Δόμνα Σαμίου, περιγράφει αυτή τη σχέση που είχε με τη μουσική στην ιστοσελίδα της : «Το αυτί μου εμένα από τότε, σαν παιδάκι που ήμουνα, έπαιρνε όλους τους ήχους και τις μουσικές. Ο πατέρας μου έψελνε πάρα πολύ ωραία, δεν ήταν ψάλτης ο άνθρωπος, αλλά έψελνε και τραγουδούσε επίσης πολύ ωραία. Θυμάμαι όταν γύριζε από τη δουλειά του μ’ έπαιρνε στα γόνατά του και με ταχτάριζε και μου έλεγε, ας πούμε, Ταχτιρί πού πας μωρή, στον τσοπάνο για τυρί, και τυρί δε βρήκαμε, τον τσοπάνο δείραμε… ή άλλα διάφορα, ας πούμε, Το παιδί θέλει χορό, τα βιολιά δεν είν’ εδώ, κι όποιος πάει να τα φέρει, ένα τάληρο στο χέρι…

Ήτανε και η εκκλησία ο άγιος Νικόλαος κοντά και κάθε Κυριακή πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου και παρακολουθούσα τη λειτουργία, βέβαια όχι από θρησκοληψία αλλά γιατί μου άρεσε αυτή η μουσική, το είχα σαν να πήγαινα σε μια συναυλία, ας πούμε. Σιγά σιγά είχα μάθει όλη τη λειτουργία απ’ έξω, τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας, τους Χαιρετισμούς, θυμάμαι πως είχα μάθει και το «Άσπιλε, αμόλυντε..», που λένε στο τέλος των Χαιρετισμών, που στέκεται ένα παιδάκι μπρος στο Χριστό κι ένα άλλο στην Παναγία, όλο αυτό το κομμάτι το έλεγα απ’ έξω».

Βιογραφικό σημείωμα

Η Δόμνα Σαμίου γεννήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 1928 στην Καισαριανή της Αθήνας.

Οι γονείς της ήταν μικρασιάτες πρόσφυγες από το Μπαϊντίρι, χωριό της περιοχής της Σμύρνης. H μητέρα της ήρθε στην Ελλάδα το 1922, ο πατέρας της, αιχμάλωτος στρατιώτης, λίγο αργότερα, με την Ανταλλαγή. Στο περιβάλλον της Καισαριαννής είχε τα πρώτα μουσικά της ακούσματα απ’ τα οποία και πήγασε η αγάπη της για την παραδοσιακή μουσική.

Σε ηλικία 13 ετών η Δόμνα Σαμίου έχει την πρώτη διδακτική επαφή με τη βυζαντινή και τη δημοτική μουσική αλλά και με τη λογική της επιτόπιας έρευνας, μαθητεύοντας κοντά στον Σίμωνα Καρά, στο «Σύλλογο προς Διάδοσιν της Εθνικής Μουσικής», ενώ παράλληλα φοιτά στο νυχτερινό Γυμνάσιο.

Ως μέλος της χορωδίας του Σίμωνα Καρά αρχίζει η σχέση της και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας/Ε.Ι.Ρ όπου αργότερα, το 1954, προσλαμβάνεται στο Τμήμα Εθνικής Μουσικής. Από τη θέση αυτή γνωρίζει τους σημαντικότερους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι την εποχή εκείνη της εσωτερικής μετανάστευσης συρρέουν στην Αθήνα απ’ όλες τις περιοχές της Ελλάδας, και τους οποίους το ΤΕΜ ηχογραφεί για τις εκπομπές του.

Παράλληλα κάνει μουσική επιμέλεια σε εκδόσεις δίσκων, θεατρικές εκπομπές, κινηματογραφικές ταινίες. Το 1963 αρχίζει τα ταξίδια της στην επαρχία για επιτόπιες καταγραφές και συγκέντρωση μουσικού υλικού για το προσωπικό της αρχείο με δικά της μηχανήματα.

