«Τα λάστιχα βουίζουν στην υγρή άσφαλτο σαν τη μηχανή προβολής του κινηματογράφου». Η ποιητική αυτή φράση που ανήκει στον τσέχο συγγραφέα Φραντς Κάφκα ακούγεται στην εισαγωγή του ντοκιμαντέρ «Kafka va au cinéma» («Ο Κάφκα πάει σινεμά») που σκηνοθέτησε το 2002 για τη γερμανική τηλεόραση ο ηθοποιός, συγγραφέας, δραματουργός, φωτογράφος και ενίοτε σκηνοθέτης Χανς Τσίσλερ. Το ντοκιμαντέρ δεν έχει προβληθεί ποτέ στην Ελλάδα, όπως επίσης δεν έχει κυκλοφορήσει εδώ το ομότιτλο ερευνητικό βιβλίο του Τσίσλερ, τον οποίο έχουμε κατ’ αρχάς γνωρίσει ως ηθοποιό σε πολλές ταινίες (χαρακτηριστικά παραδείγματα οι «Στο πέρασμα του χρόνου» του Βιμ Βέντερς, «Μόναχο» του Στίβεν Σπίλμπεργκ, «Δρ Μ» του Κλοντ Σαμπρόλ και «Η αριστερόχειρη γυναίκα» του Πέτερ Χάντκε). Σήμερα όμως, χάρη σε μια ιδέα του Ινστιτούτου Γκαίτε και την εκδήλωση «Το σινεμά διαβάζει», όλοι όσοι ενδιαφέρονται για την ιδιαίτερη σχέση που ο συγγραφέας της «Δίκης», του «Πύργου», της «Μεταμόρφωσης» και τόσων άλλων σπουδαίων έργων είχε ως θεατής με τον κινηματογράφο μπορούν να παρακολουθήσουν το 55λεπτο αυτό σπάνιο ντοκιμαντέρ παρουσία του δημιουργού του (δείτε παραπλεύρως το πότε και πού).

Δημιουργία μωσαϊκού


«Το σινεμά είναι μια αρκετά απρόσκοπτη ψευδαίσθηση κίνησης»
έγραφε στις σημειώσεις του ο συγγραφέας το 1909. «Τη συνηθίσαμε πολύ γρήγορα». Αυτές οι φευγαλέες εντυπώσεις του Κάφκα στον κινηματογράφο φυλάσσονται στα Δυτικά Χειρόγραφα της Βοδληιανής Βιβλιοθήκης της Οξφόρδης, εκεί όπου ο Τσίσλερ αφιέρωσε ατελείωτες ώρες κάνοντας την έρευνα για το ντοκιμαντέρ και το βιβλίο του. Η κατασκευή του ντοκιμαντέρ «Ο Κάφκα πάει σινεμά» ήταν «σαν μια σύνθεση μωσαϊκού», μας είπε τηλεφωνικώς ο σκηνοθέτης του. «Επρεπε να βρω τις ημερομηνίες και τα προγράμματα και τα δημοσιεύματα των εφημερίδων που αφορούσαν τις ταινίες της εποχής. Και μετά, φυσικά, έπρεπε να βρω τις ίδιες τις ταινίες, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Σε μερικές περιπτώσεις, παρότι οι ταινίες ήταν σημαντικές για τον Κάφκα, δεν βρήκα καθόλου οπτικοακουστικό υλικό, μόνο λίγες φωτογραφίες. Δυστυχώς το 90% των ταινιών του βωβού κινηματογράφου έχει χαθεί για πάντα».
Ως επισκέπτης του σινεμά ο Φραντς Κάφκα φαίνεται ότι προτιμούσε το εύκολο, εύπεπτο θέαμα. Στο Παρίσι διασκέδασε με τον «Λουδοβίκο ΙΖ’» που αντιμετώπιζε τη Γαλλική Επανάσταση ως φαρσοκωμωδία και με την αστυνομική σάτιρα «Ο Νικ Βίπερ και η κλοπή της Μόνα Λίζα». Ενδιαφέρον εδώ το ότι η ταινία είναι εμπνευσμένη την κλοπή του αριστουργήματος του Λεονάρντο ντα Βίντσι από το Σαλόν Καρέ του Λούβρου. Κεντρικός ήρωας στο «Ο Νικ Βίντερ και η κλοπή της Μόνα Λίζα» είναι ένας αστείος επιθεωρητής της αστυνομίας που αναλαμβάνει την εξιχνίαση της υπόθεσης. Ο Κάφκα μάλιστα είχε εντυπωσιαστεί που οι ίδιοι άνθρωποι που στέκονταν στην ουρά για να δουν το σημείο του Λούβρου όπου έγινε η κλοπή, την επομένη πήγαιναν στο σινεμά για να παρακολουθήσουν την ταινία.

