Ο Ταμερλάνος ήταν ο τελευταίος των μεγάλων νομάδων κατακτητών της Κεντρικής Ασίας κατά τον 14ο αιώνα. Μεθυσμένος από εξουσία και αίμα, ο εκτουρκισμένος μογγόλος ήρωας μετατράπηκε σε ανελέητο τύραννο. Λεηλάτησε
τη Βαγδάτη και τη Δαμασκό. Στο Ισπαχάν δεν σεβάστηκε το ότι η πόλη παραδόθηκε και πρόσταξε να σκοτώσουν τους 70.000 κατοίκους του. Στο Δελχί ο τρόμος ήταν τόσος που αναφώνησε: «Εγώ δεν το ήθελα αυτό».

Η είσοδος του Ταμερλάνου στην ιστορία ήταν αργή και ο ίδιος άφησε πίσω του μια αύρα ηρωισμού και σκληρότητας που είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή σήμερα. Πιθανόν ο μοναδικός λόγος για τον οποίον ο Κρίστοφερ Μάρλοου τού αφιέρωσε μια εκτεταμένη ηρωική εποποιία στα τέλη του 15ου αιώνα ήταν για να κατανοήσει τις σφαγές που έκανε στο Ισπαχάν, στη Βαγδάτη, στο Αστραχάν, στη Δαμασκό ή στο Δελχί, στις οποίες υπήρξαν εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί, κάποιοι μιλούν ακόμη και για εκατομμύρια. Ο ευρωπαίος συγγραφέας με μόρφωση και μια ήσυχη ζωή νιώθει ένοχος την ώρα που εξιστορεί της σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης συμπεριφοράς, χωρίς αυτό να τον κάνει να τις ξεχνάει πλήρως. Ο Βολταίρος, για παράδειγμα, ενώ έβαζε σε τάξη τις ιδέες του για τον πολιτισμό, αφιέρωσε κάποια εύστοχα σχόλια για αυτή την προσωπικότητα στα Δοκίμια για την Ιστορία, πεπεισμένος ότι όλα έχουν κάποια εξήγηση, ακόμη και ο τρόμος. Παρ΄ όλο που ο Γκαίτε δεν συμμεριζόταν αυτές τις απόψειςπολλώ δε μάλλον όταν έγιναν πραγματικότητα στην πλατεία Κονκόρντ με την άμετρη χρήση της γκιλοτίνας- φρόντισε να δώσει στον Ταμερλάνο μια θέση στην πινακοθήκη των προσώπων που έκρινε άξια να αναφέρει στο ποιητικό έργο του Διβάνιο. Η αιτία για αυτό ίσως να ήταν η όπερα που αφιέρωσε ο Χέντελ στον Ταμερλάνο, η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της παιδείας κάθε διανοούμενου που είχε κάποιες ευαισθησίες απέναντι στην Ανατολή ή, πιθανότερα, επειδή με αυτόν τον τρόπο μπορούσε να εμβαθύνει σε μια μυθική μορφή, αξέχαστη για τους λαούς της στέπας, που ακόμη και τώρα χρησιμοποιούν τη μορφή του Ταμερλάνου ως καθρέφτη πάνω στον οποίον αντανακλάται η εθνική τους ταυτότητα.

