Τους τόπους τούς κάνουν οι άνθρωποι. Πάντοτε η βιωμένη εμπειρία του τόπου είναι πιο συναρπαστική από τη… νεκρή φύση. Ετσι, απ΄ αυτή την Κυριακή και ως την τελευταία Κυριακή του Αυγούστου η ειδική σειρά του «Βήματος» Ενας τόπος, μια ιστορία στοιχειοθετεί ένα ταξίδι σε μια γοητευτική ανθρωπογεωγραφία. Μαρτυρίες που δημιουργούν τον μύθο ενός τόπου και μας κάνουν να βλέπουμε διαφορετικά το τοπίο.

Το πρώτο σπίτι που πήρα στην Επίδαυρο ήταν ανάμεσα σε κάτι σχεδόν εγκαταλελειμμένα μπανγκαλόουζ, στην περιοχή Παναγίτσα, στου Πιτίδη που λέγαμε, από το όνομα του μηχανικού. Ενας χωματόδρομος φοβερός και με λακκούβες που κατέστρεφαν τα αυτοκίνητα έφθανε εκεί. Με τους πρώτους που πήραν σπίτια σ΄ αυτή την περιοχή ήταν και η Μελίνα, οπότε φτιάχθηκε και ο δρόμος κι έτσι σωθήκαμε.

Από τα μέσα της δεκαετίας του ΄70, τότε που σταμάτησε το μονοπώλιο του Εθνικού και μπήκαν και άλλα θέατρα στο φεστιβάλ, ο Κουν με το Τέχνης, το Κρατικό, το Αμφι-Θέατρο, μαζευόμασταν και πηγαίναμε σ΄ αυτή την ερημιά για μπάνιο. Ερχόταν, θυμάμαι, κι ο Κουν σ΄ αυτό το απόμερο ξενοδοχειάκι και μας έφτιαχναν πατάτες τηγανητές με αβγά μάτια και μαρίδες, εκεί δίπλα στη θάλασσα, κάτω από μια μεγάλη κληματαριά.

Πιο κάτω, μετά του Πιτίδη, ξεχώριζαν τα δύο τελευταία σπίτια που τα είχαν φτιάξει αλλοδαποί μουσικοί, τη δεκαετία του ΄50. Το ένα ήταν του Ασκενάζι του πιανίστα, χτισμένο μπροστά σε έναν μικρό κολπίσκο, απομονωμένο, πάνω από το εκκλησάκι της Παναγίτσας. Λίγο πριν, ήταν του Μπέκερσον, ενός σκωτσέζου βιολοντσελίστα. Δύο σπίτια σε απόσταση τριάντα μέτρων από τη θάλασσα, πάνω στα βράχια, εντελώς μόνα τους. Ονειρευόμουν να πάρω ένα από αυτά. Αργότερα πήρα του Σκωτσέζου, από την κόρη του… Η Μελίνα με έβριζε που έφυγα από δίπλα της, λέγοντάς μου ότι το έκανα για να την αποφύγω. Θυμάμαι ότι όταν έκανα μπάνιο κι ήταν τελείως έρημα, το σούρουπο, άκουγα τον Ασκενάζι να παίζει Σοπέν… Ηταν μαγεία. Κάναμε μαζί μια ταινία, τον «Βυσσινόκηπο» του Κακογιάννη, όπου έπαιζε Τσαϊκόφσκι στο πιάνο.

