Ο σκηνοθέτης


* Γεννήθηκε στις 17 Ιουνίου του 1936 στη βρετανική επαρχία και συγκεκριμένα στο Νάνιτον του Γουόργουικσαϊρ. * Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη. * Από τα φοιτητικά του χρόνια άρχισε να ασχολείται με το θέατρο, έγινε μάλιστα πρόεδρος του Δραματικού Συλλόγου του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης. * Επαγγελματικά εργάστηκε στο θέατρο αρχικά ως ηθοποιός ­ κάκιστος, όπως ο ίδιος θέλει να λέει ­ και στη συνέχεια ως σκηνοθέτης. * Το 1964 παρουσίασε την πρώτη τηλεοπτική του σκηνοθεσία. * Τρία χρόνια μετά, σκηνοθέτησε για τον κινηματογράφο την ταινία «Οχι δάκρυα για την Τζόι», παράλληλα όμως με την ενασχόλησή του με την εβδόμη τέχνη εξακολούθησε πάντα να κάνει τηλεόραση, ένα μέσον που τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα. * «Κες» και «Οικογενειακή ζωή» είναι οι τίτλοι των επόμενων κινηματογραφικών ταινιών του. * Ακολουθούν οι «Μπλακ τζακ» (1979), «Ματιές και χαμόγελα» (1981), «Πατρίδα» (1986), «Μυστική ατζέντα» (1990), «Ριφ-Ραφ» (1991), «Βροχή από πέτρες» (1993), «Ladybird, Ladybird» (1994), «Γη και ελευθερία» (1995), «Το τραγούδι της Κάρλα» (1996) και «Το όνομά μου είναι Τζο» (1998). * Η ταινία του «Ladybird, Ladybird» έχει τιμηθεί με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών. * Είναι αυτή μια από τις δεκάδες διεθνείς διακρίσεις με τις οποίες έχει τιμηθεί ο διάσημος σκηνοθέτης για την προσφορά του στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο.


Ημουν στο αεροπλάνο! Σκεφτόμουν τον άνθρωπο που θα συναντούσα έξι ώρες αργότερα, στο Λονδίνο, και διάβαζα τον Νίκο Σαββάτη, τον συνάδελφο που πριν από τρεις μήνες πήγε και αυτός στο Λονδίνο και συνάντησε τον Κεν Λόουτς. Ο Νίκος Σαββάτης τού έκανε μια υπέροχη συνέντευξη που περιλαμβάνεται στην ειδική έκδοση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο παράξενος αλλά εξαιρετικά ενδιαφέρων βρετανός σκηνοθέτης θα έρθει ο ίδιος στο Φεστιβάλ ως επίσημος προσκεκλημένος και θα δει μαζί με μας το μεγάλο αφιέρωμα στο έργο του το οποίο ετοίμασαν οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ. Εγώ όμως τώρα δεν είμαι στη Θεσσαλονίκη, είμαι στα σύννεφα! Η αεροσυνοδός μού προσφέρει άλλο ένα ποτήρι καφέ και εγώ πίνω μία ακόμη γουλιά και συνεχίζω το διάβασμα: «Η συνέντευξη αυτή», λέει στον πρόλογό του ο Νίκος Σαββάτης, «είχε προκαθορισθεί για τις 9.30 το πρωί της 6ης Αυγούστου 1998. Στα γραφεία της εταιρείας Parallax». Εκεί είναι και το δικό μου ραντεβού σκέφτομαι. Εχω πάρει νυχτερινή πτήση για να προλάβω πρωί πρωί να είμαι στο προκαθορισμένο σημείο! «Denmark Street… Ξεκίνησα λίγο νωρίτερα από το ξενοδοχείο μου» λέει ο Νίκος Σαββάτης «απολαμβάνοντας τους παλμούς του εξαιρετικά σπάνιου για το Λονδίνο καταγάλανου ουρανού! Και όσους ρωτούσα στον δρόμο γι’ αυτή τη μικρή οδό που οι περισσότεροι «Οδηγοί» της πόλης παραλείπουν, μου απαντούσαν με τη στερεότυπη φράση: «Ah, the road with the guitars» («Ααα, ο δρόμος με τις κιθάρες»)! Φθάνοντας εκεί το μυστήριο αυτής της απάντησης μου λύθηκε… Η μικρή κάθετος στην Charing Cross είναι γεμάτη μαγαζιά που πουλάνε ηλεκτρικές κιθάρες. Στον αριθμό 7, δίπλα στο ελληνικό βιβλιοπωλείο «Ζήνων», βρίσκονται τα γραφεία της Parallax. Το μικρό στρατηγείο όπου σχεδιάζονται μερικές από τις σημαντικότερες ευρωπαϊκές ταινίες των τελευταίων χρόνων…» Ο Νίκος Σαββάτης ήταν ο καλύτερος «οδηγός» γιά νά με οδηγήσει στον προορισμό μου με ακρίβεια λίγο αργότερα. Δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να φθάσω στην Parallax. Ο Κεν Λόουτς ήταν έτσι ακριβώς όπως τον φανταζόμουν. Ενας μεταξύ των υπολοίπων υπαλλήλων της εταιρείας παραγωγής. Ισως ο πιο σεμνός από όλους. Μας ζήτησε να περιμένω λίγο, χάθηκε σε ένα δωμάτιο πλάι και μετά από δέκα λεπτά εμφανίστηκε και μου πρότεινε να πάμε δίπλα στο ελληνικό βιβλιοπωλείο να κουβεντιάσουμε και να πιούμε ένα καλό εσπρέσο! Κατεβαίνουμε τις σκάλες του βιβλιοπωλείου και στο υπόγειο γύρω γύρω, ράφια με βιβλία και στη μέση, ένα τραπεζάκι με τρεις πολυθρόνες. Ο κόσμος χαζεύει βιβλία την ίδια ώρα που εμείς ταξιδεύουμε στην ψυχή και στη σκέψη του Κεν Λόουτς! Ολα γύρω είναι σαν να λένε «Απολαύστε τον Κεν Λόουτς ή διαλέξτε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη μας και διαβάστε το!». Ο Κεν Λόουτς, για όσους δεν τον ξέρουν, είναι ένα ανοιχτό, ενδιαφέρον βιβλίο. Οσοι από σας γυρίσετε σελίδα χωρίς να τον διαβάσετε… εσείς χάσατε! Αυτά.





­ Ωραία είναι εδώ…


«Κι εμένα μου αρέσει…».


­ Ερχεστε συχνά;


«Καθημερινά… Ερχομαι για έναν καφέ. Κάνω ένα ολιγόλεπτο διάλειμμα και πετάγομαι από το γραφείο μου ­ που είναι, όπως είδατε, ακριβώς δίπλα ­ για να πιω έναν καφέ και να χαζέψω κανένα βιβλίο. Από μικρός μού άρεσε να ζω ανάμεσα στα βιβλία… Τα βιβλία υπήρξαν σημαντική παράμετρος στη ζωή μου!».


­ Αλήθεια, τι είναι σημαντικό και τι όχι στη ζωή μας; Και πώς τελικώς διακρίνουμε τα σημαντικά από τα ασήμαντα;


«Για να καταλάβετε, αν ένα συγκεκριμένο καλλιτεχνικό έργο ή ένα γεγονός δεν μπορεί να μας επηρεάσει με κάποιον τρόπο, οποιονδήποτε τρόπο, αυτό για μένα σημαίνει ότι δεν πρόκειται για σημαντικό έργο ή γεγονός. Με αυτό που λέω βέβαια δεν αποκλείω προς στιγμήν ένα τέτοιο έργο να μας «ανεβάσει»… Δεν αποκλείω να μας κάνει να νιώσουμε προς στιγμήν όμορφα… Οταν όμως δεν είναι σημαντικό ένα έργο ή ένα γεγονός, η επιρροή του μέσα στον χρόνο ξεφτίζει, φθίνει. Επομένως σημαντικό θεωρείται ό,τι μας επηρεάζει δραστικά και ό,τι βεβαίως αντέχει στον χρόνο».


­ Ενα έργο τέχνης πρέπει να μας επηρεάζει πάντα; Αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που διακρίνουν το έργο τέχνης από ένα οποιοδήποτε άλλο έργο;


«Ναι, η τέχνη είναι μία από τις επιρροές που μπορεί να δεχθεί ένας άνθρωπος. Γιατί όμως το ρωτάτε αυτό; Νομίζω ότι είναι αυτονόητο… Αλήθεια, εσείς τι εννοείτε όταν λέτε τέχνη; Τι είναι τελικώς η τέχνη για εσάς;».


­ Αυτό ήθελα να ρωτήσω κι εγώ. (γέλια) Εσείς τι εννοείτε όταν λέτε τέχνη;


«Εξαρτάται από το σημείο αναφοράς όταν μιλάμε για τέχνη. Και μετά όταν μιλάμε περί τέχνης για τι πράγμα μιλάμε; Μιλάμε για τη μουσική, για τη ζωγραφική, για το σχέδιο, για την αρχιτεκτονική; Για ποιο από όλα αυτά τα είδη μιλάμε;».