Ο Ταμερλάνος ήξερε να κρατάει την ισορροπία στους επικίνδυνους δρόμους από τους οποίους περνούσαν τα καραβάνια που μετέφεραν το μετάξι, τα μπαχαρικά και άλλα στρατηγικής σημασίας προϊόντα από την Κίνα στην Ευρώπη. Εκμεταλλεύτηκε αυτή τη διασύνδεση εμπορικών διαδρομών και δικτύων για να θεμελιώσει μια αυτοκρατορία με τουρκική κουλτούρα, μογγολική παιδεία και ισλαμική θρησκεία, μια αυτοκρατορία από τον Ινδικό Καύκασο ως τη Μεσόγειο, ανάλογη, αν όχι ανώτερη, εκείνης που είχε δημιουργήσει ο Μέγας Αλέξανδρος αιώνες πριν. Ηταν πεπεισμένος από την πρώτη στιγμή ότι θα καταλάμβανε μια εξέχουσα θέση στην Ιστορία και ένιωθε ευχαρίστηση κάθε φορά που ένα γεγονός επιβεβαίωνε αυτή την απόφαση. Προτιμούσε να συγκρουστεί με τον κόσμο προτού παραδεχτεί μια αποτυχία. Πάντα ήθελε περισσότερα, ως το τέλος του. Αυτή τη συμπεριφορά μερικοί την αποκαλούν πολιτική φιλοδοξία. Αλλοι, υπέρμετρη υπερηφάνεια, ξεθάβοντας την αρχαία έκφραση της «ύβρεως» που οι έλληνες φιλόσοφοι απέδιδαν στους ανθρώπους που δεν έθεταν όρια στις πράξεις τους. «Τιμούρ ο Χωλός»
Ο Ταμερλάνος ήξερε τι σήμαιναν οι στρατιωτικές πορείες στη στέπα, αλλά από τη στιγμή που άρχισε να προελαύνει με τα στρατεύματά του προς κάθε κατεύθυνση, η εμπειρία ήταν απερίγραπτη. Στόχος του ήταν η χώρα που οι μουσουλμάνοι αποκαλούν «Μawara al-Νahir», η επίπεδη έκταση μεταξύ των ποταμών Αμού Ντάρια και του Σιρ Ντάρια, με πόλεις που τις διαβρώνει και τις κατατρώει σαρωτικός ο άνεμος και με εξαιρετικά λιβάδια για βοσκή. Αφού στοχάστηκε πάνω στις δυνατότητες των νομαδικών λαών, έφθασε στο συμπέρασμα ότι μπορούσε να κυριεύσει τον κόσμο. Ετσι λοιπόν επιτέθηκε στους γείτονές του, έκανε συμμαχίες με τους εχθρούς του, εποφθαλμιώντας τον πλούτο των γειτονικών βασιλείων που είχαν εδαφοπαγείς πληθυσμούς (δηλ. πληθυσμούς με μόνιμη εγκατάσταση), εξαπέλυσε το ιππικό του προς όλες τις κατευθύνσεις, δίχως να σταθεί και να δει το τρομοκρατημένο βλέμμα των λαών που κατακτούσε. Το βλέμμα των θυμάτων.

