Εις μνήμην Χ. Δ. Λαμπράκη

Οταν μια οργανωμένη πολιτεία προτίθεται να επεξεργαστεί τη διαμόρφωση της πολιτιστικής της πολιτικής και να επιλέξει τα κατάλληλα εργαλεία παρέμβασης στους πολυεπίπεδους και πολύμορφους τομείς της πνευματικής δημιουργίας, οφείλει να θέτει ως αφετηρία μια σειρά ερωτημάτων- παραδοχών. Αυτά «οφείλουν» να ανοίγουν τον διάλογο ζητώντας απαντήσεις κι ερμηνείες τόσο για τη διαστρωμάτωση της κοινωνίας στην οποία απευθύνονται, για την τρέχουσα ιδεολογία που διαχέει η κοινωνία αυτή στις πληθυσμιακές ομάδες που τη συγκροτούν, αλλά και για τον χαρακτήρα και τη λειτουργική αποτελεσματικότητα αυτού που αποδεχόμαστε τελικά ως «έργο τέχνης». Ενα από τα κύρια χαρακτηριστικά της τέχνης, εκτός της ψυχαγωγικής και διδακτικής λειτουργίας της, είναι η μοναδική της ικανότητα να διαμορφώνει νέες συλλογικότητες.

Είναι γεγονός ότι, σήμερα, η μόδα, η αγορά, η διαφήμιση, τα μπεστ σέλερ, τα tattoos, τα ΡC graphics, τα κόμικς, τα αθλητικά δρώμενα, τα σίριαλ της τηλεόρασης υποκαθιστούν και αυτή τη λειτουργία της «τέχνης» με σχετική επάρκεια. Οι θιασώτες τους συγκροτούν ομάδες και ιδιαίτερες «φυλές», που αποκομίζουν από αυτά την όποια αισθητική απόλαυση. «Συνασπίζονται», μάλιστα, «συγκροτώντας» ένα ενιαίο καταναλωτικό κοινό με συγκεκριμένες, τέτοιου τύπου, «καλλιτεχνικές» αναφορές.

Δηλαδή, πρόκειται για εκδηλώσεις τέχνης, και μάλιστα αισθητικής αξίας, κατά την πεποίθηση των μεγαλύτερων στρωμάτων του πληθυσμού που έχουν ή μετέχουν σε αυτή τη συλλογική φαντασίωση. Κατά άλλους βέβαια που έχουν διαφορετική αντίληψη, τέτοιες εκδηλώσεις ακυρώνουν την ίδια την τέχνη.

Στο εποικοδόμημα αυτό έρχεται να προστεθεί και η απαξία για τον όρο κουλτούρα. Η «κουλτούρα» στην Ελλάδα και επικριτικά χρησιμοποιείται και μομφή υποδηλώνει σε πολλές περιπτώσεις. Παραπέμπει στο δυσνόητο, το άκαιρο, το παράταιρο και στην καλύτερη των περιπτώσεων στο περιττό. Η έλλειψη αισθητικής παιδείας θα ήταν μια προφανής εξήγηση αλλά όχι, κατ΄ ανάγκην, και ορθή. Ο εμπορομεσιτισμός της ελληνικής οικονομίας έχει εκ προοιμίου στιγματίσει κάθε έναν ασχολούμενο με τις τέχνες, ως εν δυνάμει επιτήδειο, επωφελούμενο από τις περιστάσεις. Αποψη που εν πολλοίς συμμερίστηκε περιστασιακά και η πολιτεία, εφαρμόζοντας αντί θεσμικών πρωτοβουλιών προγράμματα κρατικοδίαιτου πολιτισμού. Κι εδώ μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα της προαγωγής των τεχνών από την Πολιτεία, όχι σε εξατομικευμένη βάση, αλλά με έμφαση στη δημιουργία δομών, που θα προάγουν θεσμικά και με συνέχεια τον ελληνικό πολιτισμό.

Η επίκληση της εποχής που οι έλληνες ή ελληνικής καταγωγής καλλιτέχνες συμμετείχαν πρωταγωνιστικά στα κινήματα της διεθνούς καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, δηλώνοντας, εμφατικά, την παρουσία μας, θεραπεύει, ίσως, ακόμα την εθνική μας αυταρέσκεια, αλλά δεν απαντά στη σημερινή, ανατροφοδοτούμενη στασιμότητα.

Ισως γι΄ αυτό μια κοινωνία όπως η σύγχρονη ελληνική, ισχυρής αφομοιωτικής ικανότητας νέων ηθών, τεχνολογικών επιτευγμάτων και καινοτομιών- πλην μεμονωμένων καλλιτεχνών με ξεχωριστή, αλλά μοναχική πορεία-, παρουσιάζεται αδύναμη να συναρθρώσει, με αυτά τα εχέγγυα, τον δικό της πολιτιστικό λόγο, να διαπλεχθεί δημιουργικά με την παράδοσή της και να αναδείξει και να εκφράσει συλλογικά το δικό της αισθητικό πρόταγμα.

Την ίδια ώρα, το πολυδαίδαλο υπουργείο Πολιτισμού έχει αποδειχθεί ένας δύσχρηστος, γραφειοκρατικός μηχανισμός, χωρίς επαρκείς διαθέσιμους πόρους. Ετσι, συχνά, το κρίσιμο ζήτημα της προαγωγής των τεχνών επαφίεται στην καλή θέληση ορισμένων γενναιόδωρων πολιτών στον ρόλο του μαικήνα ή του χορηγού.