Με τα χρόνια άρχισαν να παίρνουν σπίτια πολλοί γνωστοί άνθρωποι του θεάτρου, αρχιτέκτονες, συγγραφείς, σκηνοθέτες. Γέμισαν τα γύρω σπίτια και τα σπίτια του Λυγουριού. Το δικό μου σπίτι, έτσι όπως είναι απομονωμένο, εξακολουθεί να μου επιτρέπει άλλοτε να μένω μόνος με τα βιβλία μου κι άλλοτε να έχω φίλους, παρέα. Εξαρτάται από τη διάθεσή μου. Δεν είμαι και ο πιο εύκολος άνθρωπος… Ειδικά στις παραστάσεις που έχουν ενδιαφέρον, στο σπίτι γίνεται χαμός. Μαζεύονται άνθρωποι της δουλειάς, νέοι και νέες που τους έχω αδυναμία, φίλοι. Στο σπίτι έχουν μείνει κατά καιρούς άνθρωποι που έχω συνεργαστεί, όπως ο Πίτερ Χολ και ο Πέτερ Στάιν, ο Ρονκόνι, ο Μπερτολούτσι, ο Χάινερ Μύλερ, ο Χάρολντ Πίντερ, ο Τόνι Χάρισον, ο Βασίλιεφ και βέβαια και πάρα πολλοί Ελληνες. Είναι ένα σπίτι όπου συναντάς τους πάντες. Το απόγευμα, την ώρα που πέφτει ο ήλιος, με ησυχία ή με μουσική του Μάλερ, είναι περίφημα. Στο βάθος η Αίγινα, το Αγκίστρι, η Κυρά, τα Μέθανα κι όταν βραδιάζει συζητάς με την αύρα της Αθήνας. Μου ΄ρχεται στο μυαλό, μετά από μια ολιγοήμερη διαμονή του Αλαν Μπέιτς στο σπίτι, ένα σημείωμα που μου άφησε φεύγοντας: «Πάντα είχα την απορία πώς περίπου να είναι ο Παράδεισος.Τώρα ξέρω.Σ΄ ευχαριστώ».

Πέρυσι θυμάμαι, καθόμουν στη βεράντα, διάβαζα και κάπνιζα το πούρο μου, όταν ξαφνικά άρχισαν να χορεύουν μπροστά στα μάτια μου δελφίνια… Μετά από ένα βράδυ γεμάτο θέατρο και αρχαία ποίηση, να βλέπεις και δελφίνια…. Εχει δίκιο ο Γραμματικάκης όταν επιμένει ότι «το Σύμπαν δημιουργήθηκε για τον άνθρωπο». Ενα από τα πράγματα που δεν μπορείς παρά να σεβαστείς και να αναγνωρίσεις στους παλιούς είναι το πώς διάλεγαν τους τόπους για τα ιερά τους. Κι έτσι όπως την περπατάς, σκέφτεσαι τις χιλιετίες που έχει διασχίσει…. Το μικρό (Λαλούν) θεατράκι που εμφανίστηκε κάτω από τις ελιές και νομίζω ότι όταν κι αυτό άρχισε να λειτουργεί, απλώθηκε η μυρωδιά του θεάτρου στον χώρο. Εκεί σε κάθε παράσταση να συναντάς την παρουσία του Λαμπράκη ακόμα και μετά την απώλειά του και την Ειρήνη Παπά, υπερήφανη και ωραία ως Ελληνίδα, να κάθεται στους ονοματισμένους θώκους των χορηγών και να παίρνει την εκδίκηση όλων εκείνων των γυναικών που για αιώνες δεν τους επέτρεπαν να βλέπουν θέατρο.

Ξεκίνησα στην Επίδαυρο σε μια εποχή που τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Με φόβο και σεμνότητα γινόταν η ανανέωση.

Στην «Αλκηστη» του Χουβαρδά οι μισοί από το κοινό έβριζαν και οι άλλοι μισοί φώναζαν «μπράβο», ενώ η Συνοδινού έφευγε από την παράσταση βρίζοντας, διασχίζοντας την ορχήστρα. Μπορείς να κάνεις όμως καινούργια πράγματα, όπως συνέβη στον «Πλούτο» του Ρονκόνι, μια παράσταση που είχε μια γοητεία και μια ποίηση- κι ας φώναζαν κάποιοι αρχαιολόγοι για τον γεμάτο στάχυα αγρό και τα αυτοκίνητα που ίπταντο… Φασαρίες είχαν γίνει και στις «Τρωάδες» του Βουτσινά, για τα κουφάρια των αυτοκινήτων. Εχω κάνει έντεκα φορές τους «Οιδίποδες», τρεις τις «Τρωάδες», άλλες τόσες τις «Βάκχες» και τις «Ορέστειες»… Συγχρόνως έκανα στην περιοχή κι ένα σωρό ταινίες. Ετσι άρχισα την καριέρα μου στον κινηματογράφο με έναν γερμανικό «Οιδίποδα» που γυρίστηκε στην Τύρινθο. Μια άλλη ταινία που έγινε στην Παλιά Επίδαυρο ήταν «Το λάθος» του Αντώνη Σαμαράκη με τον Μισέλ Πικολί και τον Ούγκο Τονιάτσι.

