Κρατάει στα χέρια της το φυλλάδιο µε το διετές πρόγραµµα του Εθνικού Θεάτρου και σχολιάζει το µότο: «“Τι είναι η πατρίδα µου;» αναρωτιέται ο Ιωάννης Πολέµης και µε αυτή την προµετωπίδα το Εθνικό δηλώνει την ευαισθησία και την αντίληψή του για το τι είναι σηµαντικό αυτή τη στιγµή».

Η Ρένη Πιττακή, στην πρώτη συνεργασία της µε το πρώτο θέατρο της χώρας, πρωταγωνιστεί στη «Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη επιστρέφοντας στο ίδιο έργο ύστερα από 33 χρόνια. Τότε ήταν η κόρη, η Βάσω. Τώρα είναι η µάνα, η Γριά. Τότε ήταν µε τον Κουν στο Τέχνης. Τώρα στη Νέα Σκηνή τη σκηνοθετεί ο Βίκτωρ Αρδίττης. «Τότε… Τώρα… Είµαι ίδια, αλλά άλλη» λέει και ξεκινάµε.

Κυρία Πιττακή, τι είναι για σας η πατρίδα;

«Εγώ είµαι µε τον Πολέµη. Τα λέει όλα στο ποίηµά του. Μιλάει για τη φύση, για την κληρον οµιά µας, αλλά και γι’ αυτό που έχουµε µέσα µας. Αισθάνοµαι καλά στη φύση της πατρίδας µου, όχι στην πόλη. ∆εν θα µπορούσανα ζήσω µακριά από την πατρίδα ούτε την πόλη µου, κι ας έχουν συµβεί τόσα. Εχω γεννηθεί στην Αθήνα αλλά έχω γυρίσει την Ελλάδα παιδί επειδή ο πατέρας µου ήταν στρατιωτικός. Και αργότερα τη γύρισα µε το θέατρο. Αγαπώ τη ζωή και τον παλµό της πόλης. Από την άλλη, η φύση µε ισορροπεί και µε αποφορτίζει. Η Αθήνα είναι βρώµικη, είναι βάρβαρη, είναι σκληρή, είναι µια τρέλα και τώρα µε την κρίση είναι µίζερη. Αλλά… έχω εξάρτηση».

Εχει αλλάξει όμως;

«Φυσικά. Πολλές φορές έχω νιώσει ξένη µέσα στην πόλη µου. Εβλεπα, βλέπαµε, τα πράγµατα να συµβαίνουν, τα βλέπαµε να έρχονται και µέναµε θεατές. Προσωπικά αντιδρούσα και αντιδρώ µε τις επιλογές µου στον χώρο της δουλειάς µου. Γι’ αυτό και δεν δέχοµαι ότι τα φάγαµε όλοι µαζί».

Γι’ αυτό κατεβήκατε με τους «Αγανακτισμένους»;

«Τις πρώτες ηµέρες κατέβηκα και ξανακατέβηκα. Σιγά-σιγά αναρωτήθηκα, µετά την εκτόνωση τι; ∆εν συµφωνούσα µε πολλά που έβλεπα, συνθήµατα, πανό. Οπως δεν συµφωνώ µε τη µούντζα στη Βουλή. Ξέρετε, µεγάλωσα µέσα σε µια ασφάλεια, σε οικογένεια δεξιών πεποιθήσεων, και αντέδρασα πηγαίνοντας προς τα αριστερά. Αλλά και εκεί είδα µια στείρα πολιτική, εµµονές, διασπάσεις. ∆ιαψεύστηκα και αποµακρύνθηκα. Γι’ αυτό αυτή τη στιγµή θα προτιµούσα µια οικουµενική κυβέρνηση, αλλά οικουµενική. Ουτοπία; Το επάγγελµά µου, βλέπετε».

Δεν σας εκφράζει δηλαδή αυτή η συγκυβέρνηση;

«Συγκυβέρνηση µε συναντιπολίτευση; Είµαστε σοβαροί; Είµαι λίγο κρατηµένη. Οχι όµως στο πρόσωπο, στα πρόσωπα. Φοβάµαι πάλι τις αποφάσεις που θα είναι εις βάρος των ανίσχυρων.

