«…και ο γιαλός εδώ έχει βότσαλα που έχουν το ωραιότερο σχήμα και κάθε είδους χρώμα…».
Ο άνθρωπος ο οποίος έγραψε αυτή την πρόταση τον 2ο αιώνα μ.Χ. για μία παραλία της Μονεμβασίας ξεκίνησε το ταξίδι του από τη μακρινή τότε Λυδία της Μικράς Ασίας και φθάνοντας στην Ελλάδα βάλθηκε να καταγράψει ό,τι θαυμαστό έβλεπαν τα μάτια του και όσα άκουγε από τις διηγήσεις των κατοίκων κάθε περιοχής. Ετσι έμελλε να γίνει ο οδηγός όλων των μετέπειτα περιηγητών, στην προσπάθειά τους να γνωρίσουν την ιστορία της χώρας, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό της, ενώ από τον 19ο αιώνα ως σήμερα το έργο του θα αναδεικνυόταν ως καλύτερος αρχαιολογικός «χάρτης» της Ελλάδας. Οι μεγάλες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, η ώθηση στις αρχαίες ελληνικές σπουδές διεθνώς, η ανάκτηση με λίγα λόγια της ελληνικής αρχαιότητας στα νεότερα χρόνια οφείλει πολλά στον Παυσανία και στην «Περιήγησή» του. «Ημουν κι εγώ εκεί» θα μπορούσε να αναφωνήσει σήμερα ο αρχαίος περιηγητής παρατηρώντας την ανάγκη των ανθρώπων να εξερευνήσουν το παρελθόν τους και διαπιστώνοντας τον ρόλο τον οποίο διαδραματίζει κι ο ίδιος σε αυτό. Το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη ανέλαβαν λοιπόν να αποτιμήσουν την προσφορά του Παυσανία, βλέποντας συνολικά και σφαιρικά το έργο του, στο πλαίσιο ειδικής έρευνας, η οποία περιλαμβάνει και μία έκδοση με τις καταθέσεις σύγχρονων ιστορικών, οι οποίοι ερμηνεύουν την απήχησή του στη νεότερη εποχή.


Αποτυπωμένες σε έναν χάρτη, οι διαδρομές του Παυσανία προξενούν κατάπληξη. Για τη μέθοδο κατ’ αρχάς την οποία ακολούθησε στον σχεδιασμό τους, έχοντας κάθε φορά μία έδρα από την οποία κινούνταν ακτινωτά σε όλη τη γύρω περιοχή, ώστε να καλύψει όσο το δυνατόν μεγαλύτερη έκταση. Και βέβαια για το μέγεθος του έργου, αφού σχεδόν 300 υπήρξαν οι προορισμοί των ταξιδιών του, καλύπτοντας το σημαντικότερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας και την Πελοπόννησο. «…θα περιγράψω όλα όσα αξίζει να δει κανείς στον καθένα από τους δρόμους αυτούς…» γράφει ο ίδιος.


Χάρη στον Παυσανία, υπάρχει τεκμηριωμένη εικόνα πολλών πόλεων-κρατών της αρχαιότητας, η γνώση για τα ιερά και τα μνημεία τους, τις οχυρώσεις τους, το οδικό δίκτυο, τα νεκροταφεία, τα τοπωνύμια, τις λατρείες, τους ήρωες. Αθήνα, Σπάρτη, Ολυμπία, Δελφοί, Μεσσήνη, κάθε πόλη, πόλισμα ή κώμη που περιγράφεται από τον Παυσανία μπορεί να αναζητηθεί και να ταυτιστεί σήμερα χάρη στην «Περιήγησή» του. Πολύ απλά, για τους ιστορικούς, τους φιλολόγους και τους αρχαιολόγους συνιστά μεγάλη βοήθεια η παρουσία έστω και μίας παρατήρησης του Παυσανία για κάποιο θέμα που τους αφορά. Γιατί τότε, η ανασύσταση και η τεκμηρίωση της μνημειακής και ιστορικής τοπογραφίας της αρχαίας Ελλάδας, και βέβαια η αποσαφήνιση πολλών θεμάτων του αρχαίου κόσμου, αποκτά έναν αυτόπτη μάρτυρα.


