Η κόρη του μεγάλου νονού της Εβδόμης Τέχνης δεν φοβήθηκε τίποτε στο σκηνοθετικό ντεμπούτο της. Ούτε να διασκευάσει για τη μεγάλη οθόνη το ζοφερό μπεστ σέλερ του Τζέφρυ Ευγενίδη



Η ίδια δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνα τα επικά μπάρμπεκιου στο σετ του «Αποκάλυψη τώρα». Ηταν μόλις τεσσάρων χρόνων το 1975, όταν ο πατέρας της Φράνσις Φορντ άρχισε να την τραβολογάει στο πεδίο της προσωπικής του μάχης πίσω από την κάμερα, με τα αχνιστά λουκάνικα που ετοιμάζονταν για τους τεχνικούς και το καστ να έχει ούτε λίγο ούτε πολύ τη μυρωδιά οβίδας, με το μπάτζετ της ταινίας να έχει προ πολλού «ξεφύγει», με τη μητέρα της Ελέανορ να καταχωρίζει κάθε λεπτό των γυρισμάτων στις Φιλιππίνες τον τυφώνα, το LSD, τις κρίσεις μεγαλομανίας του Μπράντο ­ στο «ημερολόγιό» της, μια ντοκυμαντερίστικη «Καρδιά του Σκότους» παραγεμισμένη με πολεμοχαρή παραισθησιογόνα. Η Σοφία γνωρίζει κατά βάθος ότι το οικογενειακό της περιβάλλον δεν είναι το «στάνταρ» ­ μάλλον γι’ αυτό στο σχολικό «βαλιτσάκι» με το κολατσιό της, ένα σάντουιτς με ζαμπόν και πίκλες, έχει φυλάξει και ένα μυστικό κλειδί. Αυτό που μια μέρα θα τη βοηθήσει να ανοίξει τη γιγάντια πόρτα και να δει, σαν άλλη ηρωίδα του Λούις Κάρολ, πώς είναι ο κόσμος έξω από την αυτοκρατορία Κόπολα.


Μικρό βιογραφικό


Σήμερα είναι 29 χρόνων, σύζυγος του Σπάικ Τζονζ (ο σκηνοθέτης που τρύπωσε για τα καλά «Στο μυαλό του Τζον Μάλκοβιτς») και με την πόρτα πλέον ορθάνοιχτη σκηνοθέτις της πρώτης δικής της ταινίας «The Virgin Suicides» («Οι αυτόχειρες παρθένοι»). Η Σοφία Κόπολα γνωρίζει βεβαίως ότι τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο αν το επώνυμό της ήταν «Σμιθ» ­ η Κάθλιν Τέρνερ και ο Τζέιμς Γουντς θα την είχαν πιθανότατα αφήσει να μιλάει ασκόπως στον τηλεφωνητή τους (αντί να δεχθούν στο άψε σβήσε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στην ταινία), το Χόλιγουντ απλώς θα άλλαζε πλευρό πάνω στο king size κρεβάτι του στο άκουσμα μιας ακόμη πρωτοεμφανιζόμενης εναλλακτικής σκηνοθέτιδος και οι κριτικοί θα ενοίκιαζαν ενδεχομένως την ταινία σε βίντεο. «Η αλήθεια είναι ότι όλοι απαντούν στα τηλέφωνά μου πολύ πιο γρήγορα…» παραδέχεται η ίδια στις συνεντεύξεις της στον ξένο Τύπο για να προσθέσει με την κομψά σιγανή, σχεδόν καπνισμένη, φωνή της: «Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να αποδείξω τις δυνατότητές μου, ίσως και να δουλέψω πιο σκληρά εξαιτίας του ονόματός μου».


Από ηθοποιός γίνεται σκηνοθέτις


Οι «Αυτόχειρες Παρθένοι» ήρθαν να τη σώσουν όχι μόνο από τις μόνιμες κατηγορίες περί νεποτισμού, αλλά και από το ρεσιτάλ κακής ηθοποιίας που είχε δώσει στον «Νονό ΙΙΙ» (1990). Δεν ήταν λίγοι τότε οι θεατές που αποχώρησαν έμπλεοι ευδαιμονίας από την κινηματογραφική αίθουσα, μόνο και μόνο που κάποιος είχε φροντίσει στο τέλος να γαζώσει με σφαίρες την ανεκδιήγητη μαφιόζα πριγκίπισσα (υποτίθεται θυγατέρα του Μάικλ Κορλεόνε – Αλ Πατσίνο). Οι κριτικοί έσπευσαν να την κρεμάσουν επί ξύλου (ο ίδιος ο Κόπολα αποφαίνεται: «Στην πραγματικότητα ήθελαν να χτυπήσουν εμένα») και η μόλις 18 Μαΐων Σοφία, που στο κάτω κάτω δεν είχε κανέναν καημό να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού, γίνεται σεναριογράφος, φωτογράφος, σχεδιάστρια μόδας ­ όχι απαραιτήτως με αυτή τη σειρά.


