» Δεν ζήτησα ποτέ γενναιοδωρία από τον θεατή »





Τον περασμένο Μάιο «Το Βήμα» δημοσίευσε το πρώτο μέρος της συνέντευξης που πήρε στο Φεστιβάλ των Καννών από τον Πέδρο Αλμοδόβαρ, με αφορμή την τελευταία (15η) ταινία του καταλανού σκηνοθέτη «Κακή εκπαίδευση». H πρώτη επιλογή ερωταπαντήσεων από μια κουβέντα που διήρκεσε περίπου 60 λεπτά δεν είχε μόνον κινηματογραφική αλλά κυρίως πολιτική χροιά, καθώς ο Αλμοδόβαρ, εκτός από την ταινία του, είχε τη διάθεση να μιλήσει και για εξωκινηματογραφικά θέματα τα οποία επίσης τον προβληματίζουν: όπως η τραγωδία από την τρομοκρατική επίθεση στο μετρό της Μαδρίτης («ήμασταν όλοι μέσα σε εκείνο το τρένο»), η σχέση του με την Εκκλησία («στην Ιστορία της Ισπανίας η Εκκλησία έχει υπάρξει η μεγαλύτερη σύμμαχος της εξουσίας και υπεύθυνη για μερικά από τα χειρότερα γεγονότα που έχουν συμβεί στη χώρα μου») και η επιστροφή της Δεξιάς σε πολλά κράτη του κόσμου («με τρομάζει πολύ»). Δύο εβδομάδες πριν από την πανελλήνια πρεμιέρα της «Κακής εκπαίδευσης» δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος της συζήτησης που αφορά, με μια ευρύτερη έννοια, τη σχέση του Αλμοδόβαρ με την τέχνη του αλλά και την αστείρευτη ανάγκη του να εκφράζει τα συνδεδεμένα με τη ζωή πάθη του στην οθόνη. Θυμίζουμε ότι ένας από τους κινητήριους μοχλούς της πολυεπίπεδης ταινίας του Αλμοδόβαρ, η οποία αρχίζει τη δεκαετία του ’60 και καταλήγει στη δεκαετία του ’80, είναι ο αρρωστημένος έρωτας ενός καθολικού ιερέα για έναν ανήλικο μαθητή του. Ωστόσο, όπως πάντα, έτσι και εδώ ο Αλμοδόβαρ πραγματεύεται συγχρόνως πολλά ζητήματα: την εκδίκηση, την ανδρική ομοφυλοφιλία, το ρίσκο που παίρνουμε καθημερινά με τις πράξεις και τα πάθη μας αλλά και τη σχέση του με τον ίδιο τον κινηματογράφο. Σε ό,τι αφορά τον εικαστικό τομέα, τέλος, είναι μια ταινία που αναδίδει «άρωμα κινηματογραφοφιλίας», καθώς μέσω της «Κακής εκπαίδευσης» ο Αλμοδόβαρ στέλνει μια ερωτική επιστολή σε όλα τα κινηματογραφικά είδη που λατρεύει με πάθος, από το μελόδραμα ως το φιλμ νουάρ.




– Τι παίζει για εσάς τον μεγαλύτερο ρόλο στη δημιουργία μιας ταινίας;


«Νομίζω η τύχη. Πολλά τυχαία πράγματα ορίζουν τη μοίρα μιας ταινίας. Για παράδειγμα, έξι χρόνια προτού γυρίσω το «Μίλα της» γνώρισα την Πίνα Μπάους. Την ερωτεύθηκα αμέσως, αυτήν και τη δουλειά της. Είχα ήδη γράψει το σενάριο του «Μίλα της» και ήξερα ότι ήθελα να αρχίσω την ταινία με ένα χορευτικό θέμα. Οταν είδα το Cafe Muller, ένιωσα ότι είχε έρθει σαν δώρο από τον ουρανό για την ταινία. Ηταν ένα θαύμα. Και η χορευτική σκηνή συζητήθηκε αρκετά».


– Πόσο τελειομανής είστε;


«Ποτέ μου δεν ένιωσα ότι έχω κάνει ένα αριστούργημα. Σε όλες τις ταινίες μου υπάρχουν σημεία για τα οποία αισθάνομαι υπερήφανος και σε όλες υπάρχουν σημεία που μισώ, τα οποία δεν θα μοιρασθώ μαζί σας γιατί έχω σκοπό να τα πάρω μαζί μου όταν πεθάνω. Για μένα τέλεια ταινία δεν υπάρχει, διότι για να γυρισθεί μια ταινία χρειάζονται πολλοί άνθρωποι, με αποτέλεσμα ο δρόμος προς την τελειότητα να αποκτά ακόμη περισσότερα εμπόδια. Χωρίς αυτό να σημαίνει, βεβαίως, ότι η τελειότητα δεν παύει να είναι ο στόχος μου. Πρέπει να την αναζητείς κάθε λεπτό – όταν γράφεις, όταν γυρίζεις, όταν μοντάρεις. Αν αναζητείς την τελειότητα, θα κερδίσεις το 50% των στόχων σου. Αν δεν είσαι τελειομανής, αυτό που θα κερδίσεις είναι ένα 5%».