Το όνομα «Ταμερλάνος» προέρχεται από τη συνένωση του «Τιμούρ Λανγκ» ή, ακόμη, στα περσικά, του «Τιμούρ-ι-Λανγκ», που σημαίνει «Τιμούρ ο Χωλός», παρωνύμιο που του δόθηκε λόγω μιας σωματικής δυσπλασίας που τον έκανε να κουτσαίνει εμφανώς, παρ΄ όλο που αυτή του η αναπηρία δεν τον εμπόδισε να επιδεικνύει την αρετή της γενναιοδωρίας απέναντι τους άνδρες του: Μια αρετή που, στην πραγματικότητα, είναι το κατ΄ εξοχήν ηθικό καθήκον ενός ηγέτη νομάδων, η οποία όμως αναδεικνυόταν στο άτομό του με έναν τρόπο πολύ ιδιαίτερο, λόγω της ευαισθησίας του για την τέχνη, τη μουσική (έπαιζε κιθάρα) και την αστρονομία. Υστερα από περίπου 15 χρόνια σκληρών δοκιμασιών στο οικογενειακό λίκνο των Μπαρλάς (γεννήθηκε στην πόλη Τεχ, κοντά στη Σαμαρκάνδη, στις 8 Απριλίου του 1336), ο Ταμερλάνος μπήκε στην πολιτική ζωή υπό τη σκιά του παππού της γυναίκας του Αλτζάι, του εμίρη Καζγκάν, σε μια χρονική στιγμή που, ύστερα από δεκαετίες ευημερίας η οποία οφείλονταν στη μογγολική ειρήνη, η βία είχε ήδη αρχίσει να κάνει την εμφάνισή της στην επικράτεια. Οι πιο σοβαρές επιδρομές προέρχονταν από το Κανταχάρ, όπου κάποιοι πρίγκιπες, φανατισμένοι από την ισλαμική τους πίστη, αμφισβητούσαν την εξουσία του Χάνου. Σε μια επιστολή που εξέφραζε αισθήματα απογοήτευσης μ΄ έναν τρόπο που σπανίως εκδηλωνόταν δημόσια, ο γενοβέζος έμπορος Ανταλό ντε Σαβινιόνε διαβεβαίωνε ότι η πανούκλα θέριζε τις χώρες της Κεντρικής Ασίας και οι συγκρούσεις μεταξύ οικογενειών απειλούσαν να καταστρέψουν τον Δρόμο του Μεταξιού. Λίγο αργότερα αυτή η τελευταία προειδοποίηση έγινε πραγματικότητα, διότι κάποιοι φανατικοί ισλαμιστές δολοφόνησαν τον τελευταίο επίσκοπο της Ζαϊτόν (σημερινή Τσουάν Τσου της Κίνας) τον Ιάκωβο της Φλωρεντίας, ο οποίος είχε χειροτονηθεί από τον εκλιπόντα πάπα Βενέδικτο ΙΒ΄, οπότε και οι ιταλοί έμποροι άρχισαν να αποφεύγουν εκείνες τις περιοχές. Καθώς η κατάσταση επιδεινωνόταν, αυξάνονταν οι πιθανότητες ενός χαρισματικού ηγέτη. Αλλά ήταν ακόμη νωρίς. Η Ιστορία έπρεπε να γυρίσει μία ακό μη σελίδα για να γίνει ο Ταμερλάνος ήρωας της χώρας του.

Οπως ο Τζένγκις Χαν

Παλιά γκραβούρα εμπνευσμένη από κατορθώματα του Ταμερλάνου (δεξιά). Ο μογγόλος κατακτητής κατέλαβε και λεηλάτησε πόλεις όπως η Βαγδάτη, η Δαμασκός, το Ισπαχάν και το Δελχί, ενώ ο θάνατος τον βρήκε τη στιγμή που ετοιμαζόταν να προελάσει στην Κίνα (GΕΤΤΥ ΙΜΑGΕS/ΙDΕΑL ΙΜΑGΕ)

Είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι η σταθερότητα στην Κεντρική Ασία θα κλονιζόταναπό τον υπερβολικό ζήλο εκ μέρους του Χάνου Τουγκλούκ Τεμίρ, ο οποίος θέλησε να πάρει υπό τον έλεγχό του τον Δρόμο του Μεταξιού, όπως στην εποχή του διάσημου προγόνου του, του Τζένγκις Χαν. Ο πληθυσμός το έβαλε στα πόδια μόλις έμαθε ότι θα δοκιμαζόταν πάλι στη σάρκα του η λεπίδα του μογγολικού σπαθιού. Οι ημέρες της μουσουλμανικής κυριαρχίας έμοιαζαν μετρημένες. Λίγοι έκαναν τη σκέψη να παραμείνουν. Οι περισσότεροι διέφυγαν με κατεύθυνση τον Αμού Ντάρια με σκοπό να διασχίσουν τον μεγάλο ποταμό και να κατευθυνθούν προς το ιρανικό Χορασάν, και από εκεί να ζητήσουν προστασία από τους τούρκους Σουλτάνους. Ο Ταμερλάνος κράτησε τις αποστάσεις του, ακόμη και από τα πλέον εξέχοντα μέλη της οικογενείας Μπαρλάς, που επέλεξαν τη φυγή και την εξορία. Αφησε στους άνδρες του την ευθύνη των τουρκομογγολικών φατριών που αποφάσισαν να παραμείνουν στην περιοχή. Ο Χάνος είχε μείνει έκπληκτος από το θάρρος του. Εδώ και πολλά χρόνια δεν είχε δει κάτι παρόμοιο. Ισως αναλογίστηκε τους παλιούς θρύλους των νεστοριανών (χριστιανών της Ασίας) που τώρα έμοιαζαν να πραγματοποιούνται στη ζωή ενός φτωχού ανθρώπου, στερημένου από κάθε βοήθεια, ακόμη και από την οικογένειά του, αλλά θαρραλέου και γενναίου, ο οποίος με τις ικανότητές του και το προσωπικό ταλέντο του είχε γίνει ηγέτης ενός ισχυρού στρατού. Οπως έλεγε ο φραγκισκανός μοναχός ταξιδιώτης Γκιλιέρμο ντε Ρουμπρούκ, αυτός ακριβώς είναι τρόπος που δρουν οι νεστοριανοί της Κεντρικής Ασίας: Από το τίποτε κάνουν να εξαπλώνονται οι πιο μεγάλες φήμες. Το ερώτημα από τότε πλανιέται στον αέρα, απαιτώντας μια απάντηση: Είναι ο Ταμερλάνος ένας άνδρας του διαμετρήματος των μεγάλων κατακτητών, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Καίσαρας, ο Αττίλας, ο Γελού Ντάσι, που ανέκοψε την πορεία των Σελτζούκων (και του Ισλάμ, εμμέσως) στην Κ. Ασία στη Σαμαρκάνδη (1141), ο Τζένγκις Χαν ή ο Κουμπλάι;