­ Εγώ θα ήθελα να μιλήσουμε αρχικώς για την τέχνη με τη γενικότερη έννοια του όρου… η οποία περιέχει όλα αυτά που είπατε και τα υπόλοιπα που δεν είπατε…


«Ναι, μόνο που όλα αυτά ακούγονται λιγάκι αόριστα. Αναφέρεστε και στην τηλεόραση όταν αναφέρεστε στη γενικότερη έννοια της τέχνης; Περιλαμβάνετε σε αυτή τη γενική έννοια τις εφημερίδες και τη δημοσιογραφία; Δεν ξέρω αν με καταλαβαίνετε… Δεν ξέρω πώς έχετε συλλάβει μέσα στο μυαλό σας αυτό που εσείς ονομάζετε τέχνη και πόσο εννοούμε τα ίδια πράγματα όταν εκστομίζουμε αυτή τη λέξη οι δυο μας. Τις περισσότερες φορές οι άνθρωποι ­ όπως θα έχετε παρατηρήσει και εσείς ­ δεν μπορούν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Εχετε σκεφθεί το γιατί;».


­ Γιατί;


«Γιατί προτού αρχίσουν να επικοινωνούν ­ να μιλούν μεταξύ τους ­ δεν έχουν συμφωνήσει σε κάποιες βασικές αρχές. Μιλούν, μιλούν, και κάποια στιγμή καταλαβαίνουν την «αοριστία» κάποιων κοινών εννοιών που χρησιμοποιούν… Τις περισσότερες φορές λέμε την ίδια λέξη και το πιο πιθανό είναι να εννοούμε ο καθένας κάτι άλλο με τη λέξη αυτή…».


­ Το «μέσο» είναι αυτό που καθορίζει το τι είναι τέχνη ή ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε το «μέσο»;


«Θα σας επαναλάβω το ότι μου φαίνονται λίγο συγκεχυμένα όλα αυτά τα οποία με ρωτάτε… Οι λέξεις που προσπαθούν να τα περιγράψουν έχω την εντύπωση ότι είναι κάπως αόριστες. Οπως είναι πια αόριστη και η λέξη «σοσιαλισμός» για μένα. Ο καθένας χρησιμοποιεί πλέον αυτή τη λέξη όπως τον βολεύει και έτσι έχει καταντήσει να μην έχει κανένα νόημα. (γέλια) Δεν συμφωνείτε;».


­ Είναι φοβερό… Πώς κατάντησε έτσι αυτή η λέξη ­ «σοσιαλισμός» ­ που ενέπνευσε χιλιάδες ανθρώπους… Εν ονόματί της έγιναν πολλά καλά και ακόμη περισσότερα κακά… Πιστεύετε ότι όλα αυτά έγιναν χωρίς τελικώς να κατανοούν οι άνθρωποι τι σημαίνει η λέξη «σοσιαλισμός»;


«Νομίζω ότι στην αρχή το περιεχόμενο της λέξης αυτής ήταν πιο σαφές. Οι λέξεις υπάρχουν για να τις χρησιμοποιούμε, άλλο αν εμείς συχνότατα τις βιάζουμε… Η αοριστία των λέξεων είναι αποτέλεσμα αυτών των συνεχών βιασμών… Βιάζουμε τις λέξεις για να τις φέρουμε στα μέτρα των απόψεών μας. Αντί οι λέξεις να αποτελούν το όργανο που χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε τις απόψεις μας, καταλήγουμε οι λέξεις να είναι οι απόψεις μας… Επανερχόμενος στην αρχική ερώτησή σας ­ «Τι είναι η τέχνη; » ­ θα έλεγα ότι σήμερα πια η τέχνη είναι καθαρά θέμα αξιολόγησης. Γι’ αυτό γύρω μας ακούμε: «Αυτό είναι τέχνη, ενώ αυτό δεν είναι…». Λέμε αυτό και μετά ψάχνουμε να δούμε αν είναι «καλό» ή «κακό» το έργο τέχνης. Γι’ αυτό σας λέω ότι οι λέξεις πλέον έχουν χάσει το νόημά τους ­ τη χρησιμότητά τους θα έλεγα…».


­ Εσείς πώς βρεθήκατε να κάνετε αυτό και όχι κάτι άλλο στη ζωή σας; Τι είναι τελικά αυτό που καθορίζει την όποια πορεία μας;


«Σίγουρα δεν θα μπορούσα να γενικεύσω. Η απάντησή μου σε αυτό το ερώτημά σας μπορεί να στηριχθεί μόνο στις δικές μου εμπειρίες. Πιστεύω λοιπόν ­ όπως οι περισσότεροι άνθρωποι άλλωστε ­ ότι έφτασα εδώ όπου έφτασα κυρίως από τύχη. Ηταν δηλαδή θέμα τύχης ο δρόμος που πήρα, η ως τώρα πορεία μου…».


­ Θα θέλατε να γίνετε πιο σαφής; Τι εννοείτε όταν λέτε ότι ήταν θέμα τύχης;


«Οταν ήμουν νέος, ήθελα να γίνω ηθοποιός. Ως ηθοποιός όμως ήμουν πολύ «κακός». Γι’ αυτό και τον περισσότερο καιρό τον πέρασα διδάσκοντας και όχι παίζοντας. Κάποια στιγμή όμως έπιασα δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη στο θέατρο. Ε, αυτό ήταν η αρχή. Αν δεν ήμουν τόσο «κακός» ηθοποιός, δεν θα είχα γίνει ποτέ σκηνοθέτης…».


­ Καταλαβαίνω αυτό που μου λέτε, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί το να ξεκινάμε κάτι και τελικώς να κάνουμε κάτι άλλο, όπως λέτε κι εσείς, αποδεικνύει ότι η τύχη έβαλε το χέρι της για να κάνουμε ό,τι τελικώς καταφέραμε να κάνουμε στη ζωή μας…


«Μα δεν ήταν τύχη που ήμουν «κακός» ηθοποιός… Δεν είπα κάτι τέτοιο εγώ. Η τύχη μου έπαιξε τον ρόλο της αλλού…».


­ Προτού μου πείτε πού κατά τη γνώμη σας έπαιξε ρόλο η τύχη στην πορεία σας, θα ήθελα να μου διευκρινίσετε δύο απορίες που μου γεννήθηκαν από τα λεγόμενά σας: Πώς σε ένα παιδί μπαίνει η ιδέα να γίνει ηθοποιός και ποιος είναι για εσάς «κακός» ηθοποιός;


«Θα ξεκινήσω από τη δεύτερη απορία σας πρώτα… Λοιπόν, είναι πολύ απλό: «κακός» ηθοποιός είναι αυτός που δεν μπορεί να βρει δουλειά στο θέατρο, στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. (γέλια) Και κυρίως στο θέατρο… ».





­ Και πώς ένα παιδί προτού καλά καλά καταλάβει πού «πάν’ τα τέσσερα» επιλέγει να γίνει ηθοποιός;


«Καλά, μην το παρουσιάζετε και τόσο βαρύγδουπα… Ξέρετε πώς είναι τα παιδιά… Τους σφηνώνονται στο μυαλό διάφορες ιδέες. Ε, στην περίπτωσή μου μια τέτοια ιδέα ήταν το να γίνω ηθοποιός… Οποιος κι αν με ρωτούσε «τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις», εγώ του απαντούσα «ηθοποιός»… Κάποια στιγμή λοιπόν μου σφηνώθηκε στο μυαλό αυτή η ιδέα και άρχισα να διαβάζω όλη μέρα Σαίξπηρ. Κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα. Δεν έγιναν πάντως τόσο περίεργα όσο εσείς τα φαντάζεστε…». (γέλια)


­ Μάλιστα… Ας έρθουμε τώρα στην τύχη… Σε τι υπήρξατε τυχερός και καταλήξατε να κάνετε αυτό που κάνετε σήμερα;


«Αρχικώς ­ όπως σας είπα προηγουμένως ­ βρήκα αυτή τη δουλειά ως βοηθός σκηνοθέτη. Εκείνη την εποχή το BBC είχε αρχίσει να κάνει διάφορα ανοίγματα και έπαιρναν όλους όσοι ενδιαφέρονταν να κάνουν κάτι στην τηλεόραση. Τότε λοιπόν δεν ήταν καθόλου δύσκολο να μπεις στο BBC. Ξεκινούσε το BBC ως νέο κανάλι και τα πράγματα ήταν πολύ πιο χαλαρά. Ηταν μια πολύ καλή στιγμή ­ μια συγκυρία ­ και εγώ ήμουν πολύ τυχερός που μπόρεσα και βρήκα τότε δουλειά ­ ως σκηνοθέτης πλέον ­ στην τηλεόραση… Ετσι προσπάθησα και έκανα τις πρώτες ταινίες μου ειδικά για την τηλεόραση. Αυτό ήταν όλο… Τώρα που σας αφηγήθηκα την ιστορία μου, τι λέτε; Δεν ήταν θέμα τύχης που οδηγήθηκα σε αυτό που κάνω σήμερα;».