– Ποια είναι η πιο κοντινή ταινία στους αρχικούς στόχους σας;


«Το «Μίλα της» ήταν πολύ κοντά σε αυτό που ήθελα. Επίσης, λατρεύω τον «Νόμο του πάθους». Για την «Κακή εκπαίδευση» δεν μπορώ να μιλήσω ακόμη. Δεν έχει μεσολαβήσει αρκετό διάστημα ώστε να κατασταλάξει μέσα μου».


– Ποια είναι η σχέση σας με τις ταινίες σας αφότου ολοκληρώνονται;


«Αυτομάτως ανήκουν στο παρελθόν. Δεν τις παρακολουθώ ποτέ. Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσεις τις ταινίες σου, όταν έχεις περάσει ατέλειωτες ώρες στα γυρίσματα ή στην αίθουσα του μοντάζ παίζοντας την ίδια σκηνή μπρος – πίσω 100 φορές. H διαδικασία κατασκευής μιας ταινίας καταστρέφει κάθε δυνατότητα στον σκηνοθέτη να γίνει θεατής του ίδιου του τού έργου. Είναι σαν τον αυνανισμό που δεν φτάνει στην ολοκλήρωση. Αυτό όμως είναι και το τίμημα της όλης υπόθεσης, διότι προσωπικά δεν αλλάζω με τίποτε όλη αυτή την αμεσότητα και την ένταση κάθε σταδίου κατασκευής μιας ταινίας. Βεβαίως, ο χρόνος είναι καλός βοηθός για να ξεπεράσεις κάπως αυτό το εμπόδιο. Πολλές φορές, όταν προβάλλεται κάποια ταινία μου στην τηλεόραση, πιάνω τον εαυτό μου να την παρακολουθεί στα κλεφτά».


– Κατά πόσο μια κοινωνική τραγωδία μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο σκέψης ενός καλλιτέχνη;


«Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω αν ο φόβος της τρομοκρατίας που τα τελευταία χρόνια έχει δημιουργηθεί στο σύστημά μας θα με επηρεάσει μελλοντικώς ως καλλιτέχνη. Προς το παρόν γράφω όπως ανέκαθεν έγραφα. Αλλωστε αυτό που πιστεύω ότι έχει αλλάξει δεν είναι ο τρόπος ζωής μας αλλά ο τρόπος με τον οποίο τροφοδοτούμε το σύστημά μας. Πάντως γενικότερος φόβος δεν με καταβάλλει όταν γράφω. Αυτό που πιθανότατα συμβαίνει είναι ότι κάποιος από τους ήρωές μου ίσως μεταφέρει τις φοβίες μου. Νομίζω ότι τη στιγμή που θα νιώσω φόβο ενώ γράφω ή για αυτά που γράφω, θα πρέπει να σταματήσω μια και καλή να γράφω. Ή να κάνω ακριβώς το αντίθετο, γράφοντας περισσότερο από ποτέ ώστε να ξεπεράσω τον φόβο».


– Πόσο δύσκολη υπόθεση είναι για έναν καλλιτέχνη να διατηρεί τα πάθη του «ζωντανά»;


«Το πάθος συνδέεται με τη ζωή και αυτός ο σύνδεσμος είναι αδιάσπαστος. Στην «Κακή εκπαίδευση» η τελευταία φράση του κεντρικού ήρωα αφορά το ότι θα συνεχίσει να γυρίζει ταινίες με πάθος, και μπορώ να πω ότι αυτή η φράση είναι το πιο αληθινό πράγμα σε ό,τι αφορά τη δική μου ζωή. Νομίζω ότι η δουλειά που κάνω δεν μπορεί να γίνει χωρίς πάθος. Πρέπει να έχεις μια τρέλα για αυτό που κάνεις, ειδάλλως δεν πρόκειται να βγει τίποτε ουσιώδες. Οταν γυρίζεις μια ταινία, υποφέρεις, κλαις, γελάς, έτσι όπως περίπου συμβαίνει με μια παθιασμένη αγάπη. H διαφορά έγκειται στο ότι με το πέρασμα του χρόνου η αρχική ένταση δεν αρχίζει να αδρανεί, όπως συμβαίνει με την παθιασμένη αγάπη, αλλά γίνεται όλο και πιο έντονη. Ακριβώς επειδή έχεις την ανάγκη του πάθους για να δημιουργήσεις.


