Σε έναν κόσμο με οικονομικούς περιορισμούς και μεταβαλλόμενες προτεραιότητες, το πρόβλημα των προσφύγων τείνει σήμερα να εξελιχθεί σε μείζον ζήτημα της διεθνούς σκηνής. Στις 5 Απριλίου (Πανελλήνια Ημέρα Προσφύγων), η Υπάτη Αρμοστεία, ο οργανισμός του ΟΗΕ που φροντίζει για τους πρόσφυγες, μας θύμισε ότι «κάθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητεί και να του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες», όπως δηλώνει και το άρθρο 14 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε πριν από 50 χρόνια, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των προσφύγων στο άσυλο.


Παρ’ όλα αυτά πολλοί από τους 22 εκατομμύρια και πλέον πρόσφυγες στον κόσμο σήμερα ίσως να μην απολαύσουν ποτέ το δικαίωμα αυτό, καθώς αρκετές κυβερνήσεις προτιμούν να αποστρέφουν το βλέμμα τους. Οι λόγοι είναι πολλοί: η διόγκωση των κοινωνικών προβλημάτων έκανε τις κυβερνήσεις των βιομηχανικών χωρών πιο αυστηρές στην αποδοχή των προσφύγων και των αιτούντων άσυλο. Για την κοινή γνώμη οι πρόσφυγες γίνονται συχνά οι αποδιοπομπαίοι τράγοι για τα υψηλά ποσοστά ανεργίας, χωρίς διαφοροποίηση ανάμεσα σ’ αυτούς και στους μετανάστες, νόμιμους ή παράνομους. Σε συνδυασμό με τα οικονομικά προβλήματα αυτή η αντίληψη ενδεχομένως έχει οδηγήσει τις κυβερνήσεις να είναι λιγότερο πρόθυμες να συμμετάσχουν στο κόστος της προστασίας και της υποστήριξης των προσφύγων.


Δεδομένου ότι στις αρχές του 1998 οι πρόσφυγες που έχουν βρει άσυλο στην Ελλάδα δεν υπερέβαιναν τις 5.500, η χώρα μας σίγουρα δεν απειλείται από μια «μαζική εισροή» προσφύγων και αιτούντων άσυλο. Εκ παραδόσεως η Ελλάδα αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό για πρόσφυγες που ελπίζουν να βρουν ένα καλύτερο και πιο ασφαλές μέλλον στη Δυτική Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική. Εχοντας όμως υπογράψει τη Συνθήκη της Γενεύης του 1951 που σχετίζεται με την κατάσταση των προσφύγων, η χώρα μας καλείται να αναλάβει σταδιακά τις ευθύνες της προς τους πρόσφυγες, δίνοντάς τους την ευκαιρία να ενταχθούν στην κοινωνία.



Οι αναγνωρισμένοι πρόσφυγες έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν και να εργασθούν νόμιμα στην Ελλάδα. Αυτό θα έπρεπε να τους διευκολύνει στην επίτευξη του στόχου τους, να γίνουν δηλαδή ανεξάρτητοι από βοήθεια και να σταθούν στα πόδια τους. Η πραγματικότητα στην Ελλάδα όμως δεν ανταποκρίνεται ακόμη στα διεθνώς αποδεκτά πρότυπα. Σύμφωνα με την Αντιπροσωπεία της Υπάτης Αρμοστείας στην Ελλάδα, «αυτό αντανακλάται στα πολύ χαμηλά ποσοστά αναγνώρισης των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα ­ ένα από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη. Η διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων για άσυλο είναι αργή: η περίοδος αναμονής ως την έκδοση απόφασης μπορεί να υπερβεί τους οκτώ μήνες. Πέρα από ιατρική φροντίδα και πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση, δεν υπάρχει κρατική βοήθεια για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες, πόσο μάλλον για τους αιτούντες άσυλο. Οι μόνες εγκαταστάσεις για τη φιλοξενία των αιτούντων άσυλο στην Ελλάδα, το Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων στο Λαύριο, μόλις που αρκούν για 300 άτομα. Δεδομένου ότι περισσότερες από 4.800 άτομα ζήτησαν άσυλο στην Ελλάδα μέσα στο 1997, είναι προφανές ότι το Κέντρο δεν επαρκεί, εφόσον πολλοί από αυτούς έχουν ανάγκη βασικής αρωγής ώσπου να ληφθεί απόφαση για το αίτημά τους».


