Τ ο ότι τα τραγούδια κρύβουν ιστορίες είναι λίγο – πολύ γνωστό. Πόσοι τις γνωρίζουμε όμως; Πόσοι έχουμε ενδιαφερθεί να μάθουμε, για παράδειγμα, τι είχε στο μυαλό του ο ανώνυμος δημιουργός όταν έγραφε το «Πώς το τρίβουν το πιπέρι» ή ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης όταν έγραφε «Το τρελοκόριτσο», οι Μιχάλης Σουγιούλ και Μίμης Τραϊφόρος το «Ας ερχόσουν για λίγο» ή ο Βασίλης Τσιτσάνης το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»;

Ο Ηρακλής Ευστρατιάδης , εκτός από την περιέργεια να μάθει τις ιστορίες 100 τραγουδιών, είχε και την ιδέα να τις εκδώσει σε βιβλίο. Οπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογο του «Μία ιστορία… ένα τραγούδι…» (εκδόσεις Τoubi΄s), πρόκειται για ιστορίες που άκουσε, διάβασε σε βιβλία, σε εφημερίδες, σε περιοδικά και σε κάθε λογής έντυπα που αφορούν το ελληνικό τραγούδι, και αυτό επειδή ανέκαθεν ενδιαφερόταν να μαθαίνει «τι ήθελε να πει ο ποιητής» στην κυριολεξία. Ιδού λοιπόν πέντε ιστορίες για τη δημιουργία ισάριθμων τραγουδιών, από τις 100 που αναφέρει ο συγγραφέας στο βιβλίο του.

«Πώς το τρίβουν το πιπέρι»
(παραδοσιακό)
Η ιστορία αυτή, που εν τέλει έγινε τραγούδι, έχει τις ρίζες της στα χρόνια του Βυζαντίου. Το πιπέρι για τους Βυζαντινούς ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα φαγητά. Οι έμποροι λοιπόν της εποχής εκείνης κουβαλούσαν τους κόκκους μέσα σε τσουβάλια. Τα μοναστήρια, για να εξοικονομήσουν κάποια χρήματα, αγόραζαν πιπέρι σε κόκκους, τους έτριβαν και το μετέτρεπαν σε σκόνη για να το πουλήσουν. Το τρίψιμο όμως γινόταν χειρωνακτικώς, με τη βοήθεια γουδιού. Και τρίβοντάς το τους έμπαινε στα μάτια, στη μύτη, στο στόμα κ.o.κ. Αυτό είχε αποτέλεσμα το τρίψιμο του πιπεριού να εξελιχθεί σε εφιάλτη. Ετσι αποφάσισαν να εκτελείται το κοπάνισμα μόνο από τους τιμωρημένους για διάφορα παραπτώματα καλόγερους. Οταν λοιπόν έπεφτε κάποιος σε παράπτωμα, του έλεγαν οι συνάδελφοί του καλόγεροι «τώρα θα μάθεις πώς το τρίβουν το πιπέρι». Γι΄ αυτό και το παλιό παραδοσιακό τραγούδι λέει: «Πώς το τρίβουν το πιπέρι/ του Διαβόλου οι καλογέροι», αναφερόμενο στους καλόγερους εκείνους που δεν ήταν συνεπείς προς τους Κανόνες της Εκκλησίας.

«Ας ερχόσουν για λίγο»
(1947, Μιχάλης Σουγιούλ- Μίμης Τραϊφόρος, ερμηνεία: Δανάη Στρατηγοπούλου)

Αυτό το τραγούδι γράφτηκε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 με αφορμή τον μεγάλο έρωτα του Μίμη Τραϊφόρου και της Σοφίας Βέμπο . Το ζευγάρι είχε αρραβωνιαστεί στην Αίγυπτο το 1942, όπου είχαν διαφύγει στα χρόνια της Κατοχής, για να επιστρέψουν στην Αθήνα μετά την Απελευθέρωση. Το 1946, και ενώ η επιθεώρησή τους «Ελλάδα μου κουράγιο» γνωρίζει εισπρακτική και καλλιτεχνική επιτυχία, ο αδελφός της Σοφίας Βέμπο ανακοινώνει ότι η τραγουδίστρια θα πάει στην Αμερική για περιοδεία. Ο Τραϊφόρος παρ΄ όλες τις προσπάθειές του δεν θα καταφέρει να τη μεταπείσει να παραμείνει στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα μάλιστα κυκλοφορούν φήμες ότι εκεί την περιμένει ένας πλούσιος γαμπρός. Οταν, ύστερα από καιρό, ο Τραϊφόρος λαμβάνει ένα μάλλον ψυχρό και αδιάφορο γράμμα από τη Βέμπο, εκείνος, εν είδει απάντησης, της γράφει τους στίχους του κλασικού πλέον τραγουδιού: «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ/ να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι».