­ Εσείς σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε; Οι γονείς σας είχαν σχέση με αυτά τα πράγματα;


«Οχι. Ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρολόγος σε ένα εργοστάσιο που κατασκεύαζε μηχανήματα. Συγκεκριμένα δούλευε ως υπεύθυνος συντήρησης. Μεγάλωσα μέσα σε μια πολύ συνηθισμένη οικογένεια, η οποία ζούσε σε μια μικρή πόλη χωρίς τίποτε το ιδιαίτερο. Οι περισσότεροι άνθρωποι γνώριζαν την πόλη μας, επειδή περνούσε από εκεί το τρένο που πήγαινε προς τις βόρειες περιοχές. Κανείς βέβαια δεν σταματούσε στην πόλη μας ­ πολύ σπάνια είχαμε αφίξεις αγνώστων στην πόλη». (γέλια)


­ Δεν είναι παράξενο όμως που ένα παιδί ξεκινάει από εκεί, φτάνει στην άλλη άκρη του κόσμου, συναντά ανθρώπους, δημιουργεί πράγματα, τη στιγμή που όλοι οι άλλοι μένουν εκεί και συνεχίζουν να αγωνίζονται με τα ίδια και τα ίδια; Τι είναι τελικά αυτό που σπρώχνει κάποιους ανθρώπους να αλλάξουν τη μοίρα τους; Να γυρίσουν τη ζωή τους ανάποδα;


«Δεν ξέρω… Ισως η δύναμη της φαντασίας και μια αίσθηση επείγοντος… να δεις τι συμβαίνει γύρω σου ­ όχι μόνο στην πόλη όπου ζεις, αλλά παντού αν είναι δυνατόν… Γενικώς η περιέργεια είναι ένα «χέρι» που ανοίγει την πόρτα και σε κάνει φυγάδα… Εξαρτάται και από το πώς νιώθεις μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής σου! Την εποχή που εγώ ήμουν έφηβος, υποχρεούμεθα όλοι να υπηρετήσουμε τη στρατιωτική θητεία μας. Επομένως για δύο χρόνια, από τα 19 ως τα 21, έπρεπε να πας οπουδήποτε, όπου και αν σε έστελναν. Αυτομάτως αυτό το πράγμα έσπαζε τους δεσμούς με το σπίτι. Επειτα, ενώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης τα παιδιά συνήθως σπουδάζουν στα πανεπιστήμια της περιοχής τους, στη Βρετανία το πιο συνηθισμένο, όταν ξεκινάει ένα παιδί να πάει στο πανεπιστήμιο, είναι να πηγαίνει σε κάποια άλλη πόλη να φοιτήσει. Σ’ εμάς αυτό ήταν το φυσιολογικό. Ετσι λοιπόν στην αρχή έφυγα δύο χρόνια, για να υπηρετήσω τη θητεία μου στην αεροπορία, και στη συνέχεια άλλα τρία, για να σπουδάσω στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Δύο και τρία, πέντε. Υστερα από πέντε χρόνια μπορούσα πλέον να ζήσω οπουδήποτε. Ο ορίζοντας της περιέργειάς μου είχε τόσο πολύ μεγαλώσει που για μένα όλα πλέον ήταν δυνατά… Αυτά τα πέντε χρόνια με έπεισαν ότι μπορώ να ακολουθώ τη φαντασία και την περιέργειά μου όπου και αν με οδηγούν».


­ Μπορείτε να φανταστείτε πώς θα είχατε εξελιχθεί αν δεν είχατε φύγει από τη γενέτειρά σας;


«Δεν ξέρω… Το πιο πιθανό είναι να δίδασκα, να είχα γίνει ένας δάσκαλος ή κάτι γύρω από αυτό… Ευτυχώς, Θεέ μου, το απέφυγα…».


­ Γιατί ευτυχώς; Θα ήταν δυστυχία για εσάς να το γινόσασταν δάσκαλος;


«Ναι, μισώ τη διδασκαλία».


­ Γιατί;


«Είναι πολύ δύσκολη δουλειά».


­ Προηγουμένως είπατε ότι διδάξατε για κάποιο διάστημα;


«Ναι… Πολύ λίγο, όσο ήμουν ακόμη φοιτητής. Είναι τρομερά δύσκολο πράγμα η διδασκαλία…».


­ Δηλαδή είναι πιο δύσκολο το να διδάσκει κανείς από το να σκηνοθετεί;


«Δεν το συζητώ… (γέλια) Η σκηνοθεσία είναι διασκέδαση, είναι μια στιγμή μέγιστης χαράς… Την περίοδο που δίδασκα ήμουν σε μια τάξη 30 μαθητών, ηλικίας 11 ετών. Επί έξι ώρες κάθε μέρα έπρεπε να κάνω πολύ μεγάλη προσπάθεια, να αυτοσχεδιάζω, συνεχώς να εκθέτω τον εαυτό μου μπροστά σε αυτά τα παιδιά, προσπαθώντας να τους περάσω ό,τι σκεφτόμουν, όποια βεβαιότητα ή αβεβαιότητα μού δημιουργούσε κάθε ερώτημά τους… Στη σκηνοθεσία κάνεις αυτό που σκέφτεσαι και αισθάνεσαι, χωρίς εκείνη τη στιγμή που σκηνοθετείς να σκέφτεσαι τι μπορεί να φτάσει στους πιθανούς αυριανούς θεατές της ταινίας σου. Στη διδασκαλία ζεις συνεχώς με την αγωνία τού πώς θα καταφέρεις να φτάσουν και να μπουν αυτά που λες στα αφτιά και στις ψυχές τον μαθητών σου… Νομίζω ότι το να προσπαθείς να επιβληθείς σε μια τέτοια κατάσταση, σου τρώει πολλή ενέργεια. Πάντως πολύ περισσότερη από την ενέργεια που καταβάλλεις όταν φτιάχνεις ταινίες…». (γέλια)


­ Ποια είναι η πιο μεγάλη δυσκολία στην προσπάθεια ενός ενηλίκου να έρθει σε επαφή με ένα παιδί;


«Η δυσκολία βρίσκεται στο ότι υποχρεούσαι να προσαρμόσεις την επικοινωνιακή τακτική σου στις συνθήκες που θα βοηθήσουν το παιδί να καταλάβει τι θέλεις να πεις… Το ζητούμενο στην επαφή ενός ενηλίκου με ένα παιδί είναι το να του δώσεις να καταλάβει τι θέλεις να πεις. Στην ταινία λες με τον τρόπο σου ό,τι σκέφτεσαι και αισθάνεσαι, χωρίς να νοιάζεσαι για τον ενήλικο θεατή σου, τι θα καταλάβει… Ξέρεις ότι για να επικοινωνήσεις με τον απέναντί σου ­ όταν η επικοινωνία είναι μεταξύ ενηλίκων ­ χρειάζεται και ο απέναντι να κάνει μια προσπάθεια… Η επικοινωνία μεταξύ ενηλίκων απαιτεί κοινή προσπάθεια και από τις δύο πλευρές, ενώ στην επικοινωνία με ένα παιδί το βάρος της προσπάθειας πέφτει στον ενήλικο… Το θέμα σε αυτή την περίπτωση είναι πώς θα γίνει αντιληπτό από το παιδί αυτό που ένας ενήλικος προσπαθεί να του πει. Αυτό που σας περιγράφω τώρα είναι κάτι με το οποίο θα χρειαστεί να έρθω αντιμέτωπος σήμερα, επειδή το απόγευμα πρόκειται να κάνω μπέιμπι σίτινγκ στην εγγονή μου περίπου τρεις ώρες. (γέλια) Μόλις έχει αρχίσει να περπατάει ­ ακόμη δεν μιλάει ­ και νομίζω ότι με περιμένει πολλή δουλειά σε λίγες ώρες από τώρα». (γέλια)


­ Τι χάνουν τα παιδιά όταν ενηλικιώνονται;


«Υποθέτω ότι το πρώτο πράγμα που χάνουν είναι η αισιοδοξία. Οσο είσαι παιδί νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα, όλα μοιάζουν να είναι δυνατά. Ισως ένας πιο παραδοσιακός τρόπος για να τοποθετηθώ απέναντι στο ερώτημά σας θα ήταν να σας έλεγα ότι εκείνο που χάνουν μεγαλώνοντας είναι η αθωότητά τους. Στην πραγματικότητα όμως ποια είναι η σημασία της λέξης «αθωότητα»; Κατά τη γνώμη μου «αθωότητα» είναι το να μη γνωρίζεις τα όρια, το να μην έχεις αίσθηση των ορίων. Αυτό είναι και το πιο οδυνηρό πράγμα που μπορεί να χάσει ένα παιδί μεγαλώνοντας και μπαίνοντας στην κόλαση των ενηλίκων… Για μένα είναι η πρώτη σημαντική ήττα του ανθρώπου αυτή η απώλεια της παιδικής αίσθησης του ότι «όλα μπορούν να γίνουν». Η απώλειά της μας ανοίγει την πόρτα της διαδικασίας του «κοινωνικού καθορισμού». Αυτό είναι που λέμε «κοινωνική εκπαίδευση», από την οποία ξεκινούν και όλες οι συμβάσεις, με στόχο να περιορίσουν τις δυνατότητες ενός ανθρώπου και όχι να τις διευρύνουν. Τα παιδιά νομίζουμε ότι όσο είναι παιδιά δεν βλέπουν όσα βλέπουν οι ενήλικες γύρω τους… Ελα όμως που τα παιδιά βλέπουν γύρω τους ό,τι και οι άλλοι άνθρωποι, ό,τι και οι ενήλικοι δηλαδή… Και το πιο λυπηρό αυτής της διαπίστωσης ξέρετε ποιο είναι; Το ότι συνήθως τα παιδιά διδάσκονται από τους ενηλίκους μόνο την έλλειψη της ελπίδας και τον κυνισμό…».