Σε μια προσπάθεια για την όσο το δυνατόν καλύτερη και πιο τεκμηριωμένη ενημέρωση της ελληνικής κοινής γνώμης για τα ζητήματα των προσφύγων, το Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας στην Αθήνα κυκλοφόρησε στα ελληνικά την έκθεση «Οι Πρόσφυγες του Κόσμου 1997-1998, Προβλήματα και Στρατηγικές». Η έκδοση αυτή κυκλοφορεί σε 12 γλώσσες. Την ελληνική έκδοση προλογίζει ο υπουργός Εξωτερικών κ. Θεόδωρος Πάγκαλος. Η έκθεση δείχνει ότι, αν δεν αναληφθεί συντονισμένη δράση, όλο και περισσότεροι θα αναγκάζονται να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους σε όλο τον κόσμο αλλά όλο και λιγότεροι θα βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο. Αλλωστε η ζωή ποτέ δεν υπήρξε πιο σκληρή για τα 22 εκατομμύρια πρόσφυγες και εκτοπισμένους στη χώρα τους που προστατεύονται από την Υπάτη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Παρ’ ότι έχουν σημειωθεί λιγότεροι πόλεμοι μεταξύ των κρατών, η αλλαγή της φύσης του πολέμου και των εθνικών συγκρούσεων οδηγεί όλο και περισσότερους ανθρώπους μακριά από τα σπίτια τους. Αν και 10 εκατομμύρια πρόσφυγες έχουν επιστρέψει στις χώρες τους από το 1990, πολλές νέες ομάδες έχουν αναγκασθεί να τις εγκαταλείψουν και ο αριθμός των εσωτερικών εκτοπισμένων ατόμων συνεχίζει να αυξάνεται. Ολο και περισσότεροι δεν έχουν πού να πάνε.


Σήμερα οι άμαχοι αποτελούν στόχο περισσότερο από κάθε άλλη φορά στους περίπου 35 εμφύλιους πολέμους ή συγκρούσεις μεταξύ κοινοτήτων που έχουν ξεσπάσει αυτή τη στιγμή στον κόσμο. Σε ορισμένες συρράξεις ένας από τους βασικούς σκοπούς είναι η απομάκρυνση ή διάλυση κοινοτήτων. Σε κάποιες περιοχές πρόσφυγες έχουν εκδιωχθεί από χώρα σε χώρα, καθώς προσπαθούν να ξεφύγουν από τις συγκρούσεις ή τις επιθέσεις. Η ασφάλειά τους ενώ αναζητούν άσυλο περιορίζεται καθώς σημειώνονται περισσότερες επιθέσεις σε καταυλισμούς προσφύγων και αναγκαστική στρατολόγηση ανδρών και αγοριών.


Το βιβλίο «Οι Πρόσφυγες του Κόσμου 1997-1998, Προβλήματα και Στρατηγικές» επικεντρώνεται σε εκείνες τις μορφές της αναγκαστικής μετακίνησης και σε εκείνες τις ομάδες των ξεριζωμένων για τους οποίους ενδιαφέρεται άμεσα η Υπάτη Αρμοστεία: πρόσφυγες, εκτοπισμένοι στο εσωτερικό της χώρας, παλιννοστούντες, αιτούντες άσυλο και απάτριδες. Στο πρώτο κεφάλαιο της έκθεσης εξετάζονται οι πρόσφατες αλλαγές στην έννοια της διεθνούς ασφαλείας, στη μορφή των ενόπλων συγκρούσεων και στον ρόλο της ανθρωπιστικής δράσης. Στη συνέχεια, στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζεται το φθίνον επίπεδο προστασίας που βιώνουν οι πρόσφυγες σε πολλά μέρη του κόσμου και υποδεικνύονται μερικοί τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση.


Το πρόβλημα της εσωτερικής εκτόπισης εντός των συνόρων της χώρας καταγωγής και το στενά συνδεδεμένο με αυτό θέμα των πληθυσμών που έχουν πληγεί από έναν πόλεμο αναλύονται διεξοδικά στο τρίτο κεφάλαιο.