«Ιερός» πόλεμος
Ο μεγάλος Χάνος δεν πρόλαβε να βρει την κατάλληλη απάντηση. Η ιστορία τον πρόλαβε, όπως συμβαίνει συχνά σε ανθρώπους διστακτικούς, αναποφάσιστους και ματαιόδοξους. Ο Ταμερλάνος ξεκίνησε την προέλαση προς το μογγολικό στρατόπεδο με τρομερή ταχύτητα. Χρειαζόταν μια εντυπωσιακή κίνηση για τους νεαρούς νομάδες (ομπόγκ) που είχαν αρχίσει να τον βλέπουν ως τον μοναδικό ηγέτη ικανό να διατηρήσει την εθνική ανεξαρτησία μπροστά στον εισβολέα. Για τον σκοπό αυτόν είχε μια ισχυρή όσο και ανέλπιστη βοήθεια. Οι αρχηγοί των σαρμπαντάρ, αστικών οργανώσεων σε στυλ μαφίας που έλεγχαν το εμπόριο της περιοχής, του προσέφεραν χρήματα αρκετά για τη στρατολόγηση ανδρών, χρήματα που ευχαρίστως δέχτηκε. Οι στρατιωτικές επιτυχίες διόγκωσαν τη φήμη του αήττητου πολεμιστή, τότε όμως άρχισαν τα οράματα. Αυτός ο ιερός χαρακτήρας, ίδιο των αγίων και των σαμάνων της στέπας, έγινε σημάδι διάκρισης. Ηταν μια κίνηση που φαινόταν να επιστρέφει τουλάχιστον 100 χρόνια πίσω: Στη χρυσή εποχή των νομαδικών αυτοκρατοριών.

Η επιθυμία της ανεξαρτησίας ρίζωσε στη συνείδηση όλων των λαών μεταξύ του Αμού Ντάρια και του Σιρ Ντάρια. Κατά κάποιον τρόπο, ο πόλεμος της απελευθέρωσης θα ήταν το εφαλτήριο της ανόδου του Ταμερλάνου στο προσκήνιο της Ιστορίας: Ο θρίαμβος διέγειρε εκείνο το στοιχείο της ψυχής των νομάδων που παρατηρεί με θαυμασμό τον ήρωα ενός πολέμου. Οσο πιο πολλοί νέοι κατατάσσονταν στον στρατό του, τόσο μεγαλύτερη ήταν η πιθανότητα μιας νίκης εναντίον των μισητών εισβολέων. Δύο ή τρεις εκστρατείες απέδειξαν την αποτελεσματικότητα της στρατιωτικής μηχανής που είχε δημιουργήσει σε λιγότερο από δέκα χρόνια, η οποία, κατά τη γνώμη της Μπεατρίς Φορμπς Μαντς, χαρακτηριζόταν από ταχύτητα κινήσεων και από ευκολία στρατολόγησης. Σε κάποια περίπτωση διέτρεξε μόλις σε 15 ημέρες την τεράστια απόσταση που χωρίζει την ιρανική πόλη Σιράζ από τον Αμού Ντάρια με έναν στρατό χιλιάδων ανδρών.

