Για την «Ελληνική Βιβλιογραφία του 19ου αιώνα» (τόμος Α’ 1801 – 1818), του Φίλιππου Ηλιού, γράφηκαν ήδη και θα γραφούν. Ενας τόμος μεγάλου μεγέθους, πάνω από 800 σελίδες, ωραίος στην όψη και στην αφή. Με επιμελημένο δέσιμο, που τον χαϊδεύεις προτού τον ανοίξεις, που απολαμβάνεις την αφή της σελίδας στην παλάμη σου προτού την κοιτάξεις. Αποκτάς σωματική σχέση μαζί του. Θυμίζει τα παλαιικά βιβλία που θαυμάζουμε σε προθήκες μουσείων και βιβλιοθηκών, αυτές τις βαριές βίβλους που διαβάζονταν πάνω σε αναλόγια, τον καιρό που τον χρόνο δεν τον διέκοπτε το τηλέφωνο και δεν τον αποικιοποιούσε η τηλεόραση. Οταν οι άνθρωποι διάβαζαν· δεν ενημερώνονταν. Δεν κυνηγούσαν περιλήψεις των τελευταίων άρθρων στο ηλεκτρονικό Διαδίκτυο. Πρόκειται για ένα βιβλίο που δεν μπορεί να διαβαστεί αγχωμένα αλλά χρειάζεται άνεση χρόνου. Που δεν διαβάζεται για τη χρησιμότητά του αλλά για την ευχαρίστηση που προσφέρει η περιέργεια. Αλλωστε προτού η ιστορία αναλάβει την υπεράσπιση της προόδου, του έθνους, των κοινωνικών θεωριών, γραφόταν για την απόλαυση της ανάγνωσης, όπως ακριβώς η λογοτεχνία.


Το παράξενο είναι ότι πρόκειται για μια βιβλιογραφία, ένα εργαλείο δηλαδή. Και συνήθως ένα βιβλιογραφικό έργο το αποκτάς, του ρίχνεις μια ματιά και το τοποθετείς στο ράφι για να το συμβουλεύεσαι κάθε φορά που το χρειάζεσαι. Δεν το διαβάζεις σελίδα σελίδα. Αν ήταν έτσι, θα ήταν προτιμότερο να εκδοθεί με ηλεκτρονική μορφή. Χρηστικότερη και σαφώς οικονομικότερη λύση. Ενα βιβλίο για βιβλία πρέπει να αποδίδει όμως και την αίσθηση του βιβλίου. Τη σωματικότητα του βιβλίου. Αλλά η «Βιβλιογραφία» του Ηλιού δεν είναι μια απλή χρηστική βιβλιογραφία. Πρόκειται για την ιστορία του βιβλίου. Και εδώ το βιβλίο δεν είναι ούτε η έσχατη πληροφοριακή μονάδα ούτε πληροφοριακός αγωγός. Είναι ίχνος. Ιχνος μιας κοινωνίας, ενός άλλου καιρού. Ιχνος των ιδεών και των νοοτροπιών, ίχνος της κατασκευής του, των συγγραφέων και των μεταφραστών, των τυπογράφων και των χαρακτών, των ταξιδιών του στον χώρο και στον χρόνο, ίχνος των κοινωνικών συνθηκών που το γέννησαν, του τρόπου που το υποδέχθηκαν ή αντέδρασαν οι άνθρωποι. Η ιστορία του βιβλίου ιχνηλατεί την ιστορία της κοινωνίας.