«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»
(1954, Βασίλης Τσιτσάνης – Γεράσιμος Τσάκαλος, ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου)
Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η σχέση του Βασίλη Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου. Γνωρίστηκαν το 1949, εποχή που εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας και εκείνος στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, μαζί με τη Σωτηρία Μπέλλου. Επειτα από μια φασαρία που είχε η Νίνου με κάποιους βασιλικούς, ο Τσιτσάνης την πήρε μαζί του. Σε λίγο καιρό το ντουέτο Τσιτσάνης- Νίνου χάλαγε κόσμο. Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια τραγούδια του με τη φωνή της και η μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Εν τω μεταξύ, ενώ ο Τσιτσάνης δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένειά του, η Νίνου ήλπιζε ότι με τον καιρό θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά. Υστερα από τέσσερα θυελλώδη χρόνια κατέληξαν, το καλοκαίρι του 1953, να εμφανίζονται μαζί τόσο στη δισκογραφία όσο και στο πάλκο. Ωστόσο τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Εκείνη την περίοδο η Νίνου εμφάνισε και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου. Οι γιατροί τής συνέστησαν θεραπεία στην Αμερική και η Νίνου ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε μαζί περιοδεία, έτσι ώστε να συνδυάσει τη θεραπεία της με δουλειά. Ο Τσιτσάνης ήταν εξαρχής αρνητικός, έγινε μάλιστα ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Το 1954 συνειδητοποιούσαν πλέον ότι η σχέση τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Λίγο προτού φύγει για την Αμερική τής έδωσε να πει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα/ ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα». Η Νίνου έπιασε αμέσως το νόημα του τραγουδιού. Την ώρα της ηχογράφησης στο στούντιο δεν άντεξε: σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Επέστρεψε όμως, κλαμένη αλλά πεισμωμένη. Και αυτή τη φορά το τραγούδησε μια κι έξω.

«Το τρελοκόριτσο»
(1955, Γρηγόρης Μπιθικώτσης- Γιάννης Παπαδόπουλος, ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης)

Γράφτηκε για την πιτσιρίκα τότε Πόλυ Πάνου, την οποία ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε φέρει από την Πάτρα και δούλευαν μαζί στο κέντρο «Ζούγκλα» κοντά στην πλατεία Βάθης. Κιθάρα έπαιζε ο Γιάννης Παπαδόπουλος, ο οποίος ήταν τρελά ερωτευμένος με την Πάνου, της είχε γράψει μάλιστα κάτι στιχάκια με τίτλο «Το τρελοκόριτσο». Κάποια ημέρα, πάνω στην πρόβα, ο Παπαδόπουλος έδειξε τους στίχους στον Μπιθικώτση και του ζήτησε να τους βάλει μουσική. Οπερ και εγένετο. Τον χειμώνα του 1952 ο Μπιθικώτσης το πρωτοτραγούδησε στη «Ζούγκλα». Η αποδοχή του ήταν τέτοια ώστε οι πελάτες το ζητούσαν ξανά και ξανά. Οι δεκαοκτώ στις είκοσι «παραγγελιές» ήταν γι΄ αυτό. Αποφασίστηκε λοιπόν να το ηχογραφήσουν, αλλά διαφωνούσαν για το ποιος θα το τραγουδούσε. Ο Παπαδόπουλος ήθελε τον Καζαντζίδη, ο Μπιθικώτσης τον Τσαουσάκη . Τελικώς, προτού πάνε στην εταιρεία, το ερμήνευσαν ζωντανά σε κυριακάτικη ραδιοφωνική εκπομπή οι δυο τους μαζί με την Πόλυ Πάνου. Με πρώτη φωνή τον Μπιθικώτση, όπως έκαναν και στο μαγαζί. Η ανταπόκριση των ακροατών ήταν τέτοια ώστε ο Μπιθικώτσης αποφάσισε να το ηχογραφήσει ο ίδιος.

«Ολυμπίκ- Ολυμπιακέ»
(1963, Βαγγέλης Περπινιάδης)
Γράφτηκε με αφορμή τη νίκη του Ολυμπιακού επί της βουλγαρικής Λέφσκι, η οποία τον οδήγησε στην κατάκτηση του Βαλκανικού Κυπέλλου το 1963 (1-0 με γκολ του Στεφανάκου). Την ίδια νύχτα, 19 προς 20 Σεπτεμβρίου, χιλιάδες οπαδοί του Ολυμπιακού μαζεύτηκαν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού για να υποδεχθούν την ομάδα του Πειραιά που επέστρεφε από την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε διεξαχθεί ο τελικός. Ανάμεσά τους ήταν και ο τραγουδιστής Στράτος Διονυσίου με τον φίλο του Τάκη Λαζόπουλο. Μετά τους πανηγυρισμούς, αργά τη νύχτα, αποφάσισαν να πάνε στο σπίτι του κοινού φίλου τους Βαγγέλη Περπινιάδη για να συζητήσουν για τον θρίαμβο της αγαπημένης τους ομάδας. Ο τελευταίος ξύπνησε τη γυναίκα του, εκείνη τους ετοίμασε καφέδες και πάνω στην κουβέντα ξεκρέμασε το μπουζούκι του και «σκάρωσε» τους πρώτους στίχους: «ΟλυμπίκΟλυμπίκ- Ολυμπιακέ/ Φλαμένζι, Λέφσκι νίκησες/ Σάντος και Ζαγκλεμπέ». Το ίδιο βράδυ, αφού έφυγαν οι φίλοι του, ολοκλήρωσε το τραγούδι και το έγραψε πρόχειρα σε ένα μαγνητόφωνο. Την επομένη τηλεφώνησε στον Μίνωα Μάτσα, το αφεντικό της Μίνως, και του το έβαλε να το ακούσει από το ακουστικό. Του Μάτσα τού άρεσε και ζήτησε από τον Περπινιάδη να πάει αμέσως στο στούντιο και να το ηχογραφήσει. Οι πωλήσεις του δίσκου ξεπέρασαν τις 350.000.