Αν θύμα κιβδηλοποιών είχε πέσει ακόμη και ο ανασκαφέας της Κνωσού, Αρθουρ Εβανς, θεωρώντας ως γνήσια πολλά χρυσά, σφραγιστικά δαχτυλίδια και σφραγίδες του περιβόητου «Θησαυρού της Θίσβης», τι μπορεί να συμβεί σήμερα, που οι τεχνικές και η επιστήμη γενικώς έχουν προοδεύσει τόσο ώστε να προσφέρουν πολλές δυνατότητες «φιλοτέχνησης» κίβδηλων αρχαίων; Το θέμα της κιβδηλείας αρχαίων αντικειμένων δηλαδή δεν είναι νέο, αντιθέτως διαθέτει προϊστορία. Παραλλήλως μάλιστα διακρίνεται για τη μεγάλη μυθολογία η οποία συνοδεύει κάθε φορά την «ανακάλυψη» ενός αντικειμένου. Είναι πάντα μία ιστορία που ακόμη κι αν είναι αληθινή, μοιάζει φανταστική. Και πώς τότε να ξεχωρίσει κανείς πού βρίσκεται η αλήθεια και πού το ψέμα;


Το «Δαχτυλίδι του Θησέα»


Πριν από μερικά χρόνια, το 2002, το ελληνικό Δημόσιο αγόρασε ένα κρητομυκηναϊκό δαχτυλίδι, το επονομαζόμενο «Δαχτυλίδι του Μίνωα», το οποίο είχε εκτιμηθεί σε 400.000 ευρώ. Ενα άλλο δαχτυλίδι, αυτή τη φορά «του Θησέα», έγινε αποδεκτό πριν από λίγες μόνον ημέρες ως γνήσιο από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και η εκτίμηση της αξίας του ανήλθε σε 150.000 ευρώ. Ας σημειωθεί ότι και των δύο η ιστορία είναι περιπετειώδης, με πολλές κρυφές πτυχές. Πέραν αυτού όμως ουδείς μπορεί να γνωρίζει αν, εντός μικρού ή και μεγαλύτερου χρονικού διαστήματος, κάποιο άλλο δαχτυλίδι με το όνομα ενός άλλου μυθικού προσώπου δεν έρθει στο φως. (Οι πληροφορίες ήδη μιλούν για μία παρόμοια περίπτωση που πρόκειται να εξεταστεί από το ΚΑΣ.)


Τι είναι λοιπόν αυτά τα δαχτυλίδια και από πού «ξεφυτρώνουν»;


Εξι χρυσά κρητομυκηναϊκά δαχτυλίδια έχει αποκαλύψει σε ανασκαφές ο καθηγητής κ. Γιάννης Σακελλαράκης, ενώ έχει μελετήσει όλα όσα βρίσκονται στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Παράλληλα όμως έχει ερευνήσει το θέμα της κιβδηλείας και ιδιαίτερα της κατασκευής χρυσών δαχτυλιδιών αυτής της περιόδου ανακοινώνοντας τα συμπεράσματά του σε διεθνή συνέδρια. Εχει ενδιαφέρον λοιπόν το γεγονός πως θεωρεί το «δαχτυλίδι του Θησέα» ψεύτικο, τεκμηριώνοντας την άποψή του με πλήθος επιστημονικών στοιχείων.


Σε θολωτούς ή θαλαμωτούς κρητομυκηναϊκούς τάφους ανακαλύπτονται τα περίφημα δαχτυλίδια αυτής της περιόδου, ως κτερίσματα των νεκρών κατόχων τους. Δύο ωστόσο έχουν βρεθεί σε κρυμμένο θησαυρό χρυσών αντικειμένων, ο οποίος είχε προέλθει από συλημένο, ήδη από την αρχαιότητα, τάφο.


Αλλά και κατά τις μεταγενέστερες περιόδους, πάντα από τις νεκροπόλεις προέρχονται τα δαχτυλίδια – βεβαίως αυτό αποτελεί την εγγύηση της γνησιότητάς τους ως ανασκαφικού ευρήματος.