Ολες οι επιρροές μου προέρχονται από την ίδια τη ζωή μου, το γούστο μου και τα πάθη μου. Για παράδειγμα, όταν στην «Κακή εκπαίδευση» το αγόρι τραγουδάει το «Moon river» από το «Πρόγευμα στου Τίφανι», είναι εμφανές ότι το τραγούδι αυτό είναι από τα αγαπημένα μου. Ηταν ένας τρόπος για να αποδώσω φόρο τιμής στον Μπλέικ Εντουαρντς, έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, στην Οντρεϊ Χέπμπορν, στον συγγραφέα Τρούμαν Καπότε, στον μουσικό Χένρι Μαντσίνι αλλά και στην ηρωίδα του βιβλίου, Χόλι Γκολντλάιτλι, η οποία για μένα είναι η πρώτη σπουδαία ηρωίδα της σύγχρονης λογοτεχνίας».


– Μιλώντας για τέχνη, έρωτα και πάθος, θα μπορούσατε ποτέ να συνδυάσετε και τα τρία κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων μιας ταινίας σας; Τι θα συνέβαινε αν ερωτευόσασταν κάποιον από τους συντελεστές της ταινίας;


«Κατά γενική ομολογία, όταν μια ταινία γυρίζεται ο σκηνοθέτης της δεν ακολουθεί ποτέ τους δικούς του κανόνες. Εγώ ωστόσο τους ακολουθώ. Οταν εργάζομαι, ο ερωτισμός που πιθανόν να υπάρχει ανάμεσα σε μένα και σε κάποιον από τους συντελεστές της ταινίας εξαφανίζεται. Δεν είναι μόνον εξαιρετικά πρακτικός αυτός ο κανόνας – να μην κοιμάσαι με τους συνεργάτες σου – αλλά για μένα είναι επίσης κάτι που επέρχεται με πολύ φυσικό τρόπο. Ισως το παράδειγμα που θα πω ακουστεί κάπως χυδαίο – γιατί οι άνθρωποι δεν είναι λάσπη -, αλλά νιώθω ότι εργάζομαι σαν τον γλύπτη που χειρίζεται clay. Οπως εκείνος μαλάζει τον πηλό για να βγάλει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα που έχει στο μυαλό του, έτσι και εγώ χαίρομαι να παίζω, να επεξεργάζομαι τους ανθρώπους. Και όπως ένας γλύπτης δεν θα μπορούσε ποτέ να ερωτευθεί το υλικό του, έτσι και εγώ φροντίζω να μην ερωτεύομαι κανέναν συνεργάτη μου όταν γυρίζω μια ταινία. Από την άλλη πλευρά, ο ερωτισμός μπορεί, όπως είπα, να εξαφανίζεται, αυτό δεν συμβαίνει όμως με την αμεσότητα και τον αισθησιασμό που υπάρχουν, διότι στη δουλειά του ηθοποιού είναι ανάγκη να υπάρχουν. Αλλά το σεξ απαγορεύεται διότι μπορεί να αποβεί η χειρότερη απειλή στην εξουσία του σκηνοθέτη».


– Εχετε κάποια συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής των ηθοποιών σας;


«Παραδέχομαι ότι μου αρέσουν τα όμορφα πρόσωπα γιατί πιστεύω ότι είναι καλό οι ήρωες να είναι ελκυστικοί – εκτός, βεβαίως, αν υπάρχει ένας δραματικός ή συγκεκριμένος αφηγηματικός λόγος ώστε να μην είναι. Οταν, για παράδειγμα, γυρίζεις την «Παναγία των Παρισίων» δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον Μπραντ Πιτ στον ρόλο του Κουασιμόδου. Στην «Κακή εκπαίδευση» ήθελα έναν διαβολικής ομορφιάς ηθοποιό, που να είναι ελκυστικός τόσο ως άνδρας όσο και ως γυναίκα. Νομίζω ότι ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ συνδυάζει και τα τρία, τόσο λόγω της σωματοδομής του (είναι σχετικώς βραχύσωμος) όσο και λόγω του ότι μητέρα και φύση τον προίκισαν με απίστευτα μάτια και ένα πολύ μεγάλο στόμα».