Εκεί τι να πει κανείς… Κάπως έτσι αποφάσισα να κάνω πράγµατα στα οποία να είµαι πειστική. Μιλάς για ό,τι συµβαίνει µέσα από αυτό που κάνεις. Οσον αφορά τις επιλογές µου, υπάρχει µια συνέπεια».

Με ήρωες έλληνες μετανάστες στη Γερμανία.

«Οι µετανάστες είµαστε εµείς. Η ξενιτιά δεν είναι αλλού, είναι εδώ. Πόσο αισθάνεται κανείς ξένος στο σπίτι του, ξένος µε τον εαυτό του, χωρίς ελπίδα, φυλακισµένος; Μπορεί οι εξωτερικές συνθήκες να άλλαξαν, όµως τα θέµατα του έργου εξακολουθούν να µας αφορούν: οι ενδοοικογενειακές σχέσεις, η συντήρηση του πυρήνα της οικογένειες, αλλά και οι έντονες συγκρούσεις. Τα δύο κεντρικά θηλυκά πρόσωπα, η µάνα και η κόρη, µοιράζονται σχέσεις εξάρτησης και σύγκρουσης, όπως και την αγωνία για ένα προχώρηµα, για ένα άνοιγµα προς τους άλλους. Από την κόρη κυρίως, που επηρεάζει και τον µικρό αδελφό της».

Υπάρχει και ο φόβος που έρχεται απ’ έξω, του ξένου…

«Ναι, η αγωνία για το πώς θα αντιµετωπιστεί το έξω. Ανέκαθεν ο Ελληνας βλέπει τον ξένο σαν τέρας. Τον βλέπει µε καχυποψία, µε φόβο, όχι ισότιµο. Μοιάζει µε το πώς βλέπουµε σήµερα την Ευρώπη, τους ξένους. Πρέπει να επωφεληθούµε, να τους ξεγελάσουµε, ενώ αυτοί µας απειλούν».

Επιστρέφετε σε ένα έργο τρεις δεκαετίες μετά και ερμηνεύετε έναν άλλον ρόλο.

«Αυτή η επιστροφή µε κεντρίζει. Εχω περιέργεια για το πώς θα ιδωθεί αυτό. Από την παλιά παράσταση έχω κάποιες αµυδρές εικόνες. Με συγκινεί που θυµάµαι το κείµενο ακόµη, ενώ έχουν µεσολαβήσει τόσοι ρόλοι και παραστάσεις».

Η «Νίκη» γράφτηκε τότε για σας; Για να παίξετε τη Βάσω;

«Ειλικρινά, δεν ξέρω. Η Λούλα βέβαια ήξερε ότι το γράφει για το Θέατρο Τέχνης. Ηξερε πού να το δώσει. Φανταζόταν ποιοι θα παίξουν».

Είστε η πρωταγωνίστρια της Λούλας Αναγνωστάκη…

«Εχω παίξει στα περισσότερα έργα της. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει µια συγγένεια µεταξύ µας, µια συγγένεια που διαπιστώθηκε µε τα χρόνια. Εχουµε µια προσωπική σχέση, όχι τόσο σε επίπεδο παρέας όσο µατιάς».

Ειρωνικός ο τίτλος;

«Πικρά ειρωνικός, όπως οι περισσότεροι στα έργα της. Μιλάει για µια Νίκη, για κάποιους νικητές που θα περάσουν µέσα από το σπίτι µας, µε όλες τις παράπλευρες απώλειες. Για την ήττα. Το έργο είναι αφιερωµένο στους ηττηµένους είτε από τη µία είτε από την άλλη πλευρά. Υπάρχει ένα ζύγισµα των ηρώων. Είναι υπόγεια πολιτικό και κοινωνικό το έργο, ρεαλιστικό και ποιητικό, µε µεστό, πειστικό λόγο, χωρίς λαϊκές γραφικότητες. Οι ήρωες είναι θύµατα που παίρνουν όνοµα, λαλιά, αλληγορικά πλάσµατα µιας καθαρά ελληνικής περιπέτειας. Από τη “Νίκη” και µετά η Αναγνωστάκη άλλαξε. Τότε µιλούσε γι’ αυτή τη “Νίκη”, µια πύρρειο νίκη, µια ήττα. Μετά µίλησε για τις ήττες που µας έφερε η αλλαγή».