Το 1971 παραιτείται από την Ραδιοφωνία. Την ίδια χρονιά-σταθμό αποδέχεται την πρόσκληση του Διονύση Σαββόπουλου και πρωτοεμφανίζεται στο νεανικό κλαμπ Ροντέο, δίνοντας μια μεγάλη έκτοτε στροφή στη σχέση των νέων με την παραδοσιακή μουσική.

Τις σημαντικές αυτές εμφανίσεις ακολουθεί η συμμετοχή στο Φεστιβάλ Μπαχ στο Λονδίνο, οργανωμένο από τη Λίλα Λαλάντη. Η λαμπρή καλλιτεχνική καριέρα της Δόμνας Σαμίου έχει ξεκινήσει θριαμβευτικά. «Πέρασε η ντροπή που είχαν για το δημοτικό τραγούδι», όπως δηλώνει σε συνέντευξή της η ίδια.

Το 1974 αρχίζει η συνεργασία με την Columbia και οι αλλεπάλληλες εκδόσεις LP. Το 1976-77 με σκηνοθέτες τον Φώτο Λαμπρινό και τον Ανδρέα Θωμόπουλο γυρίζουν στην ελληνική επαρχία είκοσι επεισόδια για την εκπομπή της ΕΡΤ «Μουσικό οδοιπορικό».

Το 1981 ιδρύεται ο Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής – Δόμνα Σαμίου με σκοπό την διάσωση και προβολή της παραδοσιακής μουσικής και κυρίως την έκδοση δίσκων και τη διοργάνωση εκδηλώσεων με αυστηρές επιστημονικές και ποιοτικές προδιαγραφές, μακρυά από τις απαιτήσεις των εμπορικών εταιριών.

Το έργο της ξεπερνά πια τα ελληνικά σύνορα. Εκδίδονται δίσκοι της στη Γαλλία και τη Σουηδία. Επί σαράντα περίπου χρόνια πραγματοποιεί σειρά συναυλιών από την Αυστραλία μέχρι τη Νότια Αμερική που όχι μόνο συγκινούν τους Έλληνες της Διασποράς αλλά και αποκαλύπτουν στους ξένους μια ποιοτική «ελληνική μουσική δίχως μπουζούκι», όπως γράφτηκε σε κάποια κριτική συναυλίας της στη Σουηδία.

Στο εσωτερικό της Ελλάδας οι εμφανίσεις της σε συναυλίες κάθε είδους και με κάθε αφορμή είναι αναρίθμητες καθώς και οι τιμητικές προσκλήσεις και τα αφιερώματα, όπως π.χ. η επετειακή παράσταση για τα 70 της χρόνια: «Η Δόμνα Σαμίου στο Μέγαρο Μουσικής: η γνωστή και άγνωστη Δόμνα», τον Οκτώβριο του 1998.

Για τις ποικίλες δραστηριότητες της συνεργάζεται με τους πιο καταξιωμένους Έλληνες και ξένους μουσικούς, μουσικολόγους, λαογράφους, εθνομουσικολόγους αλλά και διδάσκει, μυεί και αναδεικνύει πρωτόβγαλτους νέους καλλιτέχνες.

Aπό το 1994 δίνει μαθήματα δημοτικού τραγουδιού για ενήλικες στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων της Αθήνας. Πάμπολλες είναι επίσης οι πρωτοβουλίες της και έμπρακτη και ανιδιοτελής η προσφορά της σχετικά με την βελτίωση της μουσικής εκπαίδευσης των παιδιών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, αίτημα παιδαγωγικά πρωταρχικό και επιτακτικό κατά την ίδια.

Καταξιωμένη και αγαπητή για την προσφορά και την προσήνια της είδε το έργο της να αναγνωρίζεται πολλαπλά και τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, με αποκορύφωση την απονομή μεταλλίου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Στεφανόπουλο το 2005.