Ωσπου μια μέρα ο Θέρστον Μουρ, τραγουδιστής των «Sonic Youth», φρόντισε για κάποιο ανεξήγητο λόγο να πέσουν στα χέρια της οι «Αυτόχειρες Παρθένοι», το καλτ, όσο και να έχει εκφυλισθεί ο όρος, μπεστ σέλερ του Τζέφρυ Ευγενίδη (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Libro, μετ. Εφη Καλλιφατίδη). «Δεν συμβαίνει συχνά να διαβάσεις κάτι που να συμπυκνώνει την εφηβεία με έναν τόσο γνήσιο τρόπο» εξηγεί σήμερα η ίδια τι ήταν εκείνο που την έφερε πίσω στη φοδραρισμένη με μπεζ πολυέστερ δεκαετία του ’70, στο Grosse Pointe ένα μεγαλοαστικό προάστιο του Μίσιγκαν κοντά στις ηρωίδες του βιβλίου, τις πέντε αδελφές Λίμπσον «με τα αστραφτερά φουστανάκια τους, όλο δαντέλες και φρου φρου, που πήγαιναν να ξεχειλίσουν από καρπερή σάρκα» και την απονενοημένη απόφασή τους να αυτοκτονήσουν ­ πηδώντας από το παράθυρο στον φράκτη του κήπου, με υπνωτικά χάπια, ανάβοντας το γκάζι, με ένα ξυράφι στους παρθενικούς καρπούς. «Δεν συμβαίνει συχνά να διαβάσεις» λέει η Κόπολα κάτι που να εμπεριέχει το χιούμορ και την τραγικότητα αυτής της ηλικίας».


Το τελικό αποτέλεσμα


Οι «Τάιμς» του Λονδίνου δεν παρέλειψαν να επισημάνουν ότι η νεαρή σκηνοθέτις χρησιμοποιεί ως εφαλτήριό της τη «δυστυχία», μια έννοια «τόσο αντι-αμερικανική όσο ο Μαρξ». Και όμως στη χώρα που η ευτυχία είναι σχεδόν καταναγκαστική (δεν είναι τυχαίο ότι η φιλμογραφία που απευθύνεται σε εφήβους σπανίως απομακρύvεται από το δίπολο «Το κορίτσι του Μπέβερλι Χιλς» και «Καράτε Κιντ»), μόνο το 1996 4.358 νεαροί Αμερικανοί έκοψαν το νήμα της ζωής τους. Ούτε η Κόπολα ούτε βέβαια ο ίδιος ο καταγόμενος εκ Προύσης συγγραφέας των «Αυτοχείρων Παρθένων» δεν επιχειρεί να εξηγήσει τις αυτοκτονίες των αδελφών Λίμπσον. Σίγουρα οι υπερπροστατευτικοί με την καθολική «καραντίνα» γονείς τους (η μαμά ­ Κάθλιν Τέρνερ ­ ζητά μεταξύ άλλων από την κόρη της Λουξ να κάψει τον αγαπημένο της δίσκο των Kiss) δεν είναι το βασικό κομμάτι του παζλ. Τα αγόρια του Grosse Pointe, το συλλογικό «εμείς» της αφήγησης, ξέρουν ότι το να ζητάς να δώσεις εξήγηση στην εφηβική παραίτηση είναι «σαν να κυνηγάς τον άνεμο»: «Η ουσία των αυτοκτονιών δεν αποτελούνταν από θλίψη ή μυστήριο αλλά από απλό εγωισμό. Τα κορίτσια πήραν στα χέρια τους αποφάσεις που είναι καλύτερο να αφήνονται στον Θεό. Είχαν γίνει τόσο δυνατές, τόσο εγωκεντρικές, τόσο οραματίστριες, τόσο τυφλές που δεν μπορούσαν να ζήσουν ανάμεσά μας».


Πάλι καλά που οι γάλλοι Air εκλήθησαν από την Κόπολα για το επίπονο έργο της μουσικής επένδυσης της ταινίας. Η αλήθεια είναι ότι είχαν βαρεθεί να περνούν παντού ως τα «καρτούν του easy listening» (τουλάχιστον έτσι λένε οι ίδιοι), παρά το άκρως επιτυχημένο προηγούμενο άλμπουμ τους «Moon Safari», και δέχθηκαν αυθωρεί να εμφυσήσουν λίγο από τη ρετρο-κουλ λαγνεία τους στις «Αυτόχειρες Παρθένους». Ενα φιλμ που δεν διστάζει να δείξει ένα 13χρονο κορίτσι να φορά ένα παλιό νυφικό με ψαλιδισμένο ποδόγυρο και να πηδά ήρεμα από το παράθυρο λίγο προτού τεθεί σε λειτουργία το αυτόματο πότισμα.