– Γιατί οι transsexuals παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο στις ταινίες σας;


«Οι transsexuals είναι παρούσες στις ταινίες μου επειδή είναι παρούσες στη ζωή μου. Εχω συναντήσει πολλές, κάποιες είναι φίλες μου, και είναι ευτυχές που αρκετές από αυτές νιώθουν ευτυχισμένες. Πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο για τις transsexuals να διατηρήσουν ισορροπίες. Το συναίσθημα ότι έχεις γεννηθεί σε λάθος σώμα, αγγίζει τα όρια της τραγωδίας. Από την άλλη πλευρά, αυτή η εσωτερική μάχη που δίνουν σε καθημερινή βάση για να εξωτερικεύσουν την πραγματική φύση τους, αυτός ο πόλεμος με το «λάθος» της φύσης τους με γοητεύει. Νομίζω ότι οι transsexuals είναι εξαιρετικά δυνατοί άνθρωποι, σωματικώς αλλά και πνευματικώς, γιατί χρειάζεται δύναμη και πολύ κουράγιο ώστε να αντιμετωπίσεις κατάματα την πραγματική φύση σου. Πάντως, τοποθετώντας στον πυρήνα μιας ιστορίας μια transexual, δυναμώνεις την ίδια την ιστορία διότι oι ετεροφυλόφιλοι ήρωες που την περιστοιχίζουν είναι αδύνατον να μην αντιδράσουν. Για μένα αυτή η δυναμική έχει εξαιρετικά δραματουργικό ενδιαφέρον».


– Θεωρείτε ότι υπήρξε κάποια κρίσιμη καμπή στη σκηνοθετική καριέρα σας;


«H ταινία «Το μυστικό μου λουλούδι» είναι η γραμμή που χωρίζει το είδος των ταινιών που γύριζα τη δεκαετία του 1980 από αυτές που άρχισα να γυρίζω την αμέσως επόμενη. Με το «Λουλούδι» νομίζω ότι μπήκα σε μια φάση ωριμότητας, αλλά και ίσως σε μια πιο μελαγχολική περίοδο. Νομίζω ότι από αυτή την ταινία ο πόνος στις ταινίες μου γίνεται πιο σαφής».


– Εχετε σκεφθεί την πιθανότητα να εργασθείτε στην Αμερική;


«Ο πειρασμός είναι μεγάλος – έχω πιάσει τον εαυτό μου να το σκέφτεται σοβαρά. Επίσης, πολύς κόσμος έχει προσπαθήσει να με πείσει να το κάνω. Αυτό που νομίζω ότι είναι σημαντικό για μένα – θα το χαρακτήριζα ζωτικής ανάγκης – είναι να εφευρίσκω μια περιπέτεια την οποία να ζω μέσα από το σινεμά. Ευτυχώς, ως τώρα τα κατάφερα με ιστορίες γραμμένες στη γλώσσα μου και ταινίες γυρισμένες στη χώρα μου. Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γυρίσω ταινίες αστρονομικού κόστους. Παρ’ όλα αυτά θα μου άρεσε να συνεχίζουν να με πιέζουν. Ποιος ξέρει, κάποια στιγμή ένα αμερικανικό στούντιο ίσως μου προτείνει να γυρίσω κάτι που πραγματικά να με ενδιαφέρει. Τότε θα πω «ναι»».


– Εχει γραφεί για εσάς ότι με τις ταινίες σας είναι σαν να κάνετε έρωτα με το κοινό. Το νιώθετε;


«Ομολογώ ότι θέλω να αφήνω αυτή την εντύπωση. H ιδέα και μόνον ότι το κοινό εξιτάρεται από τις ταινίες μου είναι υπέροχη. Υποθέτω ότι το ιδεώδες θα ήταν ο θεατής μιας ταινίας μου, βλέποντας τους δύο πρωταγωνιστές μαζί, να θέλει να βρεθεί στη μέση. Ωστόσο ποτέ δεν ζήτησα γενναιοδωρία από τον θεατή. Αυτή η αίσθηση που περιγράφω πρέπει να βγαίνει από τα βάθη της ψυχής του και για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει κατ’ αρχάς να είναι καλή η ιστορία».


– Ποια είναι η σχέση σας με το κοινό της Ισπανίας;


«Δεν κατάφερα να αποφύγω την εθνική δόξα. Μου αρέσει να νιώθω – και το νιώθω – τον κόσμο να με προσεγγίζει ανοιχτά. Είμαι δημοφιλής με την καλή έννοια του όρου, όχι σαν κάποιος απόμακρος διανοούμενος αλλά σαν άνθρωπος του λαού. Και νομίζω ότι έτσι νιώθω. Απλώς κάνω ταινίες. Ακούγεται ως μεγάλο προτέρημα, όμως κατά βάθος δεν είναι παρά μία ακόμη δουλειά. Το προτέρημα είναι ότι κάνω ακριβώς τις ταινίες που έχω στο μυαλό μου».


H ταινία «Κακή εκπαίδευση» θα διανεμηθεί από την εταιρεία Odeon την Παρασκευή 1η Οκτωβρίου.