Προερχόμενοι από την Πιερία, την αρχέγονη κοιτίδα των Μακεδόνων, πέρασαν προς τη Βορειοδυτική Μακεδονία και στη συνέχεια προς τον Νότο. Και κατά τον 13ο-12ο αιώνα π.X. είχαν επεκταθεί σε όλη την ορεινή περιοχή της κεντρικής και δυτικής οροσειράς της Πίνδου καταλαμβάνοντας την κεντρική θέση μεταξύ των ελληνόφωνων, συγγενών τους φύλων, των Χαόνων, των Θεσπρωτών και των Κασσωπαίων προς το μέρος της θάλασσας, των Αμβρακιωτών προς τα νότια και των Αθαμάνων προς τα νοτιοανατολικά. Οι Μολοσσοί, για τους οποίους λίγες είναι οι γνώσεις μας σήμερα, επί σχεδόν επτά αιώνες και πριν από την επέκταση του κράτους τους προς Νότον, επί βασιλέως Πύρρου, θα ενέμοντο την ορεινή και δύσβατη ενδοχώρα με τις μικρές ενδιάμεσες πεδιάδες της Κόνιτσας, του Καλπακίου και των Ιωαννίνων. «Οι Μολοσσοί υπήρξαν από πλευράς πολιτικής ισχύος από τα σημαντικότερα φύλα που πρωταγωνίστησαν στις ιστορικές εξελίξεις στον χώρο της Ηπείρου» λέει η αρχαιολόγος δρ Αγγέλικα Ντούζουγλη. Και ο οικισμός τους, με το νεκροταφείο του μάλιστα, που η ίδια ανέσκαψε στο Λιατοβούνι της Κόνιτσας, ρίχνει φως στην παρουσία και στην ιστορία τους, η οποία περιέχει ακόμη πολλά σκοτεινά σημεία.


Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Ηπειρωτικών Σπουδών, η κυρία Ντούζουγλη βρέθηκε πρώτα μπροστά στον οικισμό, χτισμένο σε ένα πλάτωμα του λόφου Λιατοβούνι. H διάνοιξη μιας δοκιμαστικής τομής επιβεβαίωσε τις υποψίες για την ύπαρξή του αλλά, καθώς η ανασκαφή δεν έχει προχωρήσει ακόμη, η πυκνότητά του είναι άγνωστη και το μόνο σίγουρο είναι ότι τα κτίσματά του ήταν από φθαρτά υλικά με θεμέλια από μεγάλες κροκάλες, το μόνο δομικό υλικό που αφθονεί στην περιοχή. «Το νεκροταφείο αποκαλύφθηκε 150 μέτρα μακρύτερα σε ένα χαμηλό έξαρμα που καλλιεργείτο με κριθάρι και τριφύλλι. Και οι ταφές του καλύπτουν μια μακρά περίοδο από τα τέλη του 13ου – αρχές του 12ου π.X. αιώνα ως τα τέλη του 5ου π.X.» λέει η ίδια.


Σεβασμός στους νεκρούς


Συνολικά 103 ταφές ήρθαν στο φως κατά τις τρεις ανασκαφικές περιόδους κατά τις οποίες έγιναν οι έρευνες. Πρόκειται για λάκκους κυρίως, σκαμμένους μέσα στο φυσικό, αργιλώδες έδαφος, με τους νεκρούς ενταφιασμένους εκτάδην, ενώ λιθοσωροί κάλυπταν το άνοιγμα. «Οι νεκροί κτερίζονταν με όπλα, κοσμήματα και αγγεία αναλόγως του φύλου και της κοινωνικής τους θέσης και συγκεκριμένα οι άνδρες με το ζεύγος ακοντίων που συντρόφευε τις δραστηριότητές τους στη ζωή και με ένα μαχαίρι, το οποίο όμως συχνά συνόδευε και τις γυναικείες ταφές μαζί με λιγοστά κοσμήματα αλλά με πολλά αγγεία» λέει η κυρία Ντούζουγλη. Για να επισημάνει την ιδιαίτερη εικόνα που δίνουν οι ταφές του μολοσσικού αυτού οικισμού: τον νεκρό να περιβάλλεται με πολύ σεβασμό στην ατομικότητά του καθώς ελάχιστες είναι οι διπλές ταφές και στον κοινωνικό ρόλο που είχε μέσα στην κοινότητα. Ακόμη, ότι ενταφιαζόταν με βάση ένα αυστηρό τελετουργικό που δείχνει την κοινωνική συνοχή και την οργάνωση του οικισμού.


