Είναι υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του. Μικρός παρακολουθούσε μανιωδώς γουέστερν με τον παππού και τον πατέρα του και ήθελε να γίνει κινηματογραφιστής. Τον κέρδισε όμως η αστυνομική λογοτεχνία και γράφει τώρα «αστικά γουέστερν» για το έγκλημα και τις κοινωνικές ανισότητες στη «μαύρη» Ουάσιγκτον της τελευταίας εβδομηκονταετίας. Εκανε πολλές δουλειές, έζησε τη νεότητά του στο μάξιμουμ και έκανε το όνειρό του πραγματικότητα. Εκτός από επιτυχημένος συγγραφέας 16 αστυνομικών μυθιστορημάτων, είναι από τους σεναριογράφους των σειρών «Wire» και «Τempe». Είναι ένας οικογενειάρχης με τρία παιδιά, που πηγαίνει κάθε Κυριακή στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και ο Ομπάμα ανυπομονεί να διαβάσει το νέο του βιβλίο στις διακοπές του. Ο δεύτερης γενιάς 53χρονος Ελληνοαμερικανός Τζορτζ Πελεκάνος είναι μια σύγχρονη εκδοχή του Ελληνα που ζει στην Αμερική αποφασισμένος να πετύχει. Δεν μασάει τα λόγια του, εκφράζει ευθαρσώς τις απόψεις του και πιστεύει σε έναν καλύτερο κόσμο.

– Είστε πολύ δημοφιλής συγγραφέας στην Ελλάδα,το γνωρίζετε; Κυκλοφορούν ήδη εννέα μυθιστορήματά σας.Εφέτος έχουμε τρία νέα βιβλία σας μέσα σε έναν χρόνο: τον «Κηπουρό της νύχτας»,τη «Γλυκιά αιωνιότητα»,από την τετραλογία της Ουάσιγκτον που μόλις κυκλοφόρησε,ενώ μεταφράζεται το «Τurnaround»…

«Ετσι εξηγείται γιατί με αναζητούν πολλοί έλληνες δημοσιογράφοι τον τελευταίο καιρό…».

– Μας ελκύει επιπλέον η ελληνική σας καταγωγή.Μιλάτε ελληνικά;

«Λίγο. Τα έμαθα στο σπίτι. Οι παππούδες μου και οι γονείς μου μιλούσαν άπταιστα φυσικά. Εγώ πήγα και στο ελληνικό σχολείο, αλλά εκεί δεν έμαθα τίποτε. Με έστελναν οι γονείς μου κάθε μέρα μετά το αμερικανικό σχολείο, αλλά πήγαινα με το ζόρι, δεν έδινα προσοχή και οι δάσκαλοι με έβγαζαν συνέχεια έξω. Κατανοώ όμως μια συζήτηση στα ελληνικά και διαβάζω επίσης. Οπότε, αν σας ξεφύγει καμιά κακή κουβέντα, θα το καταλάβω…».

– Στην Ελλάδα έχετε έρθει; «Οι γονείς μου κατάγονται από τη Σπάρτη και ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά μαζί τους το 1980. Οταν εκείνοι έφυγαν εγώ παρέμεινα, γύρισα την Ευρώπη και επέστρεψα για να περάσω κάποιο διάστημα με φίλους στην Ελλάδα. Αλλά βέβαια έχει αλλάξει πολύ από τότε. Εκείνη ήταν η παλιά Ελλάδα, με τους γέρους στα καφενεία. Την τελευταία φορά που ήρθα, πριν από πέντε χρόνια, η εικόνα ήταν εντελώς διαφορετική».

– Για την κατάσταση αυτόν τον καιρό στην Ελλάδα είστε ενημερωμένος; «Από τις εφημερίδες ενημερώνομαι, αλλά δεν ξέρω αν η εικόνα που παρουσιάζουν είναι πραγματική. Τις προάλλες τηλεφώνησα σε έναν φίλο στην Αθήνα για να μου πει πώς έχουν τα πράγματα. Τα εντιτόριαλ των αμερικανικών εφημερίδων είναι αρκετά επιθετικά και κάπως προσβλητικά για τους Ελληνες και αυτό με ενοχλεί, στην ουσία μιλάνε για την οικογένεια και τους φίλους μου. Παρουσιάζουν τους Ελληνες ως ανόητους τεμπέληδες που όλη τη μέρα χαζολογούν στις καφετέριες, αλλά εγώ ξέρω ότι δεν είναι έτσι και θυμώνω με όσα διαβάζω. Αλλά αν πεις κάτι εδώ, σου λένε ότι παραείσαι ευαίσθητος, ότι η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος της ευρωπαϊκής οικονομίας… Από την άλλη, όμως, δεν καταλαβαίνω κιόλας πώς βοηθάει την οικονομία το να καις τράπεζες…».