Πώς είναι να βλέπεις την παράσταση μέσα από έναν άλλον ρόλο;

«Τότε και τώρα είµαι εγώ, ίδια αλλά άλλη. Γι’ αυτό και ένιωσα µεγάλο κέντρισµα να είµαι απέναντι και να βλέπω τη Μαρία Κεχαγιόγλου να ξαναζωντανεύει τον ρόλο. Τότε ήµουν η κόρη, η Βάσω, τώρα η µάνα, η Γριά. Είναι σχιζοφρενικό».

«Στο Εθνικό νιώθεις ότι παράγεται έργο»

Είναι η πρώτη φορά που η Ρένη Πιττακή παίζει σε παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. «Για να είµαι ειλικρινής, είχε υπάρξει στο παρελθόν µια φήµηγια έναν “Βυσσινόκηπο” αλλά δεν προχώρησε. Και µια κουβέντα για το “Γάλα” από τον Μαστοράκη, αλλά τότε ήταν οι “∆ούλες” µε τον Βογιατζή» σηµειώνει.

Μετά το Θέατρο Τέχνης ήτανέναςστόχος για εσάς το Εθνικό;

«Οχι, δεν το είχα στόχο.

Ηθελα να έρθει κάτι που να αξίζει, που να µε ενδιαφέρει. Παλιότερα µε την Πειραµατική του Λιβαθινού έβλεπα να γίνεται κάτι σηµαντικό.

Από την άλλη, από πέρυσι µε την “Ιλιάδα” άρχισα να παρακολουθώ παραστάσεις και να νιώθω εµπιστοσύνη σε αυτό που συµβαίνει εκεί. Είναι σηµαντικό: στο Εθνικό νιώθεις ότι παράγεται έργο. Είναι ένας κόσµος πολιτισµού, µε συνθήκες οργανωµένες, µε µια προσήλωση σε αυτό που γίνεται. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν υπάρχουν όροι ∆ηµοσίου – κάνουµε δουλειά».

Και με το Θέατρο Τέχνης τι γίνεται; Πώς είναιοι σχέσεις σας; Πιστεύετε ότι λειτουργεί σήμερα ως θεατρικός πόλος;

«Κοιτάξτε, πάω σε κάποιες παραστάσεις. ∆εν έχω κακές σχέσεις. Αλλά δεν νοµίζω ότι είναι πόλος. Είχε γίνει παλιότερα µια προσπάθεια για κάτι τέτοιο αλλά δεν προχώρησε. Εκεί είναι άνθρωποι που κάνουν παραγωγές και συµπαραγωγές. ∆εν βλέπω να υπάρχει όραµα ούτε στόχος».

Σας πληγώνει;

«Τώρα πια, όχι. Πέρασε καιρός. Με τα χρόνια αµβλύνονται όλα αυτά».

ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΟΥ

«Η Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Σκηνοθεσία Βίκτωρ Αρδίττης, σκηνικά – κοστούμια Αντώνης Δαγκλίδης, μουσική Δημήτρης Καμαρωτός, φωτισμοί Σάκης Μπιρμπίλης.

Παίζουν: Ρένη Πιττακή, Μαρία Κεχαγιόγλου, Προκόπης Αγαθοκλέους, Ιωάννα Κολλιοπούλου κ.ά. Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», τηλ. 210 5288.170-1.

Πρεμιέρα Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου, στις 21.00. Παραστάσεις ως τις 12 Φεβρουαρίου 2012
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