Το 2004, το Βραβείο Μπούκερ απέσπασε ο 57χρονος σήμερα άγγλος συγγραφέας Αλαν Χόλινγκχερστ. Το μυθιστόρημά του «Η γραμμή της ομορφιάς» (Καστανιώτης, 2005) έγινε πρώτο θέμα στα αγγλοσαξονικά μέσα ενημέρωσης τα οποία σε όλους τους τόνους επεσήμαιναν ότι «ένας γκέι συγγραφέας κέρδισε το Μπούκερ».

Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε στη Βρετανία το νέο του μυθιστόρημα «The Stranger’s child» (Το παιδί του ξένου), ύστερα από επτά ολόκληρα χρόνια απουσίας του από τη λογοτεχνική σκηνή. Με δεδομένο ότι ο Χόλινγκχερστ δεν ανήκει στην κατηγορία των συγγραφέων που εκδίδουν ένα βιβλίο ανά διετία (τουλάχιστον), η κυκλοφορία του πέμπτου του μυθιστορήματος θεωρήθηκε ένα γεγονός.

Ο Άλαν Χόλινγκχερστ (γεν. 1954), που σπούδασε αγγλική λογοτεχνία στην Οξφόρδη, δίδαξε στο University College του Λονδίνου και πέρασε ως αναπληρωτής αρχισυντάκτης από τη λογοτεχνική επιθεώρηση TLS (The Times Literary Supplement), έγραψε μέσα σε περίπου μία εικοσαετία τέσσερα βιβλία που ασχολούνται με τη ζωή των ομοφυλοφίλων στη Βρετανία, αλλά και για το παρελθόν και το παρόν αυτής της κοινότητας. Ο συγγραφέας αυτός κινείται με την ίδια ευκολία τόσο στα σαλόνια των πλουσιότερων τάξεων όσο και στο κοινωνικό περιθώριο.

«Η βιβλιοθήκη της πισίνας» (Καστανιώτης, 2008), το πρώτο μυθιστόρημα που εξέδωσε το 1988, χαρτογραφεί τον γκέι κόσμο πριν και μετά το 1967, χρονιά κατά την οποία αποποινικοποιήθηκε η ομοφυλοφιλία. Ακολούθησαν δύο μυθιστορήματα μέσα στη δεκαετία του ’90. «Τα σκοτεινά μονοπάτια του έρωτα» (Ζαχαρόπουλος, 1997) ήταν μια ενοχλητική προσέγγιση πάνω στο θέμα της παιδεραστίας ενώ «Η έλξη» (Σέλας, 2001) διακωμωδούσε τις σεξουαλικές παρεκτροπές με πολλά ναρκωτικά και ακόμη περισσότερες ψευδαισθήσεις με φόντο την έντονη ζωή των κλαμπ του Λονδίνου, της μουσικής House και των χαπιών «Έκσταση».

«Η γραμμή της ομορφιάς» όμως έγινε εμπορική επιτυχία, τον έκανε ευρύτερα γνωστό και, κατά πολλούς συντέλεσε στο να γίνει πιο mainstream η γκέι κουλτούρα, στο επίπεδο κάποιας απενοχοποίησης. Είναι ενδεικτικό ότι το BBC 2 μετέφερε το μυθιστόρημα στη μικρή οθόνη σε τρεις τηλεταινίες το 2006.

Η ιστορία, που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε δυο εκλογικές επιτυχίες της Μάργκαρετ Θάτσερ, αφορά τον νεαρό αριβίστα Νικ Γκεστ και τη σχέση του αρχικά μ’ ένα νεαρό μαύρο κι ύστερα μ’ έναν ωραίο εκατομμυριούχο, σε μια ακόμη μαύρη και αιχμηρή κωμωδία ηθών, συναισθηματική και αστεία, για την υποκρισία και την απληστία που πότιζε τα πάντα εκείνη την εποχή.

Το νέο του μυθιστόρημα, για το οποίο η εφημερίδα «Guardian» έγραψε πως «αναμφίβολα θα είναι ένα απ’ τα καλύτερα μυθιστορήματα της φετινής χρονιάς» ξεκινά μέσα στον κήπο ενός επαρχιακού σπιτιού το καλοκαίρι του 1913 και φέρνει στο επίκεντρο έναν μέτριο ποιητή με «πολύ ευρύ σεξουαλικό γούστο» για να τερματίσει τα εξιστορούμενα το 2008.

Ο Άλαν Χόλινγκχερστ παραχώρησε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Στίβεν Μος στην ίδια εφημερίδα (http://www.guardian.co.uk/books/2011/jun/18/alan-hollinghurst-interview) με αφορμή το καινούργιο του μυθιστόρημα. «Υπάρχει μέσα πολλή αμφιφυλοφιλία. Μία απ’ τις ιδέες του βιβλίου αφορά την αδυναμία μας να γνωρίσουμε ή να κατηγοριοποιήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά» επεσήμανε ο Χόλινγκχερστ που αυτή τη φορά διερευνά «αυτές τις αμφίσημες σεξουαλικές περιοχές».

Ο συγγραφέας μίλησε, μεταξύ άλλων, για τη ζωή και τα βιβλία του, αναφέρθηκε στο κατά πόσο οι εμπειρίες του είναι και εμπειρίες των ηρώων του, στην εκλεκτική του συγγένεια με τον Χένρι Τζέιμς και κατέληξε: «Η σεξουαλική συμπεριφορά, τα σεξουαλικά ήθη και η ψυχολογία που έχει να κάνει με το σεξ είναι συναρπαστικά πράγματα και θα γράφω πάντα γι’ αυτά».

«Είναι ένα βιβλίο που δεν θα μπορούσα να γράψω δέκα χρόνια νωρίτερα, ένα βιβλίο για τον χρόνο και τις λειτουργίες του, για τη μνήμη και τις αποτυχίες της» πρόσθεσε ο συγγραφέας.

Αυτό πρέπει να το προσέξουν όσοι αφήνουν στην άκρη τον τρόπο με τον οποίο γράφει (πολύ προσωπικό και στυλιζαρισμένο ύφος που πετυχαίνει μερικές προτάσεις-κομψοτεχνήματα) ή φτιάχνει τους χαρακτήρες του, χωρίς να στέκονται μόνο στα προκλητικά «γεγονότα» ενός έργου μυθοπλασίας.

Το να αποσυνδέει κανείς τη ζωή ενός συγγραφέα απ’ το έργο του είναι ένα δείγμα αναγνωστικής ωρίμανσης, όχι αφέλειας.