Το άλλο παράξενο είναι πως αυτό το βιβλίο, με την παλαιική όψη, είναι μοντέρνο στη συγκρότηση. Αν δηλαδή το εργασιακό μας περιβάλλον, που καθορίζει εν πολλοίς και την οργάνωση της σκέψης μας, είναι τα εικονίδια των υπολογιστών μας, αυτή ακριβώς είναι και η οργάνωση του βιβλίου. Κάθε βιβλίο ένα παραθυράκι, με την όψη του, την αισθητική και τα κοσμήματά του, τον τύπο της γραμματοσειράς και όλες τις πληροφορίες που το αφορούν. Τίτλος, περιεχόμενα, τυπογραφείο, επανεκδόσεις, τιμή, πληροφορίες γι’ αυτό, διασταυρώσεις που σε φέρνουν από τη μια πληροφορία στην άλλη, σε ποια βιβλιοθήκη ανά τον κόσμο βρίσκεται τώρα. Καλοκαμωμένα ευρετήρια που εξασφαλίζουν τα ταξίδια του αναγνώστη στις πληροφοριακές διαδρομές που τον αφορούν. Ποσοτικοποίηση των επί μέρους στοιχείων αλλά χωρίς τις αδυναμίες της μεθόδου που συχνά υποτάσσει τη διαφορετική ποιότητα των φαινομένων στην ποσοτική αποτίμησή τους. Εδώ οι πίνακες είναι φτιαγμένοι με λεπτές αποχρώσεις. Οχι μόνο χάρη στην πρόθεση αλλά κυρίως χάρη στη γνώση του συγγραφέα.


Καταλαβαίνεις ότι πίσω από αυτό το βιβλίο υπάρχει μια απίθανη ποσότητα εργασίας, ταξίδια σε μακρινές και άγνωστες βιβλιοθήκες, υπομονετικό ψάξιμο στις καρτελοθήκες, επίπονες διασταυρώσεις και προσεκτική, λεπτομερειακή αντιπαραβολή και παρατήρηση. Αλλά καταλαβαίνεις πάνω απ’ όλα το μεράκι και τη μαστοριά. Εργασία έξω από τη λογική της οικονομικής ανταπόδοσης. Πράγματα που έχουν σχεδόν εκλείψει σήμερα, όταν η έρευνα υποτάσσεται στη λογική των «προγραμμάτων» και στους μηχανισμούς της πανεπιστημιακής ανέλιξης, διαμορφώνοντας ανάλογο τύπο ερευνητή και θεματολογίας.


Πρόκειται λοιπόν για μια ιστορία του βιβλίου. Του ελληνόγλωσσου βιβλίου στη συντριπτική του πλειονότητα αλλά και του καραμανλήδικου βιβλίου (που γραφόταν με ελληνικούς χαρακτήρες για τους τουρκόφωνους χριστιανούς: Χατζέτ Ναμέ Κιταπή Σουλτάν Βαλιτουλάχ Παναγία) και του φραγκοχιώτικου βιβλίου (με λατινικούς χαρακτήρες για τους ελληνόγλωσσους καθολικούς: Acoluthia tis Panaghias, ton Christugenon, tis Megalis Eudomados). Και η γλωσσική πολυμορφία μάς παραπέμπει στην ιστορία της γλώσσας. Πάνω από 70 ονομασίες της νεοελληνικής σημειώνει το ευρετήριο, δείγμα της μεγάλης ρευστότητας γύρω από την ονομασία του έθνους και της γλώσσας του, λίγα χρόνια πριν από την Επανάσταση. Οι δίγλωσσοι τίτλοι πάλι είναι αποκαλυπτικοί. Λ.χ. σε μια ιταλοελληνική έκδοση του 1803, ο όρος «la lingua greca volgare» μεταφράζεται ως «γλώσσα απλή ρωμαϊκή» και αυτή δεν είναι η μόνη ένδειξη για την αναντιστοιχία όρων και ορισμών που στον νου μας έχουν σχηματίσει ισομορφικούς αυτοματισμούς. Σπανίως έχει κανείς τη δυνατότητα σε έναν τόμο να βρει σε τόσο μεγάλη ποικιλία γλωσσικά δείγματα της νεοελληνικής προτού περάσει από τον κανονιστικό κλίβανο του εξαρχαϊσμού. Και μόνο η ανάγνωση των τίτλων και των παραθεμάτων λοιπόν έχει τη γοητεία της.