Με τα χρόνια έχω αποκτήσει εκεί τους δικούς μου ανθρώπους. Μιλάμε για σαράντα χρόνια. Ο Λευτέρης και ο Νίκος στην ταβέρνα «Ακρογιάλι», ο Βασίλης, η Ομορφούλα που είναι πλέον συγγενείς μου. Τους νοιάζομαι και με νοιάζονται. Ο Λευτέρης στα «Κλήματα» με τα ωραιότερα ντολμαδάκια…

Θυμάμαι, κάναμε μια παράσταση με τον Τσαρούχη, την τελευταία του Μινωτή, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ». Ηταν πια κουρασμένος ο Τσαρούχης και τον κρατούσα από τα καμαρίνια, όπως βγαίναμε κι πηγαίναμε μαζί τον ανηφοράκο προς το θέατρο. Και αφέθηκε, και με το πρόβλημα αστάθειας που είχε με παρέσυρε και πέσαμε κι οι δύο κάτω. Μας είδαν τότε, δύο μεγάλους ανθρώπους πεσμένους στο έδαφος, κι έτρεξαν τα παιδιά του θιάσου. «Μπράβο παιδιά μου, είσαστε τυχερά.Είδατε την πτώση της ελληνικής σκηνογραφίας».

Κουν και Μινωτής
Ημουν από τους ελάχιστους που δούλευαν και με τα δύο θέατρα, Εθνικό και Τέχνης… Εκανα πρόβες στις «Φοίνισσες» ή στον «Επί Κολωνώ» με τον Μινωτή και στους «Αχαρνής» με τον Κουν. Χαμός. Το τι άκουγα… Βέβαια όταν ερχόταν στο σπίτι ο Μινωτής και κατά τύχη έπαιρνε τηλέφωνο ο Κουν και δεν του έλεγα ότι ήταν ο Μινωτής και ερχόταν και συναντιόντουσαν, ήταν… Η γλύκα μεταξύ τους! «Κάρολέ μου» και «Αλέξη μου», «ξέρω τι τραβάς κι εσύ…». Τι τραβούσα κι εγώ! Μεταξύ τους ήταν μια χαρά και με σεβασμό. Μόνον που ο καθένας πίστευε ότι έπρεπε να

1982: Προετοιμασία κοστουμιών για τον «Οιδίποδα Τύραννο», σε σκηνοθεσία Μίνου Βολανάκη… Στο μέσον,με τον Μπερνάρντο Μπερτολούτσι,φθινόπωρο στην Επίδαυρο

προασπίσει τη σχολή του. Με τον Μινωτή είχαμε μια ζεστή σχέση- όχι ακριβώς φιλία, αλλά βαθιά εκτίμηση… Με τον Κουν ήταν και όλη η ατμόσφαιρα διαφορετική. Ενιωθες ότι ανήκεις σε έναν χώρο που συμμετέχεις και σου ανήκει ένα μικρό κομμάτι, βάζεις κι εσύ το στοιχείο σου. Το Εθνικό ήταν πιο απρόσωπο. Και οι δύο ήταν πολύ απαιτητικοί, με διαφορετικούς τρόπους. Ο μεν Κουν είχε ένα πάθος και ο Μινωτής είχε έναν ορθολογισμό που ήξερε πού θα πάει το πράγμα για να πετύχει αυτό που έπρεπε. Ο ένας πίστευε ότι το ωραίο στο θέατρο έχει μια αξιοπρέπεια και μια μεγαλοσύνη και ο άλλος πίστευε ότι τη μεγαλοσύνη μπορείς να τη βρεις και μέσα στο ευτελές. Με τον Κουν ρίχναμε φοβερούς καβγάδες. Τα παιδιά της σχολής μάς κοίταζαν έντρομα. Σηκωνόταν κι έφευγε ο Κουν και μετά μου έλεγε «έλα να δοκιμάσουμε αυτό που πρότεινες»