­ Αυτή την κατάργηση της ελπίδας είναι που εκμεταλλεύθηκαν και τα περισσότερα πολιτικά κινήματα ­ για να μην πω όλα ­ ώστε να επηρεάσουν τις μάζες… Πάνω σε αυτό δεν στηρίχθηκαν; Στο να πουλάνε δηλαδή ελπίδα; Ακριβώς επειδή, όπως είπατε, χάνεται η ελπίδα με την ενηλικίωσή μας…


«Δεν θα συμφωνήσω μαζί σας… Εγώ δεν θα το έλεγα έτσι. Τα περισσότερα πολιτικά κινήματα στηρίζονται κυρίως στην προσπάθεια να καλύψουν τα άμεσα «θέλω» των ανθρώπων. Εξ ου και συνθήματα όπως «Ψωμί – Παιδεία – Ελευθερία». Και τα τρία ζητούμενα δηλαδή είναι πράγματα πάρα πολύ συγκεκριμένα. Κι αυτό που λέω ισχύει και για τη Δεξιά και για την Αριστερά. Οι λύσεις που προτείνουν όλα τα πολιτικά κινήματα και κόμματα είναι βραχυπρόθεσμες και αφορούν κυρίως το σήμερα».


­ Για εσάς ποια είναι η διαφορά μεταξύ δεξιών και αριστερών κινημάτων;


«Κατ’ αρχάς τα πραγματικά κινήματα δεν μπορούν παρά να ανήκουν στην Αριστερά και αυτά θέτουν ερωτήματα τα οποία θα βοηθήσουν τους ανθρώπους να καταλάβουν γιατί βρίσκονται εκεί που βρίσκονται και πού θα μπορούσαν να πάνε. Η κύρια διαφορά όμως μεταξύ αριστερών και δεξιών κινημάτων εστιάζεται τελικώς στις απαντήσεις και όχι στα ερωτήματα που τίθενται, χωρίς με αυτό που λέω να προσπαθώ να μειώσω την αξία των ερωτημάτων. Τα ερωτήματα όμως ­ στην εποχή μας, που έχουν αμβλυνθεί οι διαφορές μεταξύ αριστερών και δεξιών κινημάτων ­ είναι λίγο-πολύ τα ίδια. Οι απαντήσεις όμως διαφέρουν πολύ. Για παράδειγμα, οι απαντήσεις που δίνουν τα δεξιά κινήματα ­ σε αυτού του είδους τα κοινά ερωτήματα ­ είναι απαντήσεις που καλύπτουν μόνο τις ανάγκες τού σήμερα και αυτές ιδωμένες μέσα από μια φαντασίωση, μέσα από την ψευδαίσθηση ενός καλύτερου τρόπου ζωής, στηριζόμενου σε πλαστές ανάγκες».


­ Εσείς σήμερα νιώθετε ακόμη αριστερός;


«Το ελπίζω». (γέλια)


­ Τι εννοείτε σήμερα λέγοντας «είμαι αριστερός»;


«Το βρίσκετε απαραίτητο να προσπαθήσουμε αυτή τη στιγμή να δώσουμε έναν ακόμη ορισμό;».


­ Το ρωτάω επειδή στη χώρα μου υπάρχει μεγάλη σύγχυση γύρω από το ερώτημα ποιος θεωρείται «αριστερός» σήμερα. Να σκεφθείτε ότι στις τελευταίες δημοτικές εκλογές που έγιναν στην Ελλάδα ακούσαμε παραδοσιακά αριστερούς υποψηφίους να υποστηρίζουν ότι διεκδικούν τους αριστερούς ψηφοφόρους της Δεξιάς… (γέλια)


«Μην ανησυχείτε. (γέλια) Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Το κόμμα των Εργατικών έχει γίνει πλέον το κόμμα του κεφαλαίου. Και το παραδοσιακό κόμμα του κεφαλαίου ­ το κόμμα των Συντηρητικών, δηλαδή ­ έχει γίνει τόσο παλιομοδίτικο σε σημείο να θυμίζει το κόμμα των Τόρις όταν ήταν το κόμμα των τζέντλεμεν της υπαίθρου, της αριστοκρατίας, το οποίο στον 19ο αιώνα ήταν σε αντίθεση με το κόμμα των επιχειρηματιών και των βιομηχάνων. Σήμερα υπάρχει μια αναπαραγωγή του μοντέλου αυτού και φθάσαμε στον 20ό αιώνα να έχουμε ουσιαστικά δύο δεξιές παρατάξεις. Η μία υποστηρίζει την πορεία προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και είναι προετοιμασμένη να λάβει όλες τις στρατηγικές αποφάσεις που θα εξυπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου που ευνοείται από αυτή την κατεύθυνση ενώ η άλλη είναι σταθερά προσκολλημένη σε παραδοσιακές βρετανικές δομές εξουσίας όπως π.χ. η μοναρχία. Αυτό που ζούμε, δηλαδή, εδώ στη Βρετανία είναι ουσιαστικά η πάλη μεταξύ δύο κομμάτων της Δεξιάς. Το κόμμα δε που εκπροσωπούσε κάποτε την Αριστερά έχει υποστεί τέτοια μετάλλαξη που έχει καταλήξει να είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ήταν».


­ Παρ’ όλο, δηλαδή, που ήρθαν οι Εργατικοί στην εξουσία μετά από τόσα χρόνια, εσείς οι αριστεροί παραμείνατε και πάλι εκτός… (γέλια)


«Και βέβαια… Ετσι κι αλλιώς η Αριστερά όπως την εννοώ εγώ είναι δύσκολο να πάρει την εξουσία σήμερα».


­ Η Αριστερά όπως την εννοείτε εσείς σημαίνει συνεχής άρνηση της εξουσίας;


«Οχι, όχι. Δεν νομίζω ότι είναι έτσι. Εγώ όταν μιλάω για την Αριστερά έχω στο μυαλό μου ένα πολιτικό κίνημα που δίνει τη μάχη εναντίον του κεφαλαίου εν ονόματι των συμφερόντων της εργατικής τάξης».


­ Με συγχωρείτε, δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά αυτή την τελευταία φράση σας κάποιοι θα τη θεωρούσαν ξεπερασμένη από την ίδια μας την εποχή…


«Σήμερα γίνεται μεγάλη προσπάθεια να πεισθούμε όλοι ότι η νέα Αριστερά εκπροσωπείται από τις σοσιαλιστικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις που κέρδισαν τις εθνικές εκλογές των διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών. Το πρόβλημα της Αριστεράς τα τελευταία χρόνια πιστεύω ότι ήταν πρόβλημα ψευδοηγεσίας ­ σταλινικής από τη μία πλευρά και σοσιαλδημοκρατικής από την άλλη. Εννοώ ότι ορισμένα σοσιαλιστικά κόμματα καθοδηγήθηκαν από τον σταλινισμό και κάποια άλλα από τους σοσιαλδημοκράτες. Καμία όμως ψευδοηγεσία από αυτές δεν κατάφερε να μας πείσει ότι μπόρεσε να εκπροσωπήσει τα συμφέροντα των εργατών».


­ Τελικά όλη αυτή η διαδρομή μέσα από τον υπαρκτό σοσιαλισμό είχε κάτι ουσιαστικό να προσφέρει στην εργατική τάξη; Αν μπορούσαμε να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο και να επέμβουμε στις εξελίξεις ­ έχοντας την εμπειρία της αποτυχίας του υπαρκτού σοσιαλισμού ­, ποια λάθη που κάναμε δεν θα έπρεπε να επαναλάβουμε για να έχουμε πιο θετικά αποτελέσματα;


«Υπάρχουν στιγμές-κλειδιά σε αυτή την πορεία όπου η Αριστερά έχασε. Οπως υπάρχουν πολλές τέτοιες στιγμές τις οποίες όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε. Αν θέλουμε να ξεχωρίσουμε κάποια ως ιδιαίτερα σημαντική, θα λέγαμε ότι είναι η στιγμή που η Αριστερά αντιτάχθηκε στον Στάλιν. Αν τότε η ισορροπία των δυνάμεων ήταν διαφορετική, αν είχε νικήσει η αριστερή αντιπολίτευση, πιθανόν τα πράγματα σήμερα να ήταν εντελώς διαφορετικά. Εκτοτε κάθε επαναστατικό κίνημα που έβγαινε στο προσκήνιο έπρεπε να έχει το βλέμμα του στραμμένο στη Σοβιετική Ενωση, η οποία βέβαια είχε τη δύναμη να παραμορφώνει κάθε επαναστατική καλή πρόθεση. Επομένως, αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε μια ιδιαίτερα σημαντική στιγμή, νομίζω ότι θα ήταν αυτή. Διότι η ήττα της αριστερής αντιπολίτευσης τότε μόλυνε κάθε μετέπειτα ενέργεια της Αριστεράς και κατά συνέπεια μόλυνε και όλα όσα συνέβησαν έκτοτε εντός και εκτός Σοβιετικής Ενωσης».


­ Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι μαθαίνουν από την Ιστορία;


«Μόνον οι άνθρωποι που είναι πολιτικοποιημένοι μπορούν να μάθουν από την Ιστορία. Η γενική τάση σήμερα είναι να αρνούμαστε την Ιστορία σχεδόν ολοκληρωτικά. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας δημιουργούν την αίσθηση ότι εμείς είμαστε η Ιστορία, ότι Ιστορία είναι αυτό που συμβαίνει εδώ και τώρα. Το παρελθόν είναι σχεδόν σαν να έχει διαγραφεί για τα μέσα ενημέρωσης. Δεν ξέρω αν συμφωνείτε. Εγώ πάντως βλέποντας τηλεόραση νιώθω ότι ο κόσμος γεννήθηκε πριν από δύο ώρες το πολύ. Εσείς;». (γέλια)


­ Συμφωνώ απολύτως. Οι άνθρωποι λειτουργούμε σαν να είμαστε γεννήματα της στιγμής. Φοβάμαι όμως ότι, αν λείψει η αίσθηση του παρελθόντος από τους ανθρώπους, θα είναι σαν να είμαστε σε ένα λεωφορείο που τρέχει και εμείς δεν έχουμε από πού να κρατηθούμε. Θεωρώ, δηλαδή, ότι μεγαλώνει ο κίνδυνος όσο αποκόπτεται ο άνθρωπος από το παρελθόν του, από τη συνέχειά του…


«Ακριβώς. Συμφωνώ μαζί σας. Βγαίνεις, ας πούμε, εκτός κέντρου, σε μια πόλη και βλέπεις έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων οι οποίοι ζουν χωρίς δουλειά και χωρίς ελπίδα, οι οποίοι ό,τι λεφτά έχουν τα ξοδεύουν για να πάρουν ναρκωτικά… Βλέπεις την απελπισία και το κενό στα μάτια των ανθρώπων που τα μαλλιά τους έχουν ασπρίσει… Μιλάμε για χιλιάδες ανθρώπους που ζουν σαν να είναι χαμένοι σε κάποιο νησί χωρίς καμία αίσθηση της όποιας καταγωγής τους, αγκιστρωμένοι μόνο στο σήμερα».


­ Γιατί γίνεται όλη αυτή η προσπάθεια των μίντια να επιβάλουν το εφήμερο; Γιατί ενοχλεί η παρουσία του παρελθόντος στο παρόν;


«Τα μίντια παίζουν τον ρόλο του δεσμοφύλακα. Πολλοί προς στιγμήν νόμιζαν ότι ο «πολιτισμένος» κόσμος κατήργησε τους δεσμοφύλακες. Δυστυχώς οι δεσμοφύλακες συνεχίζουν να υπάρχουν. Μόνο που σήμερα ο δεσμοφύλακας είναι ηλεκτρονικός. Οι άνθρωποι-δεσμοφύλακες με γκλομπ και μουστάκια είναι είδος προς εξαφάνιση πια. Τη θέση του παλιού τύπου δεσμοφύλακα πήρε στις ημέρες μας η τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι πάντα στα χέρια της εξουσίας, επομένως χρησιμοποιείται προς όφελός της, όπως είναι φυσικό».


­ Δεν θα διαφωνήσω σε αυτό που λέτε. Απλώς θα μου επιτρέψετε να επιμείνω λίγο στο γιατί η εξουσία χρησιμοποιώντας τον ηλεκτρονικό δεσμοφύλακά της ­ όπως λέτε ­ προσπαθεί να αποκόψει τους ανθρώπους από το παρελθόν τους. Ποιο το όφελος της εξουσίας από τη θεοποίηση του εφήμερου;


«Το παρελθόν είναι το στήριγμα των ανθρώπων, οι συγγένειές τους, οι δεσμοί τους. Η εξουσία δεν θέλει ανθρώπους ασφαλείς, με αρχές και δεσμούς. Ετσι μόνο μπορεί να κάνει ό,τι θέλει τους ανθρώπους. Οι άνθρωποι χωρίς ελπίδα, χωρίς δεσμούς, είναι ορφανοί. Φύλλα στον άνεμο, έρμαια στις διαθέσεις της».


­ Σε τέτοιες περιόδους όπως αυτή που ζούμε ο ρόλος των καλλιτεχνών θα πρέπει να είναι πολύ καθοριστικός, δεν νομίζετε;


«Σίγουρα, συμφωνώ, αλλά για όλους τους δημιουργούς, είτε είναι σκηνοθέτες του κινηματογράφου είτε συγγραφείς είτε οτιδήποτε άλλο, εφόσον λειτουργούν μεμονωμένα, δηλαδή ο καθένας από μόνος του, τα πράγματα που δύνανται να κάνουν είναι πολύ περιορισμένα γιατί το ρεύμα είναι συνήθως πιο ισχυρό και έχει τη δύναμη να «κουκουλώσει» τα πάντα, ακόμη και τη συλλογική συνείδηση, η οποία, μη έχοντας και πολλά περιθώρια να λειτουργήσει, σιγά σιγά εξασθενεί. Είναι πολύ δύσκολο για μεμονωμένα άτομα ­ δασκάλους, συγγραφείς, καλλιτέχνες ­ να πάνε κόντρα στο ρεύμα. Είναι σαν να προσπαθεί ένα βότσαλο να ορθώσει το ανάστημά του στη φορά του ποταμού. (γέλια) Δεν γίνεται. Ολη η Ευρώπη είναι όμηρος πια του εφήμερου που διαφημίζει η τηλεόραση».


­ Θα συμφωνήσω ότι όλη η Ευρώπη είναι όμηρος του εφήμερου αλλά στην Ελλάδα είναι λίγο χειρότερα τα πράγματα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη. (γέλια).


«Πάντα εκεί όπου ζούμε νομίζουμε ότι είναι λίγο χειρότερα». (γέλια)


­ Είπατε πριν ότι όταν σας μπήκε η ιδέα να γίνετε ηθοποιός αρχίσατε να μελετάτε σαν τρελός Σαίξπηρ. Γιατί Σαίξπηρ ειδικά;


«Ξεκίνησα μάλλον από το σχολείο. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά για τον Σαίξπηρ. Επειτα η πόλη όπου μεγάλωσα, η οποία κατά τα άλλα δεν έχει τίποτε το σημαντικό, είναι πολύ κοντά στο μέρος όπου γεννήθηκε ο Σαίξπηρ. Η πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Σαίξπηρ ήταν ένα μέρος πολύ όμορφο όπου πηγαίναμε όλοι από τις γύρω πόλεις τα Σαββατοκύριακα για να περπατήσουμε. Πήγαινα και εγώ εκεί με τους γονείς μου. Περπατούσα εκεί όπου έκανε τα πρώτα βήματά του ο Σαίξπηρ, καθόμουν με τις ώρες και χάζευα το σπίτι όπου μεγάλωσε κάνοντας χίλιες και μία σκέψεις. Ξέρετε, υπάρχει και ένα θέατρο εκεί όπου πηγαίναμε αρκετά συχνά με το σχολείο. Εγώ γύρω στα 14-15 πήγαινα ως εκεί με το ποδήλατο μόνος για βόλτα ­ ήταν γύρω στα 15 χιλιόμετρα από το σπίτι μου».


­ Εχετε καταλάβει τι είναι αυτό που κάνει τα έργα του Σαίξπηρ να αντέχουν στον χρόνο;


«Είναι πολλά πράγματα, κυρίως όμως η δυνατότητα που είχε ο Σαίξπηρ να καταλαβαίνει πώς είναι φτιαγμένοι οι άνθρωποι. Ο Σαίξπηρ είναι ένας από αυτούς που κατάφερε, καταλαβαίνοντας εκείνον και τα έργα του, να καταλαβαίνουμε καλύτερα τους ίδιους μας τους εαυτούς. Αναγνωρίζουμε στα έργα του πράγματα που αφορούν όχι μόνον εμάς αλλά και τους άλλους που βρίσκονται γύρω μας. Τα έργα του είναι συνδεδεμένα με την ανθρώπινη φύση ­ είναι η ακτινογραφία της ανθρώπινης φύσης. Οι σκηνές είναι καταπληκτικές ­ ο τρόπος δηλαδή με τον οποίον μπλέκονται μεταξύ τους οι λέξεις και δημιουργούν διάφορες καταστάσεις, σκιαγραφούν την εικόνα ενός κόσμου ολοκληρωμένου και ικανού να απορροφήσει όλο το ενδιαφέρον του θεατή, ειδικά αν είσαι άνθρωπος σαν εμένα, που μου αρέσει πολύ η Ιστορία».