Η εκτεταμένη εισαγωγή μάς προσφέρει, εκτός των άλλων, το γεωγραφικό και ιστορικό πανόραμα του βιβλίου. Πού τυπωνόταν. Στη Βενετία, πάνω από τα μισά βιβλία στην πρώτη 20ετία του 19ου αιώνα. Αληθινή εκδοτική πρωτεύουσα του Νέου Ελληνισμού. Το ένα τέταρτο τυπωνόταν στη Βιέννη. Ο χάρτης των τόπων έκδοσης των ελληνικών βιβλίων χαράζει ένα ημικύκλιο γύρω από τις ελληνικές χώρες. Αρχίζει από τις ιταλικές πόλεις με προεξάρχουσα τη Βενετία, ανεβαίνει στο Παρίσι (χάρη στον Κοραή), περνά από γερμανικές πόλεις όπως η Ιένα και το Γκέτιγκεν, προχωρά ανατολικά προς τη Βιέννη και τη Βουδαπέστη, από εκεί βορειότερα στη Βίλνα και στη Μόσχα, και από εκεί προς τον Νότο στις δύο πρωτεύουσες της Μολδοβλαχίας. Στο εσωτερικό αυτού του ημικυκλίου η Κωνσταντινούπολη αντιπροσωπεύεται με το πατριαρχικό τυπογραφείο, ακολουθούν η Κέρκυρα, οι Κυδωνίες και η Χίος με μικρά ποσοστά. Η παραγωγή του ελληνικού βιβλίου ήταν υπόθεση του εξωτερικού ημικυκλίου.


Αλλά το βιβλίο ταξίδευε. Το πώς και το πού μας τα εξηγεί η εισαγωγή αλλά και οι ενδείξεις σε κάθε βιβλίο. Ετσι λ.χ. τα καραμανλήδικα βιβλία τυπώνονταν στη Βενετία και ταξίδευαν στην Καππαδοκία. Αλλά την καλύτερη ένδειξη της γεωγραφικής κατανομής των αναγνωστικών κοινοτήτων την προσφέρουν οι κατάλογοι των συνδρομητών. Εκείνων δηλαδή που συγχρηματοδοτούσαν μιαν έκδοση, προαγοράζοντας ένα ή σπανίως περισσότερα τεύχη και των οποίων τα ονόματα αναγράφονταν συνήθως στις τελευταίες σελίδες.


Και εδώ μια ποσοτική επεξεργασία των δεδομένων μάς δείχνει έναν άλλον χάρτη, που δεν ταυτίζεται με τον χάρτη της εκδοτικής παραγωγής. Εμφανίζονται τρία ημικύκλια. Το πρώτο, με τις μεγαλύτερες αναγνωστικές κοινότητες, περιλαμβάνει το Λιβόρνο, την Τεργέστη, τη Βιέννη, το Βουκουρέστι, το Ιάσι, την Οδησσό. Το δεύτερο ημικύκλιο, με μικρότερες αναγνωστικές κοινότητες, αρχίζει από τη Ζάκυνθο, προχωράει στην Κέρκυρα, στα Γιάννινα, στη Θεσσαλονίκη και στον Αθωνα, στην Κωνσταντινούπολη, για να καταλήξει νότια στις Κυδωνίες, στη Σμύρνη και στη Χίο. Τέλος, ένα τρίτο ημικύκλιο, με αισθητά μικρότερες κοινότητες (πολλές φορές πρόκειται για έναν ή δύο αναγνώστες – συνδρομητές), περιλαμβάνει τη Βόρειο Πελοπόννησο και την Αθήνα και επεκτείνεται από τον Πόρο και την Υδρα ως την Πάρο και τη Νάξο. Είναι ακριβώς αυτό το τρίτο ημικύκλιο που έγινε η κοιτίδα του νεοελληνικού κράτους. Ας σκεφτούμε τώρα όσα λέει ο Μπένεντικτ Αντερσον για τον «έντυπο καπιταλισμό» (print capitalism), αιτία και βάση πάνω στην οποία συγκροτείται το έθνος ως «φαντασιακή κοινότητα». Θα οδηγηθούμε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα από την παρατήρηση ότι οι τρεις χάρτες, αυτός της βιβλιοπαραγωγής, εκείνος της εγγράμματης κοινότητας και ο τρίτος της πολιτικής ανεξαρτησίας, δεν συμπίπτουν.


