Η «ελευθερία του καλλιτέχνη» είναι ένα ζήτημα που συζητείται πολύ. Τρέχουσα αφορμή αποτελεί η ανακίνηση του θέματος της μεσολάβησης των γκαλερί στις πωλήσεις έργων των καλλιτεχνών, με πρωτοβουλία της γνωστής Πινακοθήκης Saatchi- δημιουργήματος του περιβόητου συλλέκτη Τσαρλς Σάατσι-, καθώς και της διαφημιστικής εταιρείας Clear Channel.

Οι γκαλερί κάποιες φορές κρατούν ως και 60% της τιμής πώλησης των έργων- αν και οι γκαλερί του Χερστ κρατούν τα τελευταία χρόνια μόνο το 30%-, αλλά επιπλέον δρουν, ή υποτίθεται ότι δρουν, και ως μάνατζερ κατευθύνοντας συνολικά τη σταδιοδρομία των καλλιτεχνών.

Οι περισσότεροι καλλιτέχνες είτε δεν εκπροσωπούνται από γκαλερί είτε εκπροσωπούνται κατ΄ όνομα, ουσιαστικά δρώντας οι ίδιοι ως διακινητές του έργου τους και υποχρεούμενοι στην καταβολή ποσοστών στην γκαλερί τους για «συμβολικούς» λόγους, επειδή δηλαδή αυτή είναι η ενδεδειγμένη, κατά το κυρίαρχο σύστημα, πρακτική.

Στη Βρετανία η Πινακοθήκη Saatchi έχει δημιουργήσει ήδη μια ιστοσελίδα όπου οποιοσδήποτε καλλιτέχνης μπορεί να παρουσιάσει φωτογραφίες των έργων του και να τα διαθέσει προς πώληση, παρακάμπτοντας έτσι τη μεσολάβηση των γκαλερί. Οι επίδοξοι αγοραστές, με τη σειρά τους, μπορούν να περιηγηθούν σε διάφορα είδη τέχνης και να έρθουν σε επαφή με τους καλλιτέχνες, αγοράζοντας τελικά έργα απευθείας από αυτούς μέσω της ιστοσελίδας. Την ίδια στιγμή η Clear Channel, η μεγαλύτερη ιδιοκτήτρια εταιρεία εξωτερικών διαφημιστικών χώρων στη Βρετανία, έχει αναλάβει να φιλοξενήσει σε δημόσιους χώρους μια επιθετική διαφημιστική εκστρατεία για το εγχείρημα, η οποία θα τιτλοφορείται «Ελευθερώστε τους καλλιτέχνες». Η εκστρατεία ξεκίνησε στις 22 Απριλίου και αναμένεται να κατακλύσει με αφίσες ολόκληρη τη βρετανική επικράτεια.

Είναι βέβαιο ότι η πρωτοβουλία της Πινακοθήκης Saatchi και της Clear Channel αντιμετωπίζεται θετικά από αναρίθμητους καλλιτέχνες που βρίσκουν έτσι τρόπο προβολής των έργων τους- άλλωστε δεν είναι η πρώτη τέτοια πρωτοβουλία, πολλοί έχουν κατά καιρούς, αν και με μικρότερο επικοινωνιακό εκτόπισμα, επιστρατεύσει τη δύναμη του Διαδικτύου για να καταργήσουν τους πάσης φύσεως «μεσάζοντες». Από την άλλη, είναι σημαντικό να τονιστεί το ότι η ρητορική επίκληση της «καλλιτεχνικής ελευθερίας» μάλλον συσκοτίζει παρά διασαφηνίζει το τι ακριβώς επιτυγχάνεται εδώ.

Η «ελευθερία» που καθίσταται διεκδικήσιμη μέσω μιας τέτοιας κίνησης είναι η σχετική εμπορική ελευθερία: ο καλλιτέχνης/παραγωγός μπορεί να ελαττώσει τα «έξοδα διακίνησης» του «προϊόντος» του. Ως εκεί. Ουδείς λέει, βέβαια, ότι μια τέτοια κατάκτηση είναι αμελητέα, ειδικά για όσους καλλιτέχνες- τους περισσότερους, ποσοστιαία τουλάχιστον- εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να συναρτήσουν τη δράση τους με το σύστημα των γκαλερί, είτε επειδή δεν είναι αρκετά εμπορικοί είτε επειδή οι γκαλερί που τυχαίνει να τους εκπροσωπούν δεν κάνουν τη δουλειά τους όπως πρέπει. Για αυτούς τους καλλιτέχνες κινήσεις όπως αυτή της Πινακοθήκης Saatchi και της Clear Channel ενδέχεται να είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμες.

Επιπλέον όμως, συμβαίνει κάτι ύπουλο: στην ανακίνηση του ζητήματος της «ελευθερίας» μέσω μιας εμπορικής καινοτομίας (ή σχεδόν καινοτομίας) μπορεί κανείς να δει την αντανάκλαση ενός συγκεκριμένου πολιτικοοικονομικού δόγματος- αυτού που πρεσβεύει ότι η οικονομική ελευθερία συνεπάγεται αναπόφευκτα την πολιτική ή, στην προκειμένη περίπτωση, τη δημιουργική ελευθερία. Ενώ είναι αποδεδειγμένο ότι η οικονομική ελευθερία προϋποτίθεται για την ανάπτυξη της δημιουργικής, η συνεπαγωγή δεν είναι καθόλου αποδεδειγμένη: δεν υπάρχει τίποτε εγγενώς στη δυνατότητα διακίνησης των έργων τέχνης που να μεταβάλλει ποιοτικά τη δημιουργική διαδικασία, πέραν της αυτονόητης οικονομικής διευκόλυνσης. Είναι άλλο όμως να λέει κανείς ότι με την όποια οικονομική ενίσχυση ο δημιουργός είναι πιο ελεύθερος να δημιουργήσει και άλλο ότι δημιουργεί πιο ελεύθερα. Η επίκληση μιας τέτοιας ελευθερίας δεν είναι άλλο από πολιτική ορθότητα, μουσική για τα αφτιά μιας μερίδας του κόσμου της τέχνης η οποία φαντασιώνεται μια καλλιτεχνική παραγωγή εκτός του πλαισίου των οικονομικών σχέσεων που διέπουν τις κοινωνίες εν γένει. Και ακριβώς το γεγονός ότι είναι ο συμβολικός «εχθρός» που επικαλείται την «ελευθερία»- ένας από τους πλέον ισχυρούς συλλέκτες του κόσμου και μια διαφημιστική εταιρεία- καταδεικνύει το πόσο η συζήτηση περί «ελευθερίας» με αυτούς τους όρους έχει καταλήξει ασύνδετη με τις πραγματικές σχέσεις που συνιστούν το πεδίο παραγωγής και διακίνησης της σύγχρονης τέχνης.