­ Τι είναι αυτό που σας συγκινεί στη μελέτη της Ιστορίας;


«Μελετώντας την Ιστορία αποκομίζεις μια αίσθηση διάρκειας, αιωνιότητας, βλέπεις τα πράγματα έξω και πέρα από τον χρόνο. Μαθαίνεις καλύτερα πώς λειτουργεί η τραγωδία ­ πράγμα που νομίζω ότι σου προσφέρει μια εξαιρετική ικανοποίηση ­ και μπορείς μετά να χρησιμοποιήσεις αυτή τη γνώση σου και στη δουλειά σου, προφανώς όχι με έναν άμεσο τρόπο αλλά βλέποντας πώς αντιδρούν οι χαρακτήρες, ο ένας σε σχέση με τον άλλον. Ξεκινάς από μια δραματική κατάσταση και βλέπεις πώς μέσα από τον τρόπο που λειτουργούν οι χαρακτήρες τα πράγματα κλιμακώνονται ώσπου να οδηγηθούν σε μια λύση. Το σχήμα αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό να το κατανοήσει ένας δημιουργός. Εγώ μυήθηκα σε αυτό το σχήμα από παιδί μελετώντας τον Σαίξπηρ σε βάθος. Είναι πολύ σημαντικό τι μαθαίνει και τι καταλαβαίνει ένας άνθρωπος στην παιδική ηλικία του. Εχω την αίσθηση ότι όλα αυτά που τελικώς μας φωτίζουν όταν μεγαλώνουμε είναι το καταστάλαγμα όλων όσα έχουμε απορροφήσει από μικροί. Τι να πω όμως σε έναν Ελληνα για την τραγωδία; Νομίζω ότι εσείς τα ξέρετε πολύ καλύτερα από μας όλα αυτά». (γέλια)


­ Υπάρχει διαφορά μεταξύ κωμωδίας και τραγωδίας ή είναι δύο διαφορετικές όψεις του ιδίου νομίσματος;


«Η μόνη διαφορά που υπάρχει αφορά το τέλος, το πώς τελειώνει δηλαδή η τραγωδία και πώς η κωμωδία. Κατά τα άλλα, η προσπάθεια να περιγράψουμε τη φύση των ανθρωπίνων σχέσεων νομίζω ότι είναι μια κωμικοτραγική διαδικασία».


­ Μπορείτε να μου διηγηθείτε ένα συνηθισμένο για κωμωδία τέλος και ένα αντιστοίχως σύνηθες τέλος τραγωδίας;


«Στην κωμωδία στο τέλος όλοι παντρεύονται και ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα (γέλια) ενώ στην τραγωδία πάντα κάποιος πεθαίνει στο τέλος».


­ Πιστεύετε ότι εν ζωή η μόνη πραγματική νίκη του ανθρώπου είναι αυτή απέναντι στον χρόνο; Μήπως η αιωνιότητα είναι το ζητούμενο των ανθρώπων;


«Και αν είναι αυτό το ζητούμενο, δεν νομίζω ότι είναι κάτι που οι άνθρωποι προσπαθούν να το πετύχουν συνειδητά. Μάλλον ως συμπέρασμα οδηγούμαστε ως εκεί. Θέλω να πω ότι για έναν άνθρωπο ο οποίος κάνει οικογένεια τα παιδιά είναι ένας τρόπος να εξασφαλίσει την αθανασία. Αυτή όμως είναι μια ανομολόγητη επιδίωξη».


­ Πώς γίνεται να πηγαίνει κανείς σε αυτό που τον ενδιαφέρει ακολουθώντας τον αντίθετο δρόμο ή καλύτερα μη χρησιμοποιώντας την πεπατημένη; Και ρωτώ εσάς γιατί είστε από τους λίγους που ξεκίνησαν από την τηλεόραση για να καταλήξουν στον κινηματογράφο…


«Και εγώ βρίσκω περίεργο το αντίθετο από αυτό που λέτε. Για μένα η πεπατημένη σήμερα είναι να ξεκινάς από την τηλεόραση και να πηγαίνεις στον κινηματογράφο, μια και η συντριπτική πλειονότητα των ταινιών σήμερα γυρίζονται έτσι ώστε να μπορούν να παιχθούν και στην τηλεόραση. Και το βρίσκω φυσικό να είναι έτσι αφού η τηλεόραση είναι πια ένας από τους κύριους χρηματοδότες της κινηματογραφικής παραγωγής. Είναι πολύ λίγες πια οι ταινίες αυτές που γυρίζονται για να παιχθούν μόνο στις κινηματογραφικές αίθουσες. Υπάρχει όμως μια γενικότερη προκατάληψη με την τηλεόραση προερχόμενη κυρίως από τους παλιούς κινηματογραφιστές. Εγώ αυτό δεν το καταλαβαίνω. Για τα «κακά» της τηλεόρασης σήμερα δεν φταίει η ίδια η τηλεόραση. Η τηλεόραση άλλωστε τι είναι; Είναι ένα μέσον, ίσως το πιο σημαντικό μέσο σήμερα».


­ Γιατί;


«Γιατί οι άνθρωποι τη βλέπουν σαν ένα κομμάτι της ζωής τους. Κατά κάποιον τρόπο η τηλεόραση καθορίζει το πώς βλέπουμε τον σημερινό κόσμο. Με τον κινηματογράφο είναι πιο ήπια τα πράγματα». (γέλια)


­ Η τηλεόραση θεωρείται από πολλούς ένα είδος εικονικής πραγματικότητας.


«Συμφωνώ. Αυτό όμως δεν την κάνει λιγότερο σημαντικό μέσο ­ το αντίθετο θα έλεγα. Απλώς την τηλεόραση σήμερα τη χαρακτηρίζει μια διαστροφή που νομίζω ότι χαρακτηρίζει και τον κινηματογράφο ­ ίσως με έναν άλλον τρόπο».


­ Τι διαστροφή;


«Τόσο στην τηλεόραση όσο και στον κινηματογράφο οι περισσότερες ταινίες παράγονται με τις προδιαγραφές εμπορεύματος και όχι καλλιτεχνικού έργου. Ολες οι ταινίες αποτελούν πλέον εμπορεύματα. Αυτή είναι η διαστροφή. Και όταν λέμε αποτελούν εμπορεύματα εννοούμε ότι φτιάχνονται με τέτοιον τρόπο που να μπορούν να πουληθούν ως εμπορεύματα και όχι για να μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον ή για να έρθουμε πιο κοντά ο ένας στον άλλον. Θα έλεγε κανείς ότι οι περισσότερες από αυτές τις ταινίες φτιάχνονται για να έχουμε και κάτι να βλέπουμε όσο θα τρώμε το ποπ-κορν που αγοράσαμε. Δίνεις τα μισά λεφτά για να αγοράσεις το ποπ-κορν και τα άλλα μισά για το εισιτήριο της ταινίας που θα βλέπεις όσο θα το τρως. Συνήθως αυτή είναι η αντιμετώπιση. Το κακό είναι ότι σήμερα αυτή τη διαστροφή την έχουν αποδεχθεί ως αξίωμα δημιουργίας και οι δημιουργοί. Από την άλλη, η τηλεόραση, τόσο στη χώρα μου όσο φαντάζομαι και στη δική σας, είναι υπό τον συνεχή και συνειδητό έλεγχο των πολιτικών που έχουν ως στόχο να κρατάνε τους ανθρώπους καθηλωμένους στη μέσα πλευρά των ορίων τους. Πρόκειται για έναν ανεπαίσθητο μηχανισμό με πολύ λεπτές αποχρώσεις και πολλά υπόγεια μηνύματα. Οι άνθρωποι οι οποίοι ασχολούνται με την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο ξέρουν πολύ καλά τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πουν, ποιες ισορροπίες πρέπει να κρατήσουν. Να σκεφθείτε ότι για να γίνει πιο πειστικός και αποτελεσματικός αυτός ο μηχανισμός οι κρατούντες την εξουσία των μέσων συχνά επιτρέπουν σε κάποιον από όλους να μιλάει και να αρνείται τον μηχανισμό, να είναι ο μόνος που λέει το σωστό. Βάζουν όμως όλους τους άλλους να λένε ότι αυτά που λέει αυτός ο συγκεκριμένος είναι ανοησίες. Ο τρόπος λοιπόν με τον οποίο λειτουργούν τα πράγματα στην τηλεόραση είναι αυτός του ανελέητου ελέγχου των πάντων, που ασκείται με επίφαση ανεξαρτησίας. Είναι τόσο λεπτός ο χειρισμός αυτός που δύσκολα μπορεί να γίνει αντιληπτός. Κάπως έτσι νομίζω ότι λειτουργεί και η ιδέα της Εκκλησίας. Ο στόχος της είναι να ελέγχει τις συνειδήσεις των ανθρώπων αλλά να πείθει τους πάντες ότι η πρόθεσή της δεν είναι να ελέγχει κανέναν».





­ Πώς ένας άνθρωπος σαν εσάς ­ με πρόθεση να φωτίσετε τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων ­ καταφέρνει να διεισδύσει και να στείλει το μήνυμα χρησιμοποιώντας αυτόν τον μηχανισμό ελέγχου και εξάρτησης;


«Νομίζω ότι το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να βασισθεί στον μύθο της φιλελεύθερης δημοκρατίας και να τον χρησιμοποιήσει όσο περισσότερο μπορεί ­ μιλάω τώρα περισσότερο για τη χώρα μου και ειδικότερα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα μέσα εκπομπής μηνυμάτων στη Βρετανία. Εγώ εκμεταλλεύομαι όσο μπορώ περισσότερο τον μύθο για τα μέσα που υπάρχει στις ανεπτυγμένες δημοκρατίες».