Η ανάγκη της συγκίνησης


«Οπως τα περισσότερα μεγάλα πνεύματα, έτσι και ο Κάφκα είχε την ανάγκη να συγκινηθεί»
είπε ο Τσίσλερ όταν του ανέφερα το παράδειγμα της ταινίας «Η λευκή σκλάβα» («Die weisse Sklavin»), ενός φτηνού γερμανικού μελοδράματος που είχε εξοργίσει έναν άλλον συγγραφέα, τον Γίζι Μάεν. Σε αυτή την ταινία βλέπουμε μια κοπέλα να πηγαίνει στην Αγγλία όπου ωθείται στην πορνεία και πέφτει θύμα εκμετάλλευσης προτού τελικά τη σώσει η αστυνομία. «Οποιος έχει συνείδηση και κοινή λογική θα νιώσει να του έρχεται εμετός» γράφει ο Μάεν, όμως ο Κάφκα ενθουσιάζεται. «Ο Κάφκα δεν σκεφτόταν το σινεμά σαν κάτι που μπορούμε να κριτικάρουμε. Εθετε τον εαυτό του σε απόσταση μόνον όταν καθόταν να γράψει» είπε ο Τσίσλερ.
Το παράξενο είναι ότι η «Λευκή σκλάβα» ακολούθησε αργότερα τον συγγραφέα. Κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού με το τρένο και παρέα τον Μαξ Μπροντ, ο Κάφκα γνώρισε μια κοπέλα. Ο ίδιος ένιωσε ως προστάτης της και ο Μπροντ ο διαφθορέας. Αργότερα βρέθηκαν και οι τρεις τους μέσα σε ένα ταξί. Γράφει ο Κάφκα: «Η κατάσταση μου θυμίζει τη «Λευκή σκλάβα». Αισθάνομαι άσχημα».
Κατά την παραμονή του στο Παρίσι ο Κάφκα ήταν συχνός επισκέπτης οίκων ανοχής. Αργότερα η γυμνή απόλαυση θα τραβούσε την προσοχή του ποικιλοτρόπως. Τον Σεπτέμβριο του 1912, έναν μήνα μετά τη γνωριμία του με τη Φελίτσε Μπάουερ, την οποία ερωτεύθηκε σφόδρα, ο Κάφκα ολοκλήρωσε το διήγημά του η «Ετυμηγορία». «Αν είναι να έχω δημιουργικό οίστρο» γράφει, «τότε ας είναι αυτού του είδους. Τώρα δεν πρέπει να αποσπαστεί η προσοχή μου αλλά να συνεχίσω να γράφω. Ομως με ελκύουν ισχυρές αντίρροπες δυνάμεις». Και πράγματι, η γυμνή απόλαυση θα τον ελκύσει με τρόπο ακαταμάχητο. Ο Κάφκα θα φύγει ένα βράδυ από το σπίτι για την αγκαλιά μιας άλλης γυναίκας. Η γυναίκα που τον παρέσυρε ήταν η δεσποινίς Οπλάτκα, ηρωίδα της ταινίας «Το όνειρο ενός ποιητή», μια γυναίκα κυνηγημένη από έναν σεξουαλικά ορεξάτο κληρικό!

Ο Κάφκα ως κριτικός

Ανάμεσα στα γράμματα του Κάφκα προς τη Φελίτσε Μπάουερ υπάρχει και ένα για μια επίσκεψή του στο σινεμά «Λουτσέρνα» όπου παρακολούθησε την ταινία «Der Andere» («Ο άλλος»). Εδώ βρίσκει κανείς έντονο αποτύπωμα από το κριτικό πνεύμα του τσέχου συγγραφέα σε ό,τι αφορά την Εβδομη Τέχνη: «Στο φουαγέ του κινηματογράφου «Λουτσέρνα» όπου πήγα σήμερα με τον Μαξ και τη γυναίκα του είναι αναρτημένες πλήθος φωτογραφιών από την ταινία «Ο άλλος»» γράφει ο Κάφκα στην Μπάουερ. «Παίζει ο Μπάσερμαν. Σε μια αφίσα όπου εικονίζεται μόνος ενώ κάθεται σε μια πολυθρόνα, με συνεπήρε πάλι όπως τότε στο Βερολίνο (σ.σ.: ο Κάφκα αναφέρεται στον θρυλικό Αμλετ που ο Αλμπερτ Μπάσερμαν είχε υποδυθεί το 1910). Επαιρνα τον καθένα και τον πήγαινα μπροστά στην αφίσα, ώσπου όλοι βαρέθηκαν. Φαινόταν όμως ότι το έργο στο οποίο έπαιζε ήταν κακό. Οι κινηματογραφημένες καταστάσεις ήταν παλιές ανακαλύψεις του σινεμά και ενώ το στιγμιότυπο ενός αλόγου που εκτελεί άλμα είναι σχεδόν πάντα όμορφο, τα στιγμιότυπα μιας εγκληματικής γκριμάτσας εύκολα μπορούν να είναι άνευ νοήματος. Κι ας είναι και του Μπάσερμαν. Δέχθηκε να παίξει σε κάτι που δεν του αξίζει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