Ηρωας ή αιμοδιψής;

Αγαλμα του Ταμερλάνου, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Λίον Τζερόμ (1824-1904) (ΑΚG/VΙSUΑLΡΗΟΤΟS.CΟΜ)

Στις 10 Απριλίου του 1370 ο Ταμερλάνος ανακηρύχθηκε ηγεμόνας της χώρας του, σε μια τελετή σύμφωνα με τα μογγολικά έθιμα. Κανένας δεν έφερε την παραμικρή αντίρρηση, και ακόμη λιγότερο όταν μαθεύτηκε ότι ποτέ δεν θα υιοθετούσε έναν από τους πομπώδεις τίτλους που τόσο άρεσαν στους πρίγκιπες της Ανατολής: Περιορίστηκε να προσθέσει στο όνομά του το παρωνύμιο «μέγας», ulu στα τουρκικά, kabir στα αραβικά, και έγινε έτσι ο μεγάλος εμίρης, ο πρώτος από τους τούρκους πρίγκιπες μεταξύ του Αμού Ντάρια και του Σιρ Ντάρια. Ο Ταμερλάνος κατανοούσε την ψυχική διάθεση του λαού πολύ καλύτερα από τους συμβούλους του. Ακουσε τους ουλεμάδες, τους δασκάλους του Κορανίου, που τον προέτρεψαν να ξαναχτίσει τη Σαμαρκάνδη, μια πόλη που κατέστρεψε ο Τζένγκις Χαν το 1219, εξ ου και το όνομά της Σαμίρ Καντ, «κατεστραμμένη από τον Σαμίρ», διότι «Σαμίρ» είναι το αραβικό όνομα του Τζένγκις. Και με την πράξη του αυτή τη μετέτρεψε σε μυθική πόλη όπως η Μέκκα (ή το Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα για τους καθολικούς ή το Λας Βέγκας για τους λάτρεις του τζόγου). Εκτισε πλήθος μνημείων στο στυλ της Δυναστείας των Τιμουριδών, όπως το τζαμί, μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), μαυσωλεία, το αστεροσκοπείο, και έτσι τη μετέτρεψε σε πόλη άξια να την επιστεφτεί κανείς, όπως το Ρίο ντε Τζανέιρο ή η Βέρα Κρους.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1370 οι μισοί κάτοικοι της Εγγύς Ανατολής δεν είχαν ακούσει καν το όνομα «Ταμερλάνος». Μέσα σε λίγα χρόνια, όμως, το όνομά του έγινε γνωστό σε όλους τους: Για κάποιους ήταν ο ήρωας του Ισλάμ που τόσο καιρό περίμεναν, για άλλους ένας αιμοδιψής ηγέτης, χωρίς φραγμούς. Πίσω από τη διάσημη γενναιοδωρία του και την καλλιτεχνική του ευαισθησία, ήταν ένας άνδρας αμείλικτος, αυστηρός και σκληρός, που έκανε σκοπό της ζωής του τον πόλεμο. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε στη Γεωργία, στην Αρμενία ή στο Αζερμπαϊτζάν ήταν αποτέλεσμα αυτού του χαρακτήρα. Ο Χάνος Τόχταμις της Χρυσής Ορδής επανεμφανίστηκε για να κατατροπωθεί σε λίγους μήνες. Ο Γιουσούφ Σούφι, ο πρίγκιπας της Χορασμίας, η μοναδική εναλλακτική στην κυριαρχία της περιοχής, ηττήθηκε επίσης. Με σιδερένια γροθιά καλυμμένη με μεταξωτό γάντι ο Ταμερλάνος κινούσε τα πιόνια της Κεντρικής Ασίας.