Περιέργως πώς το «Δαχτυλίδι του Θησέα» δεν βρέθηκε σε τάφο αλλά, σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν από τη σημερινή κάτοχό του, μέσα σε χώματα που απορρίφθηκαν από τον χώρο της Ακρόπολης κατά τη διάρκεια εργασιών (εκσκαφές για την κατασκευή του μουσείου), στις αρχές του 20ού αιώνα. Από αυτά τα χώματα που έφθαναν ως τα Αναφιώτικα το ανέσυρε ο πεθερός της κατόχου και το κράτησε. Οταν αργότερα μάλιστα εγκαταστάθηκε στην Αγία Μαρίνα της Βάρκιζας, το έκρυψε σε ένα κοτέτσι αλλά απεβίωσε χωρίς να προφθάσει να υποδείξει την κρυψώνα. H αποκάλυψή του εν τέλει έγινε μόλις εφέτος, κατά την κατεδάφιση του πρόχειρου κτίσματος.


Ο Θησέας βεβαίως ουδεμία ευθύνη φέρει για όλα αυτά, πόσο μάλλον που το όνομά του μόνο κατά συνθήκη έχει δοθεί στο αρχαίο αντικείμενο δεδομένου ότι υπήρξε ο ήρωας στον οποίο οφείλεται η κτίση της Αθήνας. Ενδιαφέρον έχει εξάλλου το γεγονός ότι από την Ακρόπολη ουδέν άλλο χρυσό εύρημα έχει προκύψει ως σήμερα, για τον απλούστατο λόγο της άγριας λεηλασίας την οποία υπέστη στη διάρκεια των αιώνων. (Το ένα και μοναδικό χρυσό δαχτυλίδι της Μυκηναϊκής εποχής από την Αθήνα έχει βρεθεί σε μυκηναϊκό τάφο στην Αρχαία Αγορά.)


Το «Δαχτυλίδι του Θησέα» πάντως φέρει παράσταση ταυροκαθαψίων και επιπλέον ενός αιλουροειδούς, ενδεχομένως λιονταριού, η παρουσία του οποίου όμως συνιστά «αιρετικό» στοιχείο για τα ως τώρα δεδομένα περί σφραγιστικών δαχτυλιδιών της Κρητομυκηναϊκής εποχής.


Το «Δαχτυλίδι του Μίνωα»


Πίσω στις αρχές του 20ού αιώνα παραπέμπει η ανεύρεση του «Δαχτυλιδιού του Μίνωα», Οκτώβριο ή Νοέμβριο του 1928. Ο ενδεκάχρονος Μιχάλης Παπαδάκης από την Κνωσό το είδε να γυαλίζει μέσα στο χώμα, όπως είχε αποκαλυφθεί μετά τα πρωτοβρόχια. Από τη στιγμή εκείνη μία μεγάλη ιστορία άρχιζε, με την ανάμειξη πολλών ανθρώπων. Μεταξύ αυτών ο Αρθουρ Εβανς και ο Σπυρίδων Μαρινάτος, στους οποίους είχε προταθεί να το αγοράσουν. Για περίπου 70 χρόνια το δαχτυλίδι κατείχε ένας ιερέας, απόγονος του οποίου το παρέδωσε το 2001 στο κράτος και σήμερα εκτίθεται στο Μουσείο Ηρακλείου αφού θεωρείται γνήσιο. Ολον αυτόν τον καιρό το δαχτυλίδι ήταν κρυμμένο στο τζάκι του σπιτιού της μητέρας του. Εν τω μεταξύ είχαν κατασκευαστεί αντίγραφά του που σήμερα βρίσκονται στο Μουσείο Ασμόλιαν της Οξφόρδης.


H παράσταση στη σφενδόνη του δαχτυλιδιού αναφέρεται στην κοσμογονία, στη θεογονία, στην ανθρωπογένεση και στο τελετουργικό της λατρείας του υπέρτατου θεού. Αναπαρίστατο μία δενδρολατρεία με τη θεότητα να κατεβαίνει από τον ουρανό, ενώ ένα καράβι στο κάτω μέρος συνδέει στο σύνολο τη γη και τη θάλασσα.