«Οι πραγματωθείσες την τελευταία εικοσιπενταετία επιφανειακές έρευνες στην ελληνική ύπαιθρο – κατά κανόνα πολύχρονες και σε διεπιστημονική, διαχρονική βάση εφαρμογής – σε συνδυασμό με τις κατά τόπους ανασκαφές, ιδίως στα μεγάλα άστεα και ιερά, αλλά και τις επί μέρους θεματολογικές μελέτες του οδοιπορικού του, ανέδειξαν την αξία του περιηγητή ως απόλυτα αξιόπιστου πληροφορητή, επίμονου και ακριβούς στην αυτοψία και περιγραφή, φιλομαθούς και ακάματου ταξιδιώτη» επιβεβαιώνει στο κείμενό του ο κ. Γιάννης Πίκουλας, αναπληρωτής καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.


Ο άνθρωπος


Η χρονολόγηση συγγραφής της «Περιήγησης» δεν είναι ακριβής, αν και οι ιστορικοί καταλήγουν σήμερα ότι πρέπει αυτή να έγινε μεταξύ του 155 και 175 μ.Χ. Ελάχιστα είναι γνωστά και για τον ίδιο τον Παυσανία, αφού στο έργο του δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα και ο τόπος καταγωγής του. Εκείνος που διασώζει το όνομά του είναι ο πρώτος αναγνώστης της «Περιήγησης», ο λεξικογράφος Στέφανος Βυζάντιος, 350 χρόνια αργότερα, ο οποίος της έδωσε επίσης και τον τίτλο. Ετσι, όσα είναι γνωστά γι’ αυτόν προκύπτουν μέσα από το έργο του. Πιθανολογείται λοιπόν ότι γεννήθηκε περί το 110 – 115, ενώ γενέτειρά του ενδεχομένως να ήταν η Μαγνησία του Σιπύλου. Οσο για τον θάνατό του, πρέπει να επήλθε το 180, γιατί τότε υπάρχει η τελευταία αναφορά στον αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος βασίλευε ως τότε.


Προφανώς καταγόταν από εύπορη οικογένεια, αφού είχε τη δυνατότητα σπουδών και όλη η ζωή του ήταν ένα ταξίδι, όπως ακριβώς συνέβαινε σε όλους τους μορφωμένους και έχοντες οικονομική ευχέρεια κοσμοπολίτες της εποχής. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία άλλωστε εκείνη την εποχή βρισκόταν στο απόγειό της, κατέχοντας το σύνολο του τότε γνωστού κόσμου με τη δυναστεία των Αντωνίνων να την οδηγεί στην πλήρη άνθηση. Ο Παυσανίας έτσι ήταν σύγχρονος του Ηρώδη Αττικού, του αλεξανδρινού γεωγράφου Κλαύδιου Πτολεμαίου, του ποιητή Λουκιανού από τα Σαμόσατα στον Ευφράτη, του ιατρού Γαληνού από την Πέργαμο, του ναυκρατίτη λεξικογράφου Πολυδεύκη.


Το οδοιπορικό


Μορφωμένος και φιλομαθής, σχολαστικός και ευσεβής, υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του, ο Παυσανίας θα καταγράψει τις εντυπώσεις του σημειώνοντας ό,τι βλέπει σε συνδυασμό με ό,τι ακούει ή διαβάζει. Κι αυτό που σημειώνει είναι το αξιοθέατο ό,τι δηλαδή έχει ένδοξο παρελθόν, είναι μία ιδιότυπη λατρεία, ένα ιδιαίτερο γεωγραφικό φαινόμενο, ένας θρύλος, μία δοξασία.