Η σφαγή του Ισπαχάν
Ο θάνατος της κόρης του άλλαξε τον χαρακτήρα του και τη στάση του απέναντι στους ηττημένους. Θεωρώντας ότι η τύχη τον είχε καταραστεί, επικαλούμενος μια κοσμική αδικία, έκανε όλους τους πολεμιστές του να ταυτιστούν με τον πόνο του. Ετσι νομιμοποίησε την απόφαση να επιβάλει τον τρόμο στους εχθρούς του και εμφάνισε ένα τρομερό και ταυτόχρονα δίκαιο προσωπείο. Αυτό για πρώτη φορά συνέβη στην κατάκτηση της περσικής πόλης Χορασάν. Παρ΄ όλο που πρότεινε και σε άλλους αρχηγούς φυλών να συμμετάσχουν στην εκστρατεία, κανείς δεν δέχτηκε. Οι ηγεμόνες της Χρυσής Ορδής θεώρησαν ότι ήταν νωρίς για να αρχίσουν μια εκστρατεία που θα δημιουργούσε στους νομάδες την ανάγκη να επιτεθούν σε οχυρωμένες περιοχές. Ο Ταμερλάνος είχε υπόψη του αυτή τη δυσκολία, αλλά ο πόνος ενδυνάμωσε την απόφασή του. Και έτσι, ξαφνικά, βρέθηκε μόνος εναντίον ενός ισχυρού αντιπάλου, οχυρωμένου σε γερά τείχη. Ο πόνος διπλασίασε το θάρρος του. Η στιγμή της αλήθειας έφθασε μπροστά στις πύλες του Ισπαχάν (το σημερινό Ισφαχάν) στη βόρεια όχθη του ποταμού Ζαγιαντέ-Ρουντ, της πρωτεύουσας της Περσίας την εποχή των Σελτζούκων Τούρκων. Ο Ταμερλάνος υποσχέθηκε να σεβαστεί τις ζωές και τις περιουσίες όλων των κατοίκων αν παραδίδονταν χωρίς όρους. Εμοιαζε ότι όλα είχαν συμφωνηθεί, όταν ξαφνικά συνέβη ένα τετριμμένο γεγονός το οποίο σήμερα δεν θυμάται κανείς. Κατά τα φαινόμενα, κάποιος έμπορος δολοφόνησε ένα μέλος της προσωπικής του φρουράς, ή μπορεί να έγινε και το αντίθετο, ο φρουρός βίασε τη γυναίκα του εμπόρου, ο οποίος υπερασπίστηκε την τιμή του καρφώνοντάς του ένα στιλέτο. Ποιος μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια; Το θέμα είναι ότι ο Ταμερλάνος αντέδρασε με φοβερό τρόπο, δείχνοντας τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα του. Διέταξε τη λεηλασία της πόλης και τη θανάτωση όλων των κατοίκων- ανδρών, γυναικών, παιδιών και γέρων. Είναι δύσκολο να γνωρίζουμε με ακρίβεια τον αριθμό των δολοφονημένων, πάντως σε καμία περίπτωση δεν ήταν λιγότεροι από 70.000. Η σφαγή του Ισπαχάν έθεσε τέλος στην εικόνα του απελευθερωτή με την οποία είχε παρουσιαστεί στο Ιράν.