H απόδειξη της γνησιότητας ενός προϊστορικού αντικειμένου παραμένει ωστόσο δύσκολη υπόθεση. H ανάπτυξη της τεχνολογίας συνηγορεί σε αυτό, ενώ από την άλλη η αξία του συνιστά την πρόκληση για παρανομία. Μελέτες αλλά και βιβλία έχουν γραφεί για τα κίβδηλα ευρήματα του προϊστορικού Αιγαίου, πολλά από τα οποία είναι ακόμη σε κυκλοφορία. Οι μορφές της κιβδηλείας είναι πολλές και τα νερά βαθιά για όποιον επιχειρεί να τις ξεδιαλύνει.


ΣΥΜΒΟΛΟ ΕΞΟΥΣΙΑΣ, ΠΙΣΤΗΣ ΑΛΛΑ KAI ΚΟΣΜΗΜΑ Μια ιστορία χωρίς τέλος


Ενας κρίκος από μέταλλο, συνήθως πολύτιμο, σύμβολο εξουσίας, πίστης αλλά και κόσμημα. H καταγωγή του δαχτυλιδιού τοποθετείται στην εποχή του Χαλκού και προϊστορικές φυλές όπως αυτή των Καβείρων, που γνώριζαν τη μυστική τέχνη της χαλκουργίας, θεωρείται ότι το είχαν ως ένα από τα εμβλήματά τους. Στην αρχή ήταν πολύ απλό, ήδη όμως από την εποχή του Κρητομυκηναϊκού πολιτισμού, γύρω στα 1800 π.X., έγινε περίτεχνο. Την ίδια περίοδο διαδεδομένο ήταν και το δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, ανατολικής προέλευσης, για να σφραγίζονται έγγραφα. Τύπος από τον οποίο διατηρείται η σημασία του ως συμβόλου εξουσίας. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν διακριτικό γνώρισμα κοινωνικής τάξης με διακοσμητικό στοιχείο συνήθως μία ανάγλυφη μορφή. Γνωστή είναι η παράδοση του Ηρόδοτου για το δαχτυλίδι του τυράννου της Σάμου, Πολυκράτους, στην εποχή του οποίου, όπως και παλαιότερα, τα δαχτυλίδια χρησιμοποιούνταν ως σφραγίδες. Γι’ αυτό και ο Σόλων είχε απαγορεύσει διά νόμου να κρατούν οι κατασκευαστές δαχτυλιδιών αντίτυπα.


Στη Ρωμαϊκή εποχή η διακόσμηση των δαχτυλιδιών εμπλουτίστηκε με λεπτότατα σκαλίσματα επάνω σε ημιπολύτιμους δακτυλιόλιθους ­ αν και οι πτωχοί αρκούνταν στους «άψηφους» ή «άλιθους». Τα δαχτυλίδια του αρραβώνα και του γάμου υπήρχαν ήδη από την αρχαιότητα και θεωρούνταν σύμβολα πίστης, παράδοση την οποία παρέλαβαν και οι χριστιανοί. Στη χριστιανική θρησκεία άλλωστε η εξουσία και η τιμή που συμβολίζεται με το δαχτυλίδι φαίνεται από την παραβολή του Ασώτου. Από τον 7ο αιώνα το δαχτυλίδι χρησιμοποιήθηκε στη Δύση ως διακριτικό σήμα των παπών, επισκόπων και άλλων, ενώ από τον 13ο κάθε νέος πάπας λαμβάνει με την εκλογή του το χρυσό «Δαχτυλίδι του αλιέως» με παράσταση του αλιεύοντος Πέτρου. Με το δημοτικό τραγούδι του «Γιοφυριού της Αρτας» η σημασία του δαχτυλιδιού περνά και στη λαϊκή παράδοση. Και αργότερα το «Δαχτυλίδι της μάνας» του Μανώλη Καλομοίρη με αλληγορικό περιεχόμενο σχετικά με τον ελληνισμό, αλλά και σε ευθεία σύνδεση με το «Δαχτυλίδι του Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ, υιοθετεί τον συμβολισμό του αντικειμένου. Τέλος στη σύγχρονη εποχή η τέχνη του κινηματογράφου δίνει τη δική της πρόταση με τον «Αρχοντα των δαχτυλιδιών». Είναι μια ιστορία χωρίς τέλος.