Το σοβαρότερο, όμως, θέμα δεν είναι το γεγονός ότι τα κονδύλια που διατίθενται για τις παραδοσιακές και για τις νεότερες μορφές τέχνης είναι αμελητέα, αλλά ότι δεν είναι στοχευμένα προς την κατεύθυνση της σύνδεσης της παραγωγής του πολιτιστικού αγαθού με τη μόρφωση, την Παιδεία και την εκπαίδευση. Επιπλέον, είναι από τις φορές που καθίσταται αδήριτη η ανάγκη να καθορίσουμε τον θεωρητικό οπλισμό τού τι είναι τέχνη, με ποιους τρόπους προστατεύεται και πώς αναδεικνύεται, αφήνοντας κατά μέρος τυχαίες, μεμονωμένες, ασύνδετες «πολιτιστικές» παρεμβάσεις που επιτείνουν την αδράνεια στα καίρια πολιτιστικά ζητήματα.

Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίστηκε ριζικά τα τελευταία πενήντα χρόνια. Στρώματα και μερίδες κοινωνικών τάξεων βρέθηκαν εκτός παραγωγικής διαδικασίας, μεταβλήθηκαν οι οικονομικές δομές, τροποποιήθηκε ο καταμερισμός της εργασίας. Η ευημερία, αλλά και οι κοινωνικές ανισότητες, το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, επηρέασαν κάθε έκφανση της καθημερινότητάς μας, θέτοντας με επιτακτικό πλέον τρόπο μια σειρά ερωτημάτων στους διανοούμενους και τους κοινωνικούς επιστήμονες και προσδιορίζοντας τους όρους και τις προϋποθέσεις για την έναρξη ενός γόνιμου- αν και συγκρουσιακού- διαλόγου.

Συνεπώς, τώρα είναι η ώρα για μια νέα πολιτισμική απόπειρα, που θα συντονιστεί με την απαιτούμενη προσπάθεια για ανόρθωση της οικονομίας, αλλά και της διεθνούς εικόνας της χώρας. Αυτή, όμως, οφείλει να λαμβάνει ως αναγκαία προϋπόθεση τη θεσμική κατοχύρωση πνευματικής δημιουργίας, την προστασία πνευματικών δικαιωμάτων (όπου μένει να κάνουμε συγκεκριμένες και άμεσες κινήσεις), αλλά και την ενίσχυση νέων μορφών έκφρασης και νέων καλλιτεχνών ή φυτωρίων νέων καλλιτεχνών. Σε αντίστοιχες μεταβατικές περιόδους οι προηγούμενες γενιές έδωσαν εγκαίρως απαντήσεις και παρήγαγαν ιδιάζουσας σημασίας πολιτιστικό έργο, με τη βοήθεια εμπνευσμένων ανθρώπων που με τις ιδέες, τις σκέψεις, τους προβληματισμούς και τη γενναιοδωρία τους εμψύχωναν και συμμετείχαν ενεργά στη γέννηση πρωτοποριακών κινημάτων, καλλιτεχνικών ομάδων και ρευμάτων.

Η τέχνη είναι δικαίωμα των πολλών
Αναμφισβήτητα,ο Χρήστος Δ.Λαμπράκης ήταν ίσως ο τελευταίος και πάντως ο επιφανέστερος που έκανε σκοπό της ζωής του τη θέσμιση ενός πρωτοποριακού για την Ελλάδα πολιτισμικού παραδείγματος και την αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων για την παραγωγή πολιτιστικού προϊόντος και τη διαδοσιμότητά του. Στη σημερινή,πλέον,συγκυρία,επαφίεται σε όλους ανεξαιρέτως,πολίτες,πολιτεία,κοινωνικούς φορείς, ΜΜΕ,να διαμορφώσουν μια νέα συλλογικότητα με στόχο την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών.Αυτές θα πρέπει να ενισχύουν την άποψη ότι η τέχνη είναι δικαίωμα των πολλών και όχι προνόμιο των ολίγων,αλλά και ότι- επιτέλους- θα προβάλλεται και θα υποστηρίζεται επαρκώς από τα ΜΜΕ,όπου σήμερα,στην πλειονότητα δυστυχώς,αντί να διαχέονται πολιτιστικά αγαθά στους πολλούς,καλλιεργείται η «ταπείνωση» και ο ευτελισμός της ίδιας της τέχνης. Μένει,λοιπόν,να δούμε αν σήμερα μια τέτοια συζήτηση μπορεί να ανοίξει.Αν μπορούμε να κρυσταλλώσουμε μια τελέσφορη και αξιόπιστη πολιτιστική πολιτική που δεν θα βασίζεται σε μπαλώματα και αυτοσχεδιασμούς ή,στην καλύτερη περίπτωση,στην ηρωική πρωτοπορία ορισμένων πεφωτισμένων που δεν μπορούμε να διαγνώσουμε αν καν υπάρχουν.

Η κυρία Αννα Νταλάρα είναι βουλευτής Β’ Αθηνών του ΠαΣοΚ,μέλος των επιτροπών Μορφωτικών και Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Ελλήνων.