Πρόκειται για αποσυνδέσεις διαδικασιών που δεν βάρυναν μόνο στις τύχες της Επανάστασης και στην αδυναμία της να αναδείξει μιαν εθνική ηγεμονία. Βάρυναν επίσης και στην αποσύνδεση της πολιτικής από την πολιτισμική έννοια του έθνους, του πολίτη από την εθνική ιδιότητα. Ακόμη τις πληρώνουμε αυτές τις αποσυνδέσεις.


Αλλά τι είδους βιβλία εκδίδονταν εκείνη την εποχή; Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους ήταν εκκλησιαστικά – λειτουργικά βιβλία. Ακολουθούσαν τα εκπαιδευτικά, τα λεξικά, τα πρακτικά βιβλία. Μικρότερα ποσοστά αντιπροσώπευαν τα λαϊκά και λόγια μυθιστορήματα, τα βιβλία αναψυχής. Αγνωστα σήμερα μυθιστορήματα που τότε έκαναν πολλές επανεκδόσεις. Τέλος ακολουθεί η πιο ενδιαφέρουσα κατηγορία, το νεωτερικό βιβλίο, φορέας του Διαφωτισμού και των νέων ιδεών που συνταράσσουν τη «δυτικοτέρα Ευρώπη» αυτά τα χρόνια, αλλά και το αντιρρητικό στις νεωτερικές ιδέες βιβλίο. Η διαμάχη των βιβλίων μάς δείχνει τις αλλαγές στη συνείδηση μικρών κύκλων της νεοελληνικής κοινωνίας.


Μικροί βέβαια οι κύκλοι αυτοί, από ό,τι φαίνεται από τα μικρά ποσοστά που αντιπροσωπεύουν, ικανοί όμως να προκαλέσουν την αντίδραση των συντηρητικών κύκλων της Εκκλησίας. Υπήρχε και επίσημο αξίωμα του πατριαρχικού λογοκριτή: ο Κένσορ. Και ας μη φανταστούμε την πολεμική μόνο ως διαξιφισμό επιχειρημάτων. Τα νεωτερικά βιβλία πρέπει «να στηλιτεύονται και να κατακαίωνται, υπό των κοσμικών και εκκλησιαστικών αρχόντων» έγραφε ο Αθανάσιος ο Πάριος. Οι εκκλησιαστικοί πατέρες συμβούλευαν το ποίμνιό τους όχι μόνο να μη διαβάζει αυτά τα βιβλία αλλά ούτε τα αντιρρητικά σε αυτά, για να μη μαθαίνει τα επιχειρήματά τους. Από την ιερή καταδίωξη δεν ξέφυγε ούτε η «Φυλλάδα» του Ρήγα. Μαζί με τα ανοίγματα της ελληνικής κοινωνίας στις νέες ιδέες που έρχονταν από την Ευρώπη βλέπουμε και μια ισχυρότατη τάση αυτοαπομόνωσης και κλεισίματος.


Αν και η σύγχρονη συνταγή για μιαν επιτυχή παρουσία στο εκδοτικό σύμπαν ορίζει ότι κάθε βιβλίο πρέπει να υποστηρίζει μιαν ιδέα ή ένα επιχείρημα (γι’ αυτό άλλωστε συνήθως μας αρκεί και η περίληψή του), αναμφίβολα τα μεγάλα βιβλία προσφέρονται σε πολλαπλές αναγνώσεις και ενδιαφέροντα. Και αυτό το βιβλίο είναι μεγάλο βιβλίο. Μακάρι να κυκλοφορήσουν και άλλοι τόμοι. Διατρέχοντας το βιβλίο καταλαβαίνει κανείς ότι ο Φίλιππος Ηλιού έχει συσσωρεύσει έναν πολλαπλάσιο όγκο αφανών πληροφοριών. Ας είμαστε όμως ευχαριστημένοι και με αυτή την έκδοση, σταθμό στην ιστοριογραφία μας. Και πάλι όχι με κριτήρια χρησιμότητας αλλά απόλαυσης της διανοητικής περιπλάνησης. Κάτι ακόμη πιο σπουδαίο.


Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.