Ο Παυσανίας ταξίδεψε σε όλα τα παράλια της Δυτικής Μικράς Ασίας, σε μέρος της Κεντρικής και Ανατολικής και έφθασε ως τον Ευφράτη. Επισκέφθηκε επίσης τη Συρία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο αλλά και το Βυζάντιο, τα νησιά Θάσο, Ρόδο, Δήλο, Ανδρο και πολλά ακόμη μέρη της Ελλάδας, τα οποία δεν περιελήφθησαν στο οδοιπορικό του. Φυσικά επισκέφθηκε τη Ρώμη, την Καμπανία, το Μεταπόντιον και τη Σαρδηνία όχι όμως και τη Σικελία. Η «Περιήγησις Ελλάδος» αποτελείται από δέκα βιβλία (Αττικά, Κορινθιακά, Λακωνικά, Μεσσηνιακά, Ηλιακά – δύο βιβλία – Αχαϊκά, Αρκαδικά, Βοιωτικά, Φωκικά) στο έργο όμως δεν υπάρχει Προοίμιο ή Επίλογος, άλλωστε τελειώνει ξαφνικά. Ο ίδιος αναφέρει ρητά ότι θα κάλυπτε όλη την Ελλάδα, όμως δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει την επιθυμία του.


«Ο Παυσανίας ξεχωρίζει τόσο με το εύρος του σχεδίου του όσο και με το ανεξάρτητο πνεύμα του, που διαφαίνεται στην επιλογή αντικειμένων που θεωρεί αξιόλογα. Ο εντοπισμός και η περιγραφή των πραγμάτων που συναντά στο ταξίδι του είναι για κείνον το μέσον για την ανάκτηση του παρελθόντος. Περιηγείται σε ένα ανοιχτό μουσείο και οι περιγραφές των μνημείων που συναντά αλλά και οι ιστορίες που προσθέτει, όσες σχετίζονται με αυτά, συγκροτούν την ιστορική μνήμη του ελληνικού χώρου» σημειώνει η κυρία Σελίν Γκιλμέ, διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης του Πανεπιστημίου της Τουρ.


Η φύση


«Πάνω από τον γκρεμνό στάζει νερό που οι Ελληνες το ονομάζουν ύδωρ της Στυγός. Το νερό πέφτει πρώτα σε ένα βράχο πανύψηλο και από εκεί καταλήγει στον ποταμό Κράθη. Αυτό το νερό είναι θανατηφόρο για τους ανθρώπους και όλα τα ζώα…» γράφει ο Παυσανίας, που οι αναφορές του για τη φυσική ιστορία, την πανίδα και χλωρίδα κάθε τόπου, για τη γεωλογία και για ό,τι αξιοθαύμαστο και αξιοπερίεργο συναντούσε, κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο έργο του. «Υπάρχουν στον ποταμό Αροάνιο ψάρια. Από αυτά, κάποια που τα λένε ποικιλίες, κελαηδούν όπως τα πουλιά τσίχλες. Εγώ λοιπόν τα είδα ψαρεμένα αλλά δεν τα άκουσα και να κελαηδούν…» σημειώνει αλλού. Και για το τέμενος του Λυκαίου Διός αναφέρει με θαυμασμό: «… σε αυτό δεν επιτρέπεται η είσοδος στους ανθρώπους. Εάν κάποιος, αψηφώντας την απαγόρευση, εισέλθει, τότε, οπωσδήποτε θα πεθάνει μέσα στην ίδια χρονιά. Μάλιστα λένε ότι μέσα στο τέμενος όλα τα ζωντανά, άνθρωποι και θηρία, δεν αφήνουν σκιά…».


«Εγκυκλοπαιδικό πανόραμα της ελληνικής αρχαιότητας, η «Περιήγηση» γίνεται μνημονικό θέατρο, άτλαντας και λεύκωμα ενός κόσμου που σταδιακά αναδύεται από τη λήθη» γράφει χαρακτηριστικά ο ιστορικός κ. Γιώργος Τόλιας, διευθυντής ερευνών στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. «Είναι ιδιότυπος και χαρακτηριστικός ο κλήρος του Παυσανία στην ιστορία. Ο ευσεβής, λίγο σχολαστικός και εύπιστος προσκυνητής, στην Ελλάδα των ρωμαϊκών χρόνων δεν τράβηξε το ενδιαφέρον κανενός. Αντίθετα, η μεταμόρφωσή του σε πνευματώδη και ανήσυχο περιηγητή του Ουμανισμού, τον ανάδειξε σε πρωτοπόρο οδηγό και απόστολο της ανάκτησης του παρελθόντος» καταλήγει.