Η Μελίνα ήταν ειδική περίπτωση. Είχα κάνει το συμπεθεριό να κάνει με τον Κουν στην «Ορέστεια» την Κλυταιμνήστρα για την Επίδαυρο και μας ξεγέλασε λίγο. Ο Κουν την

Η νεότερη γενιά, Δημήτρης Λιγνάδης, Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης,Εύα Νάθενα και Αλεξάνδρα Χαριτάτου,στο σπίτι: πρόβα χορευτικού για το βραδινό «Καπάκι»

αγαπούσε και την εκτιμούσε αλλά φοβόταν τη συμπεριφορά της μέσα στον θίασο. Εκείνη ήθελε πολύ. Δουλέψαμε καιρό την παράσταση, που θα ήταν με μάσκες. Και ξαφνικά η Μελίνα άρχισε να παθαίνει δύσπνοια με τη μάσκα. Στην παράσταση δεν τη φόρεσε. Ο Κουν με κοιτούσε με νόημα… σαν να μου έλεγε «στα ΄λεγα εγώ». Την επόμενη χρονιά ήρθε η Μάγια Λυμπεροπούλου στη θέση της και παίξαμε με μάσκες…

Για μένα οι διακοπές πήγαιναν πάντα μαζί με τη δουλειά, μια καθημερινή περιπέτεια. Διακοπές στην Επίδαυρο είναι να μπορώ να πάρω το φουσκωτό και να πάω στην Αίγινα να πιω καφέ με τον Μόραλη. Να μου δείξει την καινούργια του δουλειά… Και πάλι ο Ασκενάζι να παίζει πιάνο ή η Λένα και η Κέρι Λιν να τραγουδούν στο ξεκούρδιστο πιάνο του σπιτιού, οι φίλοι που έρχονται από το εξωτερικό και φθάνουν. Και τα δωμάτια στο σπίτι να γεμίζουν κόσμο ύστερα από μια μεγάλη πρεμιέρα, τα μεσημέρια τα βράχια γεμάτα νεανικά μαυρισμένα αλατισμένα κορμιά, μια καινούργια ποιητική συλλογή και το σούρουπο η Μπίλι Χάλιντεϊ πλάι με τον Τσιτσάνη.

«Τείνω μάλλον να πιστέψω πως η νοστιμιά που έχει το αμύγδαλο,η μελαχρινή σάρκα,τα μαύρα μαλλιά ίσως να είναι οι ιδέες που έλεγε ο Πλάτωνας» , όπως που εμήνυε ο Τσαρούχης. Μια γοητευτική ζωή βουτηγμένη σε χώρους που είναι από τόσες χιλιάδες χρόνια πριν και σχεδόν του μέλλοντος. Στην ντισκοτέκ «Το Καπάκι»

1. 1989, Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου: Γιάννης Τσαρούχης, Αλέξης Μινωτής και Διονύσης Φωτόπουλος

Η Επίδαυρος έχει την πλάκα της και πρέπει να την παίρνεις, όπως και τη ζωή, τόσο σοβαρά όσο… Ξέρεις τι σημαίνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο; Τεράστια πίεση από μήνες πριν: ο χώρος τόσο έντονος, η αγωνία της πρεμιέρας (πάντα), οι φίλοι, οι ηθοποιοί, τα κείμενα με τα μυστικά τους. Και μετά, αφού γίνουν οι τσακωμοί στον «Λεωνίδα», με τους σκηνοθέτες και τους κριτικούς, καταλήγεις για παγωτό στο λιμάνι κι ύστερα στην ντίσκο «Το Καπάκι» του ποδηλατιστή Ηλία και της Αγγελικής, από τις μοναδικές που έχουν ξεμείνει και θυμίζουν τις δεκαετίες του ΄60 και του ΄70, κάτω από λεμονιές και νεραντζιές.