– Αυτή την αρνητική εικόνα των Αμερικανών για τους Ελληνες τη βιώσατε κι εσείς μεγαλώνοντας σε μια οικογένεια μεταναστών;

«Ως λευκοί δεν αντιμετωπίσαμε έντονα προβλήματα διακρίσεων όπως οι μαύροι. Θυμάμαι βέβαια μια φορά που μου άρεσε μια κοπέλα αλλά ο πατέρας της δεν της επέτρεπε να βγαίνει μαζί μου γιατί ήμουν Ελληνας. Αλλά δεν άφηνα κάτι τέτοια να με επηρεάσουν, ήμουν πολύ υπερήφανος που είμαι Ελληνας».

– Ανατραφήκατε με αυτή την υπερηφάνεια του Ελληνα;

«Ολοι οι Ελληνες διδάσκουν στα παιδιά τους μαζί με τη γλώσσα και την υπερηφάνεια για τον ελληνικό πολιτισμό, για την Ελλάδα, το λίκνο της δημοκρατίας. Αλλά για μένα αρκούσε να κοιτάξω γύρω μου. Εβλεπα όλους αυτούς τους Ελληνες που είχαν έρθει στην Αμερική, αμόρφωτοι οι περισσότεροι, οι οποίοι είχαν ξεπεράσει το εμπόδιο της γλώσσας και της έλλειψης μόρφωσης και είχαν καταφέρει να είναι παραγωγικοί και πολύ επιτυχημένοι σε τούτη τη χώρα και αυτό με έκανε υπερήφανο».

– Πώς γίνατε συγγραφέας; «Εκανα σπουδές κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο του Μέριλαντ και στο τελευταίο έτος πήρα ένα επιλεγόμενο μάθημα αστυνομικής λογοτεχνίας γιατί νόμιζα ότι θα ήταν εύκολο και θα το περνούσα χωρίς πολύ κόπο. Στην πορεία, διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα, ενθουσιάστηκα και άλλαξα κατεύθυνση. Εκεί που ήθελα να γυρίσω ταινίες, μετά αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο».

– Και ξεκινήσατε να γράφετε; «Οχι, μου πήρε δέκα χρόνια ώσπου να αποκτήσω την αυτοπεποίθηση να γράψω ένα βιβλίο. Στην ουσία, πριν από αυτό το μάθημα έβλεπα πολύ κινηματογράφο αλλά δεν διάβαζα λογοτεχνία. Αποφάσισα λοιπόν ότι, αν ήθελα να γράψω ένα βιβλίο, έπρεπε πρώτα να διαβάσω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Για δέκα χρόνια διάβαζα δύο-τρία βιβλία την εβδομάδα. Και όταν τελικά ένιωσα έτοιμος, κλείστηκα σε ένα δωμάτιο και άρχισα να γράφω. Χωρίς να ξέρω τι κάνω και πώς να το κάνω, χωρίς να έχω πάρει κάποιο μάθημα συγγραφής. Ημουν τότε 31 ετών».

– Τι σας τράβηξε στην αστυνομική λογοτεχνία;

«Δεν ήταν το έγκλημα αυτό καθαυτό και η αστυνομική πλοκή όσο το ότι τα βιβλία αυτά μιλούν για καθημερινούς ανθρώπους, με τους οποίους μπορούσα να ταυτιστώ. Ο πατέρας μου είχε ένα ντάινερ, ήμα σταν μια οικογένεια της εργατικής τάξης, οι πατεράδες των φίλων μου έκαναν παρόμοιες δουλειές. Με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι της εργατικής τάξης και όσο προχωράω με απασχολούν όλο και περισσότερο κοινωνικά ζητήματα, κυρίως η ανισότητα μεταξύ τάξεων και φυλών. Η αστυνομική λογοτεχνία μού προσφέρει ένα καλό πλαίσιο για να διερευνήσω αυτά τα ζητήματα. Υπάρχει ένα στόρι που λειτουργεί ως αφετηρία και συνεκτικός ιστός, το έγκλημα δίνει περιθώριο για συγκρούσεις και αυτές είναι το πεδίο μελέτης των ανθρώπινων σχέσεων και των κοινωνικών ζητημάτων».