­ Τι λέει αυτός ο μύθος;


«Οτι υπάρχει ελευθερία απόψεων στα μέσα, ότι επιτρέπονται οι ελεύθερες συζητήσεις κι όλα αυτά τα γνωστά, ξέρετε… Βέβαια, αυτά που περιγράφει ο μύθος γίνονται σπάνια. Μία στις τόσες, όμως, ο μύθος της φιλελεύθερης δημοκρατίας στα μέσα δίνει το βήμα σε ορισμένες ριζοσπαστικές απόψεις. Αυτό το κάνει για να συντηρείται η επίφαση της ελευθερίας της γνώμης. Εγώ αυτές τις περιπτώσεις προσπαθώ να εκμεταλλευθώ. Ο κίνδυνος όμως για κάποιον σαν και εμένα ­ που ψάχνει να εκμεταλλευθεί αυτές τις περιπτώσεις ­ είναι να μετατραπεί σε γελωτοποιό του βασιλιά βγαίνοντας και λέγοντας πράγματα τα οποία υποτίθεται ότι του επιτρέπουν να λέει ενώ γενικά είναι πράγματα που δεν λέγονται από τα μέσα».


­ Σκέφτεστε ότι μπορεί να γίνεστε το άλλοθι του συστήματος;


«Πολλές φορές το σκέφτομαι και αυτό. Η (έντεχνη) δημιουργία της συναίνεσης νομίζω ότι είναι η καταλληλότερη φράση για να περιγράψει κανείς την όλη διαδικασία της σχέσης μου με το σύστημα. Τόσα χρόνια ή θα μου βγάζουν μια εκπομπή εκτός προγράμματος ή θα μου την καθυστερούν ή θα την παίζουν σε κάποιο κανάλι που δεν το βλέπει πολύς κόσμος. Είναι ένας πόλεμος που κρατάει πολλά χρόνια και έχει πρόθεση να με εξαντλήσει. Αυτός ο πόλεμος επικεντρώνεται κυρίως στα ντοκυμαντέρ και στα τηλεοπτικά προγράμματα που φτιάχνω κατά καιρούς. Ευτυχώς με τις ταινίες είναι διαφορετικά τα πράγματα. Αν οι άνθρωποι οι οποίοι επενδύουν σε αυτές βγάζουν λεφτά, τότε μπορείς να συνεχίσεις ­ και ας μην τους αρέσουν μερικές φορές αυτά που κάνεις και λες».


­ Για σας υπήρξε μια στιγμή που νιώσατε ότι δεν θα μπορούσατε να συνεχίσετε να κάνετε αυτό που κάνετε εξαιτίας του πολέμου που σας έχει κηρύξει το σύστημα;


«Να σας πω, τα πράγματα δυσκόλεψαν κυρίως στη δεκαετία του ’80 επειδή δεν μπορούσα να βρω λεφτά για να κάνω τις ταινίες που ήθελα και έτσι αναγκάστηκα να κάνω κάποια ντοκυμαντέρ για την τηλεόραση. Οταν έχεις να πληρώσεις το ενοίκιο και το σχολείο των παιδιών σου, είσαι υποχρεωμένος να βρεις έναν τρόπο να συνεχίσεις να προχωράς. Οι συγκυρίες φτιάχνουν τους ήρωες και τους επαναστάτες».


­ Υπάρχουν σύγχρονοι επαναστάτες; Το ρωτάω επειδή σήμερα έχουμε την αίσθηση ότι όλοι σχεδόν δίπλα μας έχουν αποδεχθεί την άνεση ως το κύριο ζητούμενο. Ακόμη και οι εργάτες ή οι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν δουλειά έχουν ως κύριο όραμά τους την αυριανή άνεσή τους…


«Η άνεση… Θεέ μου, αυτή η άνεση… Είναι αλήθεια ότι από τη στιγμή που οι άνθρωποι λύνουν το πρόβλημα της στοιχειώδους επιβίωσης νιώθουν ότι υπερασπίζονται κάτι χωρίς να συνειδητοποιούν ότι συνήθως η άνεση για την οποία παλεύουν είναι μια ουτοπία».


­ Η επανάσταση έχει πάντα να κάνει με την ουτοπία, με κάτι δηλαδή που δεν φαίνεται εφικτό τη δεδομένη χρονική στιγμή;


«Ακριβώς, μόνο που μιλάμε για πράγματα τα οποία είναι λογικό να τα ζητάει κανείς. Επίσης να ξεκαθαρίσουμε και κάτι ακόμη: δεν είναι ανάγκη να «γυαλίζει το μάτι σου» ούτε να κουνάς κόκκινη σημαία για να κάνεις μια επανάσταση».


­ Βέβαια είναι λίγο περίεργο αυτό που λέτε γιατί βλέπει κανείς ότι στην ιστορία της ανθρωπότητας σε περιόδους κοινωνικής ασφάλειας οι άνθρωποι γίνονται λιγότερο διεκδικητικοί.


«Ναι, γενικεύοντας κάπως τα πράγματα, θα μπορούσαμε να το πούμε και αυτό. Θυμάμαι όταν ήμουν παιδί στη δεκαετία του ’50 ­ δεν σας λέω το ’40, γιατί τότε ήταν ο πόλεμος ­ τα πράγματα ήταν πολύ σταθερά, πολύ ήσυχα, υπήρχε ασφάλεια, όλοι οι άνθρωποι είχαν δουλειά. Ηταν ήσυχα. Μεγαλώνοντας ένα παιδί εκείνη την περίοδο δεν ένιωθε απολύτως καμία απειλή. Ολα τα πράγματα έδειχναν να έχουν γερές ρίζες. Κι όμως τότε ξέσπασαν όλες οι τελευταίες επαναστάσεις που ζήσαμε».


­ Ωραία. Εστω ότι είναι έτσι τα πράγματα. Πώς τα εξηγείτε αν είναι έτσι;


«Δεν υπάρχει εξήγηση γενικότερη. Νομίζω ότι πολλά πράγματα μαζί δημιουργούν μια ενδιαφέρουσα συγκυρία. Οπως λένε και οι Κινέζοι, μακάρι να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Αυτό είναι το σημαντικό». (γέλια)


­ Αρα επηρεάζει τα μέγιστα η εποχή όπου γεννιόμαστε αυτά που τελικώς θα δημιουργήσουμε…


«Ναι, έτσι νομίζω. Γιατί κάθε εποχή έχει τη δική της συνείδηση και όλοι όσοι ζουν σε εκείνη την εποχή επηρεάζονται από αυτήν».


­ Πιστεύετε ότι ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται φέρει μέσα του κάτι ανεξήγητο; αυτό που συνήθως ονομάζουμε ταλέντο;


«Τι να σας πω… Αυτό που λέτε είναι σαν αυτή την κοινοτοπία που λέμε συνήθως: ότι ο κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός. Είναι μια κοινοτοπία η οποία είναι πέρα για πέρα αληθινή, παραμένει όμως κοινοτοπία. Μπορεί, δηλαδή, να είναι κοινοτοπία αλλά είναι αλήθεια. Παίζει κάποιο ρόλο στη ζωή μας το να αποδεχθούμε ότι υπάρχει ταλέντο; ή το να αποδεχθούμε ότι οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί; Δεν ξέρω… (γέλια) Εγώ πιστεύω ότι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν. Ο καθένας χρησιμοποιεί τη φαντασία του, παίρνει από κάπου μια ιδέα και την παντρεύει με κάποια άλλη, συναντά ανθρώπους που τον συναρπάζουν, που τον κάνουν να γελάει. Εγώ έτσι το βλέπω ­ σαν ένα ατελείωτο καλειδοσκόπιο ιδεών και σκέψεων που επιδρούν η μία πάνω στην άλλη. Πέρα από αυτό, δεν ξέρω να σας απαντήσω πιο συγκεκριμένα».


­ Εσείς διακρίνετε στην τωρινή σκέψη σας επιρροές από σκέψεις και έργα άλλων ανθρώπων; ανθρώπων, δηλαδή, που αν δεν είχατε συναντηθεί με τη σκέψη τους, ίσως και να ήσασταν διαφορετικός σήμερα;


«Οι γονείς προφανώς είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει έναν άνθρωπο. Επίσης είχα ένα δάσκαλο ο οποίος ήταν πολύ καλός ­ αν και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα δάσκαλο να θυμούνται ως βασική επιρροή τους. Αυτός που σας λέω εγώ ήταν πραγματικά πάρα πολύ καλός. Δεν ήταν γοητευτικός και μάλιστα ήταν και αυστηρός. Επίσης ορισμένοι από τους συγγραφείς με τους οποίους έχω συνεργασθεί υπήρξαν για μένα πάρα πολύ σημαντικοί ­ ειδικά ο Τζιμ Αλεν. Πρωτοσυνεργαστήκαμε πριν από πολλά χρόνια, το 1967. Είναι ένας άνθρωπος ο οποίος, ενώ έχει δουλέψει ως ανθρακωρύχος και ως οικοδόμος, είναι συγχρόνως και ακτιβιστής. Εκείνη την εποχή, που πρωτοσυνεργαστήκαμε για το BBC, είχαμε την ίδια ηλικία, την ίδια περίπου προέλευση, τις ίδιες απόψεις για το τι είναι δράμα».


