Μέσα στην αναταραχή που προκάλεσε η δημοπρασία του οίκου Christie’s με αντικείμενα από το ανάκτορο του Τατοΐου έγινε λόγος για καλλιτεχνικά έργα μεγάλης ιστορικής αξίας. Δίχως να θέλει κανείς να υποβαθμίσει την όποια αξία των υπόλοιπων αντικειμένων και των συνακόλουθων όψιμων ιδεών περί δημιουργίας μουσείου στο Τατόι, η αλήθεια είναι ότι ειδικά δύο έργα τέχνης, ο «Απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´» του Νικηφόρου Λύτρα και η «Δόξα των Ψαρών» του Νικολάου Γύζη, θα έπρεπε σίγουρα να έχουν διατηρηθεί ως μεγάλης αξίας τεκμήρια για τη μελέτη του έργου των δημιουργών τους, καθώς και για την ιστορία της νεοελληνικής τέχνης και γενικότερα της νεότερης Ελλάδας.


Ο Λύτρας, ο Σίνας και η υποτροφία


Η σημασία των δύο αυτών έργων προκύπτει ως ένα βαθμό από τις ενδιαφέρουσες ιστορίες τους, τις οποίες όμως δεν γνωρίζουν πολλοί, ενώ ακόμη λιγότεροι μελετητές έχουν αντικρίσει οι ίδιοι τους πίνακες αυτούς. Ειδική στο θέμα, η κυρία Νέλλη Μισιρλή, επί σειράν ετών επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης, είχε την καλοσύνη να μοιραστεί μαζί μας ορισμένα στιγμιότυπα από τη ζωή αυτών των πινάκων.


Μιλώντας, λόγου χάρη, για τον «Απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´», βρισκόμαστε στο Μόναχο, όπου το 1862 ο Νικηφόρος Λύτρας έχασε την υποτροφία με την οποία βρισκόταν εκεί ως σπουδαστής. Την ίδια περίπου στιγμή ο εθνικός ευεργέτης Σίμων Σίνας, ο οποίος τότε ήταν πρέσβης στη Βιέννη, έγραψε μια επιστολή προς το ελληνικό υπουργείο Εσωτερικών. Η επιστολή αναφέρεται σε κάποια παράσταση του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’, την οποία το υπουργείο ήθελε να χρησιμοποιήσει για την παραγωγή ενός χαρακτικού έργου. Ο Σίνας τους πληροφόρησε ότι τους έχει βρει κατάλληλο χαράκτη, προσέθεσε όμως στην επιστολή του ότι, αν το υπουργείο επιθυμούσε να φιλοτεχνηθεί μια ελαιογραφία με το ίδιο θέμα, είχε βρει έναν καλό ζωγράφο, ομογενή στο Μόναχο, ο οποίος μπορούσε να αναλάβει την εκτέλεση αυτού του έργου. Ο Σίνας διαβεβαίωσε μάλιστα το υπουργείο ότι είχε την πρόθεση να πληρώσει τον ζωγράφο ο ίδιος.


Δύο χρόνια μετά, το 1864, η εφημερίδα «Κλειώ» της Τεργέστης δημοσίευσε την είδηση ότι τελείωσε το έργο που παρήγγειλε στον Νικηφόρο Λύτρα ο Σίμων Σίνας, το οποίο μάλιστα ο ευεργέτης σκόπευε να στείλει στην Ελλάδα για να στολίσει δημόσιο «κατάστημα», δηλαδή δημόσιο κτίριο. Η εφημερίδα έγραψε ακόμη ότι στον ζωγράφο αυτόν ο Σίνας θα έδινε ένα ποσόν μηνιαίως ως υποτροφία.


Μολονότι μετά το δημοσίευμα αυτό της εφημερίδας δεν έχουμε άλλα στοιχεία για το πού βρίσκεται ο πίνακας, η κυρία Μισιρλή υποθέτει βασίμως ότι παραδόθηκε στον παραγγελιοδότη του, ο οποίος πράγματι τον χρησιμοποίησε για να στολίσει δημόσιο κτίριο. «Υποθέτω ότι στόλισε τα ανάκτορα» λέει. «Κατά πληροφορίες, ο πίνακας βρέθηκε κάποια στιγμή στα ανάκτορα της Κέρκυρας και, αργότερα, όταν συγκεντρώθηκαν όλα τα βασιλικά αντικείμενα, ήρθε και αυτός στο Τατόι».


Ο Γύζης και η «ζουρλοκαντέρω»


Η «Δόξα των Ψαρών» έχει σίγουρα πιο βασανισμένη ιστορία. Είναι γνωστό ότι όταν το 1897 η εκστρατεία της Ελλάδας κατά της Τουρκίας απέτυχε, ο Νικόλαος Γύζης πληγώθηκε για την τύχη της πατρίδας του. Λίγο νωρίτερα η βαυαρική κυβέρνηση του είχε αναθέσει να φιλοτεχνήσει έναν πίνακα με θέμα «τον θρίαμβο της Βαυαρίας» για ένα βιομηχανικό μουσείο στη Νυρεμβέργη. Ο Γύζης εξετέλεσε την παραγγελία, φέρεται όμως να είπε ότι «εγώ θα ήθελα να κάνω τον θρίαμβο της Ελλάδος, όχι της Βαυαρίας». Με το προηγούμενο της εκστρατείας του 1897, ο Γύζης αποφάσισε να φτιάξει πράγματι έναν δοξαστικό πίνακα για την Ελλάδα και εμπνεύστηκε από την περίφημη στροφή του Διονυσίου Σολωμού που ξεκινά «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη / περπατώντας η Δόξα μονάχη». Μάλιστα, η κυρία Μισιρλή μάς δίνει την πληροφορία ότι ο Γύζης σε ένα από τα ταξίδια που έκανε στην Ελλάδα από το Μόναχο τη σημείωσε αυτή τη στροφή στο σημειωματάριό του και φαίνεται ότι μετά πήγε στο Μόναχο και φιλοτέχνησε τον πίνακα.


Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς ο Γύζης τελείωσε το έργο, το συναντούμε ωστόσο το 1899 στην Πανελλήνια Εκθεση των Αθηνών. Είναι αξιοσημείωτο ότι η κριτική υποδέχθηκε τη «Δόξα των Ψαρών» πολύ αρνητικά. Μάλιστα ο Γύζης έγραψε τότε ένα γράμμα στον Αλέξανδρο Φιλαδελφέα, τον σπουδαίο φιλόλογο, όπου παραπονιέται για την κριτική και λέει ότι αποκάλεσαν τη «Δόξα» του «ζουρλοκαντέρω». Επιμένει όμως ότι η «Δόξα» είναι πνευματικό του τέκνο και ότι δεν την απαρνιέται. Και ύστερα έγραψε ακόμη ένα γράμμα, αυτή τη φορά στον αδελφό της γυναίκας του, τον Γεώργιο Νάζο, ο οποίος ήταν μάλιστα διευθυντής του Εθνικού Ωδείου, και του παρήγγειλε να του στείλει τη «Δόξα» πίσω.


Δεν γνωρίζουμε πώς η «Δόξα» περιήλθε στην κυριότητα της βασιλικής οικογένειας. «Ξέρουμε» μας λέει η κυρία Μισιρλή «ότι πήγε σε κάποιες εκθέσεις μετά την Πανελλήνια Εκθεση του 1899 και ύστερα τη χάνουμε, ώσπου βρίσκεται στην κατοχή της βασιλικής οικογένειας. Ηταν όμως γνωστό ότι βρισκόταν στα ανάκτορα, επειδή το 1956, όταν εξεδόθησαν από τον Κορομηλά οι επιστολές του Γύζη, η φωτογραφία του έργου γράφει ότι υπάρχουν δύο παραλλαγές, μία των ανακτόρων και μία της κυρίας Παπαστράτου. Πράγματι η οικογένεια Παπαστράτου έχει μια παραλλαγή του πίνακα, μάλλον σε μικρότερη διάσταση. Αλλά εγώ είμαι σίγουρη ότι η «Δόξα» των ανακτόρων είναι η πρώτη, διότι στις φωτογραφίες της Εθνικής Πινακοθήκης υπάρχει φωτογραφημένη και η πίσω πλευρά, όπου υπάρχει η πινακίδα της έκθεσης του 1899».


Ο Μαρίνος Καλλιγάς, ιστορικός της τέχνης και διευθυντής από 1949 ως το 1971 της Εθνικής Πινακοθήκης, γράφει, το 1982 πια, ότι η «Δόξα» είναι στα Ανάκτορα, αλλά λέει επίσης ότι παρά τις προσπάθειές του δεν κατάφερε να τη δει. Επειδή ο Καλλιγάς την είχε δει στο παρελθόν, όσο υπήρχε ακόμη βασιλεία, είναι ίσως βάσιμο να εικάσει κανείς ότι η αδυναμία του να τη δει το 1982 σημαίνει μάλλον ότι δεν κατόρθωσε να εντοπίσει πού βρισκόταν ο πίνακας.


Η κρεβατοκάμαρα της Φρειδερίκης


Σε κάθε περίπτωση, λίγοι έχουν δει αυτούς τους δύο πίνακες. Και τώρα κανένας, ή τουλάχιστον κανένας που να είναι διατεθειμένος να το δημοσιοποιήσει, δεν ξέρει πού βρίσκονται, αν έχουν πουληθεί ή σαπίζουν ακόμη στο Τατόι. Μας έχουν μείνει μόνο οι γραπτές πηγές και οι λιγοστές αφηγήσεις, όπως αυτή της δρος Μισιρλή, η οποία είχε την τύχη πριν από 34 χρόνια να δει τη «Δόξα» του Γύζη. «Την έχω δει» μας αφηγείται «το 1973, όταν έγινε η πρώτη καταγραφή των αντικειμένων της βασιλικής οικογένειας – εργαζόμουν στην Εθνική Πινακοθήκη. Πρώτα λοιπόν πήγαμε στην Ηρώδου Αττικού. Θυμάμαι, ήταν οι πόρτες βουλωμένες με βουλοκέρι και ήρθαν και μας άνοιξαν. Είχαν έρθει βυζαντινολόγοι, αρχαιολόγοι, αργυροχόοι, άνθρωποι από όλες τις ειδικότητες. Τα πάντα μέσα στο ανάκτορο ήταν εντελώς άθικτα, όπως τα είχαν αφήσει όταν έφυγαν – θυμάμαι ακόμη και τη λακ και τη χτένα της βασίλισσας να είναι στη θέση τους, σαν απλώς να κλείδωσαν την πόρτα τους και να βγήκαν έξω. Εμείς καταγράφαμε τα έργα τέχνης και έτσι βγήκε η λίστα που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η «Δόξα» ωστόσο δεν ήταν εκεί. Την ίδια εποχή όμως μας κάλεσαν να κάνουμε μια πρώτη επίσκεψη και στο σπίτι της βασιλομήτορος, η οποία έμενε τότε στο Παλαιό Ψυχικό. Οταν μπήκαμε στην κρεβατοκάμαρά της, η «Δόξα» κρεμόταν πάνω από το προσκέφαλό της».