Φρικαλεότητες του θρύλου
Ο πενταετής πόλεμος (1393-1396) θα φανέρωνε σε ολόκληρο τον κόσμο το νέο πρόσωπο του Ταμερλάνου: Το πρόσωπο ενός αιμοδιψούς τύραννου που αντιμετώπισε με υπέρμετρη βία εκείνους που τον προκάλεσαν, σπέρνοντας στο διάβα του τον τρόμο. Αφηνε πίσω του καμένη γη, λεηλατημένες πόλεις και φρικαλεότητες που οι χρονικογράφοι περιέγραψαν με νοσηρή ευχαρίστηση. Αφού κατατρόπωσε τον πανίσχυρο Χάνο της Χρυσής Ορδής, άνοιξε δρόμο πρώτα προς την κατεύθυνση του Ιράκ, όπου τον περίμενε ο μεγάλος Μουφτής Αχμέτ Τζελαΐρ, επικεφαλής των ανδρών που είχαν απομείνει από τους στρατούς των Αράβων της δυναστείας των Αββασιδών.

Η μάχη της Βαγδάτης φαινόταν δύσκολη. Στις 29 Αυγούστου του 1393 η εμπροσθοφυλακή του στρατού του βρισκόταν προ των πυλών της πόλης. Οι στρατιώτες άρχισαν τις λεηλασίες. Ολοι θυμούνταν όσα συνέβησαν το 1258, όταν οι Μογγόλοι ισοπέδωσαν την πόλη. Κατά συνέπεια, δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση. Παραδόθηκαν. Ο Ταμερλάνος μπήκε στη Βαγδάτη με το φορείο του, κουρασμένος, σκοπεύοντας να ξεκουραστεί σε μια από τις πλούσιες αγροικίες στις όχθες του Τίγρη, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να μεταφέρει τους λόγιους της πόλης της Σαμαρκάνδης για να δουλέψουν για αυτόν. Στη συνέχεια είναι η σειρά των περιοχών του Καυκάσου. Στη Γεωργία και στην Αρμενία η καταστροφή των χριστιανικών εκκλησιών γίνεται ταυτόχρονα με τη βίαιη μετακίνηση πολυάριθμων κιρκάσιων πληθυσμών από τις όχθες της Κασπίας. Εκείνη που υπέφερε περισσότερο ήταν η πόλη του Αστραχάν. Τελικά ανεβαίνει τον ποταμό Βόλγα με κατεύθυνση το Καζάν όμως, εντελώς απροσδόκητα, στο ύψος του σημερινού Σαράτοβ, αλλάζει πορεία και κατευθύνεται προς την πεδιάδα του Κουρσκ, λεηλατώντας τα όλα στο διάβα του, για να κατεβεί από τον ποταμό Ντον ως τις γενοβέζικες αποικίες της Αζοφικής θάλασσας. Επιστρέφει από τον Καύκασο, όπου λεηλατεί και πάλι τις χριστιανικές εκκλησίες, ενώ έρχονται οι ειδήσεις για την τρομερή καταστροφή του ευρωπαϊκού ιππικού στη Νικόπολη του Δούναβη από τον στρατό του Οθωμανού Σουλτάνου Βαγιαζίτ Α΄.

Από την Ινδία στη Συρία

Ο Ταμερλάνος όπως απεικονίστηκε σε μεσαιωνική τοιχογραφία. Το όνομά του προήλθε από τη συνένωση του «Τιμούρ Λανγκ», που σημαίνει «Τιμούρ ο Χωλός», παρωνύμιο που του δόθηκε λόγω μιας σωματικής δυσπλασίας που τον έκανε να κουτσαίνει εμφανώς (ΤΟΡFΟΤΟ/ΑΚ ΙΜΑGΕS)