– Με τα βιβλία σας μάς μάθατε ότι η Ουάσιγκτον δεν είναι μονάχα ο Λευκός Οίκος και οι πολιτικοί ανταποκριτές με τα γκρι κοστούμια…

«Μα αυτό είναι ένα ελάχιστο κομμάτι της. Οταν ήμουν παιδί, το 80% στην Ουάσιγκτον ήταν μαύροι. Ο κόσμος μου, οι φίλοι μου, οι δουλειές μου ήταν με τους αληθινούς Washingtonians, τους μαύρους, αφού η Ουάσιγκτον είναι μια “μαύρη” πόλη. Σ΄ αυτήν μεγάλωσα και νιώθω πολύ άνετα με αυτόν τον κόσμο, είμαι μέρος του κατά κάποιον τρόπο. Ξέρω ποιος είμαι, είμαι Ελληνοαμερικανός, αλλά έχω μεικτή οικογένεια…». – Γράφετε στα βιβλία σας για το σκληρό πρόσωπο του κόσμου γύρω μας, για το έγκλημα, τα ναρκωτικά, τα όπλα,τη διαφθορά.Είστε αισιόδοξος για τον κόσμο στον οποίο μεγαλώνουν και θα ζήσουν τα παιδιά σας;

«Βέβαια. Είδα το δικό μου κομμάτι του κόσμου να γίνεται καλύτερο τα τελευταία 20 χρόνια. Η ζωή στην Ουάσιγκτον έχει βελτιωθεί. Εχουμε λιγότερη εγκληματικότητα, οι φόνοι μειώθηκαν στο μισό, ελαττώθηκε η χρήση ναρκωτικών και το σημαντικό είναι ότι κοιτάς τους νέους και βλέπεις ότι δεν κάνουν διακρίσεις ανάμεσα στους ανθρώπους. Είναι ανεκτικοί και σε θέματα φυλής και σε θέματα σεξουαλικών προτιμήσεων. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι γίνονται πιο λογικοί. Οταν ήμουν παιδί, οι μαύροι δεν μπορούσαν να κάνουν στην πόλη ό,τι έκανε ένας λευκός. Υπήρχε φυλετικός διαχωρισμός. Σήμερα δεν συμβαίνει αυτό. Επιπλέον έχουμε και μαύρο πρόεδρο».

– Ησασταν από τους υποστηρικτές του Ομπάμα αλλά γνωρίζω ότι και εκείνος σας εκτιμά και σας έστειλε και σχετική επιστολή.Θα αποκαλύψετε τι σας έγραφε;

«Ελεγε περίπου ότι είναι φανατικός αναγνώστης των βιβλίων μου και ότι ανυπομονούσε να διαβάσει το καινούργιο μου στις διακοπές του. Κατενθουσιάστηκα ασφαλώς. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό γι΄ αυτόν».

– Θα δούμε μεγάλες αλλαγές με τον Ομπάμα ηγέτη;

«Βλέπουμε ήδη αλλαγές. Στην Υγεία, π.χ. Αυτό που πρέπει να κάνει είναι να βρει έναν τρόπο να έχουν οι άνθρωποι δουλειές. Γιατί, αν έχουν δουλειές και αν βελτιωθεί η οικονομία, τότε θα ξαναεκλεγεί και θα μπορέσει να ολοκληρώσει ό,τι άρχισε. Και όταν εκλεγεί για δεύτερη φορά, όταν δεν θα έχει πλέον το άγχος της επανεκλογής γιατί θα είναι η τελευταία του θητεία, τότε θα μπορεί ελεύθερα να περάσει πολλά πράγματα που θέλει να κάνει με τα οποία συμφωνώ και ανυπομονώ να έρθει η ώρα».

– Ως Ελληνοαμερικανός υπάρχει κάτι που αφορά τα ελληνικά ζητήματα το οποίο θα θέλατε να του θέσετε;

«Θα ήθελα να τον παροτρύνω να πάρει το μέρος μας ώστε να μη γίνονται διακρίσεις ενάντια στους ορθόδοξους χριστιανούς σε άλλες χώρες. Για να επεκταθώ λίγο σε αυτό, άποψή μου είναι ότι καμία θρησκεία δεν θα πρέπει να απαγορεύεται πουθενά. Θα πρέπει να είμαστε όλοι ελεύθεροι να λατρεύουμε τον Θεό που πιστεύουμε στο μέρος όπου ζούμε χωρίς φόβο». – Είναι μια γενική άποψη ανθρωπιστικού χαρακτήρα ή εκφράζεστε και ως κάποιος που πιστεύει στον Θεό; «Πιστεύω στον Θεό αλλά δεν θέλω να το συζητώ πολύ, είναι θέμα προσωπικό για τον καθένα. Και δεν μου αρέσει όταν χρησιμοποιείται η θρησκεία ως κριτήριο για να χαρακτηριστεί κάποιος καλύτερος από κάποιον άλλον επειδή είναι θρησκευόμενος. Εκκλησιάζομαι και προσεύχομαι ιδιωτικά, μόνο αυτό μπορώ να σας πω».