Στοιχείο αποκαλυπτικό για τη ζωή των κατοίκων του οικισμού και γενικότερα για τη δραστηριότητά τους αποτελεί ο μεγάλος αριθμός χάλκινων αγγείων τα οποία βρέθηκαν στο μολοσσικό νεκροταφείο. Τα χάλκινα αυτά αγγεία, όπως εξηγεί η ανασκαφέας, κατασκευασμένα από σφυρήλατο έλασμα με χυτές λαβές και πλαστικές προτομές, θεωρούνται προϊόντα της κορινθιακής χαλκουργίας του 6ου και του 5ου π.X. αιώνα, τα οποία έφθασαν στις μολοσσικές κώμες της ενδοχώρας, όπως επίσης και τα λεπτά κορινθιακά ή αττικά τέχνεργα, μέσω των αποικιών των πόλεων του Νότου στον Αμβρακικό ή στο Ιόνιο και στα παράλια της Αδριατικής. «Οι μολοσσοί κτηνοτρόφοι του οικισμού του Λιατοβουνίου διέθεταν πολύ παραγωγικό πλεόνασμα για να ανταλλάσσουν τα προϊόντα τους – δεδομένου ότι το νόμισμα δεν ήταν ακόμη σε χρήση στην περιοχή – με εργαλεία, γεωργικά είδη και πολύτιμα αντικείμενα γοήτρου» επισημαίνει η ίδια.


Ο οικισμός της Βίτσας


Ως τον εντοπισμό του οικισμού στο Λιατοβούνι μόνον ένας ακόμη μολοσσικός οικισμός είχε ανασκαφεί, στη Βίτσα, σε υψόμετρο 1.030 μέτρων, στον στενό αυχένα που δημιουργείται στο πέρασμα από το Ανατολικό Ζαγόρι προς τις κοιλάδες των Πεδινών και του Καλπακίου, ένας οικισμός με διάρκεια από τον 9ο ως τα τέλη του 4ου π.X. αιώνα. Οι ομοιότητες μεταξύ τους μάλιστα είναι μεγάλες. Παρ’ όλα αυτά, η κοιλάδα είναι γεμάτη από ανασκαφικά ευρήματα που δείχνουν μεγάλη διασπορά θέσεων, ιδιαίτερα στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου.


«Πρόκειται για εκμετάλλευση των αρετών του οικοσυστήματος της περιοχής από πολλές μικρές ομάδες εγκατεστημένες γύρω από τις όχθες των ποταμών» λέει η κυρία Ντούζουγλη. Διευκρινίζει ωστόσο ότι ως κεντρικά σημεία ίδρυσης των οικισμών επιλέγονταν λόφοι υπερυψωμένοι ώστε να βρίσκονται μακριά από την υγρασία των βάλτων και με δυνατότητα οπτικού ελέγχου της γύρω περιοχής. Οπως δείχνουν όμως τα ως τώρα ανασκαφικά δεδομένα, οι Μολοσσοί άργησαν πολύ να δημιουργήσουν πόλεις και να προσαρμοστούν στις δομές των προηγμένων πόλεων-κρατών του Νότου. Ετσι ως τον 4ο π.X. αιώνα, όταν άρχισαν να συγκεντρώνονται μέσα και γύρω από τειχισμένες ακροπόλεις, κατοικούσαν σε μικρές ανοχύρωτες κώμες σκορπισμένες σε παραποτάμιες και παραλίμνιες περιοχές.


Στους μετέπειτα αιώνες δύο υπήρξαν οι μεγάλες χρονολογικές ενότητες στην περιοχή: η πρώτη από τη βασιλεία του Πύρρου ως το 167 π.X., όταν καταστράφηκαν από τις λεγεώνες του Αιμίλιου Παύλου 70 οικισμοί της Μολοσσίας· και η δεύτερη από εκεί ως τους χρόνους του Αυγούστου και της ίδρυσης της Νικόπολης. H ανασκαφική έρευνα στο Λιατοβούνι μπορεί να έχει δώσει ενδιαφέροντα στοιχεία αλλά αυτά μόνο προκαταρκτικά μπορούν να σκιαγραφήσουν τον χαρακτήρα της παρουσίας των Μολοσσών στην περιοχή.


H Ηπειρος εξάλλου είναι μια περιοχή ελάχιστα ερευνημένη αρχαιολογικά, παρ’ ότι οι αναφορές αρχαίων θέσεων είτε από τα επιφανειακά ευρήματα είτε από τις γραπτές πηγές δεν λείπουν. «Σε ένα τόσο ευνοϊκό οικοσύστημα όπως αυτό της Ηπείρου η ένδεια αρχαιολογικών μαρτυριών θα ήταν ανεξήγητη αν δεν γνωρίζαμε ότι αυτή οφείλεται στην απουσία επισταμένης αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή» επισημαίνει η κυρία Αγγέλικα Ντούζουγλη. Το Λιατοβούνι ενδεχομένως να ανοίξει τον δρόμο για την αποκάλυψη της Ιστορίας.