­ Στον κινηματογράφο ποιες ήταν οι πρώτες επιρροές σας; Κατ’ αρχάς βλέπατε σινεμά;


«Οχι τίποτε το ιδιαίτερο. Παλαιότερα όμως πήγαινα αρκετά συχνά στο σινεμά και σίγουρα περισσότερο από όσο πηγαίνω τώρα. Μου άρεσαν πολύ οι ιταλικές ταινίες ­ ιδιαίτερα ο Ντε Σίκα. Τότε όλοι σχεδόν ήταν ερωτευμένοι με τη Μόνικα Βίτι. (γέλια) Δεν χρειάζεται βέβαια να σας πω ότι μου άρεσε το «νέο κύμα» του γαλλικού κινηματογράφου το οποίο χρονικά έτυχε να συμπίπτει με την εποχή που εμείς ξεκινούσαμε. Επίσης μου άρεσαν ορισμένα φιλμ του ανατολικοευρωπαϊκού κινηματογράφου ­ φιλμ τσέχων σκηνοθετών, πολωνών κλπ. Μου άρεσε πολύ και ο Μπρεσόν».


­ Μα ο Μπρεσόν είναι τελείως αντίθετος από σας…


«Ναι, αλλά οι ήρωες στις ταινίες του σού δίνουν την αίσθηση ότι είναι πολύ αυθεντικοί. Εκείνη την εποχή οι ταινίες του μάς είχαν εντυπωσιάσει».


­ Τι είναι αυτό που σας κάνει ανάμεσα σε δέκα ιδέες να επιλέγετε κάθε φορά μία, αυτή που θα κάνετε θέμα σε κάποια ταινία σας;


«Η οξύτητά της, το ότι πέρα από την αφήγηση έχει κάτι να σου πει για τον κόσμο, το γεγονός ότι οι ήρωες έχουν κάτι ασυνήθιστο που αποκαλύπτει πολλά για το πώς είμαστε οι άνθρωποι. Στη συνέχεια ξεκινάει η διαδικασία της συνεργασίας με τον συγγραφέα για να μπορέσουμε από κοινού να εμβαθύνουμε στην αρχική ιδέα».


­ Υπάρχουν ιδέες για τις οποίες μετανιώσατε που τις κάνατε ταινίες;


«Οχι, δεν θα το έλεγα. Απλώς μερικές φορές τυχαίνει να πιάσεις λάθος ένα θέμα αλλά αυτό το καταλαβαίνεις μόνο στο τέλος της δουλειάς».


­ Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει μια ιδέα να μη φθάσει στην ολοκλήρωσή της;


«Νομίζω η λάθος αξιολόγηση ­ είτε μιλάμε για τη λάθος αξιολόγηση της ισορροπίας μιας σχέσης είτε για τη λάθος αξιολόγηση μιας μεμονωμένης σκηνής. Ή μπορεί να πιάσεις λάθος τον ρυθμό και αυτό να το καταλάβει το κοινό και να χάσει το ενδιαφέρον του για μια ταινία. Γενικά, όμως, αν το σενάριο είναι εντάξει, προτού αρχίσεις τα γυρίσματα, συνήθως δεν έχεις τέτοια προβλήματα. Αν είναι λάθος το σενάριο, τότε ό,τι και να κάνεις δεν μπορείς ποτέ να το σώσεις. Δεν υπάρχει περίπτωση η ταινία να σου βγει καλή».


­ Πιστεύετε στη διάκριση μεταξύ «καλού» και «κακού» σκηνοθέτη;


«Ενας σκηνοθέτης μπορεί να είναι καλός ή κακός με διαφορετικούς τρόπους. Μερικές φορές τυχαίνει να είναι τελείως ανίκανος αλλά όταν συμβαίνει αυτό νομίζω ότι είναι προφανές. Καμιά φορά οι άνθρωποι ξεγελιούνται. Μπορεί η αυτοπεποίθηση ενός σκηνοθέτη να τυφλώσει τους κριτικούς σε σημείο που να μιλάνε με τόσο καλά λόγια για μια ταινία ώστε να σε κάνουν στο τέλος να πιστέψεις ότι είναι καλή ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι. Το μόνο που μπορεί να σώσει μια κακή ταινία είναι η προπαγάνδα».


­ Υπάρχει περίπτωση να επιλέξετε έναν ηθοποιό ο οποίος μπαίνοντας σιγά σιγά στον ρόλο να σας κάνει να αλλάξετε πράγματα από το αρχικό σχέδιο μιας ιστορίας; να σας κάνει, ας πούμε, να δείτε πράγματα που πριν δεν είχατε δει;


«Ναι, είναι κάτι που συμβαίνει σχεδόν κάθε ημέρα. Το σημαντικό με τους ηθοποιούς είναι να τους εμπιστεύεσαι. Συνήθως πρέπει να δουλέψεις πολύ σκληρά για να μπορέσεις να βρεις τον σωστό ηθοποιό. Πρέπει να ψάξεις πολύ. Από τη στιγμή όμως που θα τον βρεις, πρέπει να τον εμπιστευθείς και να του αφήσεις τα περιθώρια να εκφρασθεί και να αποκαλύψει αυτό που μπορεί να κάνει. Γιατί πιστεύω ότι σκηνοθεσία δεν σημαίνει να προσπαθείς να βάλεις κάποια πράγματα μέσα στον ηθοποιό σου αλλά να προσπαθείς να τα βγάλεις. Είναι όπως η μόρφωση».


­ Τι εννοείτε ότι είναι όπως η μόρφωση;


«Μόρφωση τι σημαίνει;».


­ Τι σημαίνει;


«Μόρφωση σημαίνει να επιτρέπεις στους ανθρώπους να εκφράζονται. Από τη στιγμή που σου κάνει ένας ηθοποιός, όσο περισσότερο του επιτρέψεις να αποκαλύψει τον εαυτό του τόσο περισσότερο τον βοηθάς να ανακαλύψει και να αποκαλύψει τον χαρακτήρα του ήρωα της ταινίας που του ζητάς να υποδυθεί. Νομίζω ότι εκεί βρίσκεται η ουσία».


­ Πιστεύετε ότι η Αμερική είναι «πηγή κακού»; Το αμερικανικό όνειρο είναι αυτό που έκανε την τέχνη να χάσει τον δρόμο της;


«Πηγή κακού… Εγώ δεν θα το έλεγα έτσι. Εννοώ, δεν θα χρησιμοποιούσα αυτές τις λέξεις. Υπάρχουν και ορισμένα καταπληκτικά πράγματα που προέρχονται από την Αμερική. Ως μια γενική εκτίμηση όμως θα έλεγα ότι οι Αμερικανοί είναι οι «τρομοκράτες του κόσμου» και αυτό αντανακλά στην κουλτούρα τους ­ σε ό,τι προβάλλουν, δηλαδή, ως σύγχρονη κουλτούρα τους. Υπάρχουν ωστόσο και ωραίοι άνθρωποι, ταλαντούχοι και συναρπαστικοί, οι οποίοι έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν ωραία πράγματα στην Αμερική, αλλά αυτοί συνήθως είναι εκείνοι που πάνε κόντρα στο υπάρχον ρεύμα του εκάστοτε αμερικανικού ονείρου. Πάρτε για παράδειγμα τη μαύρη μουσική. Η αμερικανική κοινωνία κάποια στιγμή την είδε ως απειλή εναντίον της. Στην πραγματικότητα ήταν η καλύτερη απόδειξη ότι στην Αμερική μπορούν να λάμψουν αστέρια».


­ Η αίσθηση ότι είναι οι «προστάτες του κόσμου» κάνει τους Αμερικανούς «τρομοκράτες»;


«Εγώ, για να μη λέμε και πολλά γι’ αυτούς, τους βρίσκω ανόητους. Αυτό που κάνουν ­ και πιστέψτε με, ξέρουν τι κάνουν ­ δεν είναι τίποτε άλλο από το να προστατεύουν τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου… Τίποτε άλλο».


­ Εσείς θα δεχόσασταν να δουλέψετε στην Αμερική;


«Μια ταινία ευρωπαϊκών προδιαγραφών μπορείς να την κάνεις στην Αμερική. Αλλά το να δουλέψεις σε αυτή τη βιομηχανία παραγωγής ειδώλων που λέγεται Χόλιγουντ το βρίσκω μάλλον απίθανο. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί κάνουν λιγότερο καλές ταινίες. Ως ατμόσφαιρα, όμως, ως σκηνικό, η Αμερική με μαγεύει».


­ Από τι κινδυνεύει ένας δημιουργός σήμερα;


«Από όλα και από τίποτε… Το θέμα για κάθε δημιουργό είναι να προσπαθεί να διατηρήσει τις δικές του ευαισθησίες και να περιφρουρεί τα οικονομικά του. Διότι από τη στιγμή που σε πληρώνουν κάποιοι, έχουν και τον έλεγχο αυτού που κάνεις».


­ Σας ευχαριστώ πολύ.


«Κι εγώ».