– Εκκλησιάζεστε τακτικά; «Κάθε Κυριακή, στον ελληνορθόδοξο ναό της Αγίας Σοφίας όπου βαφτίστηκα. Η μητέρα μου δίδασκε εκεί στο κατηχητικό για 25 χρόνια και πήγαινα κάθε Κυριακή. Οταν ενηλικιώθηκα, στα 18, σταμάτησα να πηγαίνω και στην εκκλησία, ήθελα να διασκεδάζω τα σαββατόβραδα και κοιμόμουν τις Κυριακές τα πρωινά. Αργότερα, όταν απέκτησα οικογένεια, ξανάρχισα να εκκλησιάζομαι τακτικά. Αλλά όλο αυτό το διάστημα είχα κρατήσει τους έλληνες φίλους μου από την εκκλησία. Στην Ουάσιγκτον, επειδή δεν υπάρχει ελληνική συνοικία, η Εκκλησία παίζει τον ρόλο της ελληνικής συνοικίας. Εκεί πας για να συναντηθείς με τους άλλους Ελληνες και είμαι πλέον πάντα εκεί, κάθε Κυριακή. Εκεί πήγα και τα παιδιά μου. Οι γιοι μου είναι αρκετά μεγάλοι πια για να αποφασίσουν μόνοι τους αν θα πηγαίνουν ή όχι, αλλά εγώ μαζί τους ή μόνος είμαι εκεί κάθε Κυριακή».

– Πιστεύετε ότι η επιστροφή σε παραδοσιακές αξίες μπορεί να προσφέρει νόημα στον σημερινό κατακερματισμένο κόσμο που ζούμε;

«Αυτό κάνω εγώ, αλλά δεν θέλω να υποδείξω σε άλλους πώς να ζήσουν τη ζωή τους. Εζησα μια γεμάτη ζωή και έκανα πολλά πράγματα για τα οποία δεν θα σας πω ότι ντρέπομαι, ήταν μέρος της εμπειρίας της νεότητας. Αν με γνωρίζατε όμως πριν από 25-30 χρόνια, δεν θα με αναγνωρίζατε. Εχω κάνει πολλές διαφορετικές ζωές και αυτός είναι ο τρόπος ζωής που λειτουργεί για μένα τώρα. Και θέλω να διατηρήσω αυτή τη σταθερότητα, οι σταθερές στη ζωή μου έχουν σημασία για μένα».

– Τι θα θέλατε να γραφτεί στον τάφο σας όταν έρθει εκείνη η ώρα;

«Καλός σύζυγος, καλός πατέρας, καλός φίλος, καλός συγγραφέας. Με αυτή τη σειρά».

«Μια μεικτή οικογένεια»
– Εχετε υιοθετήσει τρία έγχρωμα παιδιά…

«Δεν το σχεδίασα,έτυχε.Οταν αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να υιοθετήσουμε παιδιά και πήγαμε στο γραφείο υιοθεσίας,μας ρώτησαν τι παιδί θέλαμε και η γυναίκα μου είπε “όποιο παιδί μπορεί να υιοθετηθεί”. Για εκείνη ήταν τόσο απλό.

Και καταλήξαμε με μια μεικτή οικογένεια,που είναι ενδιαφέρουσα εμπειρία». – Εχετε δώσει ελληνική ανατροφή στα παιδιά σας;

«Οι γιοι μου είναι 19 και 17 χρόνων και,παρ΄ όλο που δεν έχουν ελληνικό αίμα, είναι μιγάδες,νιώθουν Ελληνοαμερικανοί.Τους στείλαμε στο ελληνικό σχολείο,είναι σε ομάδες μπάσκετ με τα άλλα παιδιά εκεί, ήταν παπαδάκια στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία…

Ολα αυτά είναι πλέον κομμάτι της ταυτότητάς τους. Η δεκατριάχρονη κόρη μου είναι λατινοαμερικανικής καταγωγής,ένα όμορφο κορίτσι από τη Γουατεμάλα, και ελπίζω ότι μεγαλώνοντας θα νιώθει και εκείνη το ίδιο».