Εκεί έχουν χορέψει άνθρωποι που δεν χορεύουν ποτέ στη ζωή τους… Θυμάμαι, ύστερα από μια πρεμιέρα ο Στάιν άρχισε να ξεσπά και να χορεύει. Τον φωτογράφισα και του είπα ότι θα τις στείλω στον γερμανικό Τύπο.«Ο,τι και αν κάνεις, θα νομίζουν πως είναι φωτομοντάζ»μου έλεγε.

Ο Διονύσης Φωτόπουλος έχει κάνει περισσότερες από 300 παραστάσεις, 45 κινηματογραφικές ταινίες και πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.

Εχει συγγράψει, επιμεληθεί και εκδώσει πολλά βιβλία, ενώ έχει λάβει σημαντικά βραβεία.

Πρώτη φορά στα δεκαεπτά μου

Με τη Φιόνα Σο και την Ντέμπορα Γουόρνερ, στη βεράντα του σπιτιού του

Η πρώτη φορά που συνάντησα την Επίδαυρο ήταν στα δεκαεπτά μου.Ημουν βοηθός του Τσαρούχη- τέλειωνα το γυμνάσιο και δούλευα τα βράδια στη Λυρική,ζωγραφίζοντας σκηνικά.Είχα ήδη φύγει από το πατρικό σπίτι.O αδελφός μου ήταν τεχνικός διευθυντής στη Λυρική και ο Τσαρούχης έκανε,θυμάμαι, τα σκηνικά για μια «Τραβιάτα».Ως δεύτερος-τρίτος βοηθός είχα πάει μαζί του στην Επίδαυρο,για τις παραστάσεις της Μαρίας Κάλλας. Ηταν μια εντελώς άλλη ατμόσφαιρα τότε.Συνέβαλαν όλα,ώστε να σου έρχεται σχεδόν τρέλα με τη μαγεία του περιβάλλοντος.Είχα

3. 1975: Με τον Μισέλ Πικολί και τον Θύμιο Καρακατσάνη, όταν γύριζαν την ταινία «Το λάθος», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αντώνη Σαμαράκη

λατρεία με την όπερα και είχα τη Μαρία Κάλλας να τραγουδάει το βράδυ.Εκλεινα τα μάτια μου και ονειρευόμουν ότι τραγουδούσε μόνο για μένα.Είχα τον Τσαρούχη,τον οποίο σεβόμουν παρά πολύ.Στην πρώτη παράσταση ήταν και ο Αντώνης Φωκάς στα κοστούμια, άλλη μια μεγάλη αγαπημένη φυσιογνωμία.Δεν μπορούσες να πιστέψεις ότι αυτός ο χώρος ήταν αληθινός. Το τοπίο,τα τριζόνια,ο Πολύκλειτος,το ξημέρωμα μετά τους φωτισμούς,οι γραμμές και τα μεγέθη των βουνών και των δένδρων σε ανθρώπινο μέγεθος,ο άνθρωπος-θεός…

Η Επίδαυρος τότε ήταν σε

2. 1979: «Ιππής» με το Θέατρο Τέχνης,σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.O Οδυσσέας Ελύτης ανάμεσα στον Βασίλη (αριστερά) και στον Διονύση Φωτόπουλο, στις κερκίδες

πρωτόγονη κατάσταση,χωρίς ηλεκτρικό,με γεννήτριες για το φως του θεάτρου.O Λεωνίδας και η Κάκια- οι άνθρωποι που με ανάστησαν εκεί τα καλοκαίρια,είχαν ένα μικρό ταβερνάκι,με σανίδες που έτριζαν.Περιμένοντας μέχρι τις πρωινές ώρες τους ηθοποιούς μετά την πρόβα, τον κόσμο μετά τις παραστάσεις,η ταβέρνα έγινε σήμερα «Ο Λεωνίδας»…Στην Παλιά Επίδαυρο πηγαίναμε για μπάνιο.Η θάλασσα τότε έφθανε μέχρι τα σπίτια.Αργότερα έγινε η επιχωμάτωση και οργανώθηκε το λιμάνι.Πού και πού κάναμε μπάνια και στη Μουριά- συνήθως εκεί πήγαινα με τον Κατράκη.