Το γόητρό του ως ήρωα πολέμου ευνόησε τον Ταμερλάνο στις δύο μεγάλες στρατιωτικές επιχειρήσεις που θα ξεκινούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Η πιο αιματηρή ήταν η επίθεση στον Βορρά της Ινδίας. Διέσχισε το Καφιριστάν με έναν εντυπωσιακό στρατό, με σκοπό να κατακτήσει το βασίλειο του άτυχου Μαχμούτ Σαχ Β΄. Η εκστρατεία γινόταν όλο και πιο δύσκολη, ώσπου έφθασε σε σημείο να δολοφονήσει τους 100.000 αιχμαλώτους που είχε μαζί του. Αυτός ο ποταμός αίματος προανήγγειλε το τι επρόκειτο να συμβεί μετά την κατάκτηση του Δελχί, που αποδείχτηκε ευκολότερη απ΄ όσο νόμιζε, διότι το ιππικό των Τιμουρίδων ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικό εναντίον των ελεφάντων του ινδού βασιλέα. Για άλλη μία φορά οι συμφωνίες δεν τηρήθηκαν και οι στρατιώτες επιδόθηκαν σε λεηλασίες, βιασμούς και στη δολοφονία όλων των κατοίκων. Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν ήταν ακόμη πιο βίαιες απ΄ ό,τι στο Ισπαχάν, στη Βαγδάτη ή στο Αστραχάν. Βλέποντας τόσο θάνατο και καταστροφή, ο ίδιος ο Ταμερλάνος αναφώνησε: «Εγώ δεν το ήθελα αυτό». Εκφραση ενός ανθρώπου που δεν γνωρίζει να συγκρατεί τη δολοφονική ορμή των στρατιωτών του όταν νιώθουν ότι οι πράξεις τους δικαιολογούνται από τις αποφάσεις των επικεφαλής τους. Εκείνη την ίδια χρονιά ο Ταμερλάνος άρχισε να διοργανώνει την κατάκτηση της χερσονήσου της Ανατολίας και της Συρίας, παρ΄ όλο που αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να βρεθεί αντιμέτωπος με τον ισχυρότατο Οθωμανό Σουλτάνο. Ο Ταμερλάνος λεηλάτησε τη Δαμασκό και τον Ιούλιο του 1402 πολέμησε στις πύλες της Αγκυρας τον Βαγιαζίτ Α΄, τον οποίον κατατρόπωσε και τον έπιασε αιχμάλωτο. Είναι αδύνατον να αρνηθούμε ότι υπήρξε ο πιο σημαντικός άνδρας της εποχής του: Τουλάχιστον αυτό πιστεύει ο σημαίνων ιστορικός της Τύνιδας, ο Ιμπν Χαλνούν, που βρισκόταν κοντά του εκείνη την εποχή.

Αιφνίδιος θάνατος
Η νίκη του Ταμερλάνου εμψύχωσε τους Ευρωπαίους που ενδιαφέρονταν για την κατάσταση στην Εγγύς Ανατολή, όπως ο κυβερνήτης της Γένουας, ο στρατάρχης Μπουσικό. Ετοιμάστηκαν να στείλουν πρεσβείες. Η πιο γνωστή ήταν εκείνη του Ρούι Γκονθάλεθ ντε Κλαβίχο από τη Μαδρίτη, εν ονόματι του Ερρίκου Γ΄ της Καστίλλης, που θα είχε ως αποτέλεσμα το έργο Εmbajada a Τamerlαn («Πρεσβεία στον Ταμερλάνο»), μια από τις σπουδαιότερες μαρτυρίες όσον αφορά την ποικιλομορφία της ισπανικής γραμματείας, το οποίο μεταφράστηκε σε αγγλικά, γαλλικά και ρωσικά. Σε αυτούς τους μήνες της ελπίδας για τη χριστιανοσύνη κανείς δεν έδωσε σημασία στα σχόλια των κατακτημένων λαών και, για κάποιο χρονικό διάστημα, οι ευρωπαίοι διπλωμάτες έζησαν στον Παράδεισο. Ολα όμως ήταν σκέτη φαντασία, που τέλειωσε απότομα με την είδηση ότι ο Ταμερλάνος είχε πεθάνει στις 19 Ιανουαρίου του 1405, ενώ ετοιμαζόταν να κατακτήσει την Κίνα. Το σώμα του ετάφη σε ένα εντυπωσιακό μαυσωλείο, που ακόμη και σήμερα μπορούμε να θαυμάσουμε στη Σαμαρκάνδη. Μπαίνοντας στο μαυσωλείο, νιώθει κανείς την αινιγματική δύναμη εκείνου του άνδρα που κάποτε ήταν το πρόσωπο του πολέμου.