Ο αριθμός των εκτοπισμένων στο εσωτερικό της χώρας τους ξεπερνά αυτόν των προσφύγων, αφού υπολογίζεται ότι αγγίζει τα 30-40 εκατομμύρια, δηλαδή είναι περίπου διπλάσιος του υπολογιζόμενου αριθμού των προσφύγων. Το βιβλίο της Υπάτης Αρμοστείας παραθέτει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η διεθνής κοινότητα να προσφέρει βοήθεια στους πληθυσμούς αυτούς. Οπως εξηγείται στο τρίτο κεφάλαιο, οι πρόσφατες πολυμερείς προσπάθειες για την προστασία αυτών των πληθυσμών έχουν γεννήσει ένα ευρύ πεδίο εννοιολογικών, νομικών, λειτουργικών και οργανωτικών προβλημάτων, εκ των οποίων πολλά παραμένουν άλυτα. Το τέταρτο κεφάλαιο αξιολογεί τη μεταβαλλόμενη προσέγγιση της διεθνούς κοινότητας για την επανένταξη των ξεριζωμένων πληθυσμών και εξετάζει τη στενή σχέση μεταξύ αυτού του έργου και της ευρύτερης πρόκλησης της εφαρμογής της ειρηνευτικής διαδικασίας σε πληγείσες από τον πόλεμο κοινωνίες.


Τα τελευταία χρόνια πολλές κυβερνήσεις πλούσιων κρατών καταβάλλουν συντονισμένες προσπάθειες για να περιορίσουν τον αριθμό των νεοαφιχθέντων στα εδάφη τους, ισχυριζόμενες ότι πολλοί από αυτούς είναι μάλλον οικονομικοί μετανάστες παρά πρόσφυγες. Τις συνέπειες αυτών των απαγορευτικών πρακτικών εξετάζει το πέμπτο κεφάλαιο και καθορίζει ορισμένα από τα βήματα που πρέπει να γίνουν. Το έκτο και τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου εστιάζεται σε ένα σχετικά παραμελημένο ανθρωπιστικό θέμα και σε μια ομάδα ανθρώπων που στερούνται προστασίας από το κράτος στο οποίο ζουν: σε αυτούς που είναι νομικά απάτριδες ή των οποίων η ιθαγένεια αμφισβητείται.


Στην πολύ χρήσιμη έκθεση «Οι Πρόσφυγες του Κόσμου 1997-1998, Προβλήματα και Στρατηγικές» περιγράφεται πώς η διεθνής κοινότητα, απρόθυμη να παρέμβει πολιτικά, περιμένει όλο και περισσότερο από τις οργανώσεις παροχής βοήθειας να προσφέρουν λύσεις σε περίπλοκα ανθρωπιστικά προβλήματα. Στον πρόλογό της στο βιβλίο, η Υπάτη Αρμοστής Σαντάκο Ογκάτα προειδοποιεί ότι τα μέσα που είναι διαθέσιμα στις ανθρωπιστικές οργανώσεις είναι περιορισμένα.


«Οσο επαγγελματικά και αν διευθύνονται και συντονίζονται αυτές οι υπηρεσίες, δεν μπορούν να θέσουν τέλος σε εμφύλιους πολέμους, να υποχρεώσουν κράτη να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τους ή να σταματούν τη σκόπιμη εκδίωξη πληθυσμών από τις εστίες τους» αναφέρει η κυρία Ογκάτα.


Στην έκθεση προτείνεται ένα πρόγραμμα δράσης προκειμένου να αντιμετωπισθεί το δράμα των εκτοπισμένων στη χώρα τους. Περιλαμβάνει βήματα για την εξάλειψη της φτώχειας, την προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας, την ενίσχυση ειρηνευτικών επιχειρήσεων σε κοινωνίες που έχουν πληγεί από πολέμους και την εξασφάλιση ότι οι υπεύθυνοι για την εκτόπιση εκατομμυρίων ατόμων θα βρεθούν υπόλογοι. Η εξαναγκαστική μετακίνηση, αναφέρει, δεν είναι μόνο προϊόν πολιτικής αστάθειας, αλλά μπορεί να τη δημιουργήσει και να τη συντηρήσει.


«Η πρόκληση για τον 21ο αιώνα» λέει με απλά λόγια η Υπάτη Αρμοστής «είναι να κατοχυρώσουμε την ασφάλεια των ανθρώπων. Αν οι άνθρωποι δεν αισθάνονται ασφαλείς στα σπίτια τους, η ασφάλεια των κρατών θα συνεχίσει να απειλείται».


Ο κ. Σωτήρης Ντάλης είναι πολιτικός επιστήμων-διεθνολόγος, επιστημονικός συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.